Σε δύο δημόσιες διαβουλεύσεις που οργανώθηκαν στις 17 και 18 Φεβρουαρίου 1966 στο Δημαρχείο Αθηνών, αρχιτέκτονες, αρχαιολόγοι, εκπρόσωποι του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου διασταύρωσαν τις απόψεις τους για τη διάσωση της παλιάς πόλης της Αθήνας. Της περιοχής δηλαδή πάνω από την οδό Αδριανού που ήταν κατοικημένη και οι 17.000 κάτοικοί της (το 1963) ζούσαν με το συνεχές ενδεχόμενο της απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών τους ώστε να συνεχιστεί το έργο των ανασκαφών στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης. Οραμα που πρώτοι διατύπωσαν το 1833 στο μνημόνιό τους προς την Αντιβασιλεία οι εκπονητές του σχεδίου της νέας Αθήνας, Σταμάτιος Κλεάνθης και Εντουαρντ Σάουμπερτ.
Η προβληματική της διατήρησης ή της ανασκαφής της Πλάκας για λόγους αρχαιολογικής έρευνας καταγράφηκε στα πρακτικά αυτών των συναντήσεων, τα οποία συγκέντρωσε ο αρχιτέκτονας – πολεοδόμος Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς προχωρώντας σε δικές του επισημάνσεις και παρατηρήσεις στην έκδοση «Το μέλλον της Πλάκας. Το αφήγημα μιας ιστορικής αντιπαράθεσης» (εκδ. Καπόν). Εκείνη μάλιστα την εποχή συμμετείχε στις διαβουλεύσεις ως συνεργάτης του Γραφείου Πλάκας της Υπηρεσίας Οικισμού που είχε διενεργήσει την πρώτη συλλογή στοιχείων, πολεοδομικών και δημογραφικών, στην παλιά πόλη.
Ο αυτόπτης μάρτυρας σημειώνει: «Διαβάζοντας μετά πέντε δεκαετίες το κείμενο των πρακτικών, κερδίζω την πεποίθηση ότι βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με ένα σημαντικό τεκμήριο της πολιτιστικής ιστορίας των νεότερων Αθηνών, αλλά και με μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας των ιδεών της νεοελληνικής κοινωνίας. Οι σελίδες των πρακτικών αντικατοπτρίζουν το κοινωνικό κλίμα και τις κυρίαρχες νοοτροπίες της εποχής στην πρωτεύουσα και αποδίδουν το ευρύ φάσμα αντικρουόμενων απόψεων επί της σχετικής σημασίας της αξίας της «παλαιάς» έναντι της «αρχαίας» πολιτιστικής κληρονομιάς».
Μία δεκαετία πριν από τη σύνταξη της μελέτης προστασίας της παλιάς πόλης και την εφαρμογή της που επακολούθησε στο διάστημα των ετών 1975-1995, η Αθήνα αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν τη μελλοντική της φυσιογνωμία: Ποιο μπορεί και πρέπει να είναι το μέλλον της παλιάς πόλης; Ποια μέτρα επέμβασης ενδείκνυνται; Ποιο το κοινωνικό και οικονομικό τους κόστος; Ποιες οι συνέπειές τους για την πολεοδομική εικόνα και δομή του ιστορικού κέντρου των Αθηνών;
Υπέρ της διατήρησης
Η διήμερη διαβούλευση είχε διερευνητικό χαρακτήρα και οι 29 ομιλητές αντάλλαξαν τις αντιφατικές απόψεις τους για τις προοπτικές της Πλάκας και έδωσαν τις προτάσεις τους. Από τη μία πλευρά προτάθηκε η διατήρηση του πολεοδομικού ιστού της Πλάκας. Στην ομάδα αυτή ξεχωρίζει η θέση του καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών Παύλου Μυλωνά: «Ολες οι εποχές έχουν την ίδιαν σημασίαν και το ίδιον δικαίωμα να παραμείνουν εις την ιστορίαν». Ο Μυλωνάς αρνείται την απόδοση αποκλειστικής καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας στα κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με πολλούς από τους συνέδρους που διακρίνονται από τη μονομερή αρχαιολατρία τους.
Πρώτος θίγει το θέμα της οπτικής μετάβασης από τη σύγχρονη πόλη προς τα μνημεία της Ακρόπολης τονίζοντας τη σημασία της αρχιτεκτονικής κλίμακας στην πολεοδομική εικόνα: «Σήμερα που η Αθήνα έχει ζωθεί με τα μεγαθήρια των πολυκατοικιών, το θέμα αυτό της κλίμακος είναι ακόμα πιο σημαντικό. Εάν φύγουν αυτά τα κτήρια από εκεί πέρα, ο Παρθενών θα μειωθεί από τις πολυκατοικίες, θα γίνει ένα πολύ μικρόν κτήριον. Τα μικρά αυτά κτήρια που υπάρχουν στα ριζά του βουνού αναδεικνύουν τα μεγάλα κτήρια της Ακροπόλεως».
Υπέρ της ανασκαφής
Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς αναφέρει ότι το όραμα μιας γενικευμένης απαλλοτρίωσης ολόκληρης της έκτασης της Πλάκας με την προοπτική είτε γενικευμένων είτε εκτεταμένων τμηματικών ανασκαφών με σύγχρονη διατήρηση «νησίδων» νεότερων ιστορικών κτισμάτων είχε μεν ένθερμους υποστηρικτές, περιορισμένες όμως δυνατότητες υλοποίησης. Το όραμα της κοινότητας των αρχαιολόγων μετατρέπεται σε «μη προσεγγίσιμη Ουτοπία»: «Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κατά τη δεκαετία του 1960 και αργότερα δεν ήσαν ευνοϊκές για μεγάλης κλίμακος απαλλοτριώσεις.
Η αύξουσα οικονομική ευεξία του πληθυσμού και η αυξημένη αξία της γης στο κέντρο της πόλεως καθιστούσαν το κόστος των απαλλοτριώσεων απαγορευτικό. Η αντίδρασις, τέλος, των κατοίκων εις το να αποδεχθούν την απομάκρυνσή τους από τον οικείο χώρο διαβιώσεως ήταν σθεναρά. Η δημιουργία ενός ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου περί την Ακρόπολη και η επέκταση των ανασκαφών της Κλασικής Αγοράς, εκατόν τριάντα έτη μετά την ίδρυση των νεοτέρων Αθηνών, διαφαίνεται προβληματική εάν όχι αδύνατη».
Στην πρόταση της απαλλοτρίωσης και της γενικευμένης ανασκαφής ο αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος των ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς Ιωάννης Τραυλός θέτει ως άμεση προτεραιότητα την πλήρη αποκάλυψη της Ρωμαϊκής Αγοράς και της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, καθώς και την ολοκλήρωση της ανασκαφής της Αρχαίας Αγοράς βορείως του ορύγματος του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου μέχρι της οδού Ερμού.
Και προτείνει τη γενική απαλλοτρίωση της Πλάκας τονίζοντας: «Σημαντικαί επιγραφαί, ανάγλυφα εντοιχίζονται σε αυτό το υστερορωμαϊκό τείχος. Και μόνον για αυτόν τον λόγον εάν αποκαλυφθεί, θα αποκαλυφθεί πραγματικά ένας θησαυρός μεγάλος για την ιστορία αλλά και για την τέχνη. Αυτή η περιοχή είναι και το μόνο τμήμα της πόλεως το οποίον συνεχώς κατοικείται. Σε αυτό το τμήμα διετηρήθησαν καλύτερα και τα αρχαία αλλά και τα ερείπια της βυζαντινής εποχής, της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας».
Υπέρ της γενικευμένης απαλλοτρίωσης είναι και ο αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος, ο οποίος κηρύσσει την απόλυτη αξία της αρχαίας κληρονομιάς ως «αιώνιου κανόνα» και τη νεότερη οικιστική παράδοση ως «μηδαμινή»: «Τι ήταν στην εποχή του Οθωνα η περιοχή αυτή των Αθηνών; Ας μη με παρεξηγήσουν οι συνάδελφοι οι οποίοι εβάπτισαν την Πλάκα με το νόημα το νεοκλασσικόν. Υπάρχει ένας ατόφιος πολιτισμός του οποίου οι ευαισθησίες (δηλαδή «αξίες») δεν είναι υποκειμενικές, όπως είναι σχετικά τα της εποχής του 1700, 1800, 1900, αυτά είναι υποκειμενικά. Οι ατόφιες, οι πραγματικές αξίες είναι αναμφισβητήτως αυτές της κλασικής περιόδου. Και αυτές πρέπει να τις αποκαταστήσωμε… Βεβαίως η απαλλοτρίωσις δε σημαίνει αμέσως μπουλντόζες και ολική καταστροφή. Δηλαδή η πορεία των πράξεων που θα γίνουν σιγά σιγά θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εγγυάται πως ό,τι πρόκειται να σωθεί θα σωθεί ευλόγως και ασφαλώς και εν τω μεταξύ πρέπει να προχωρήσουν οι ανασκαφές».
Αντίστοιχα και ο αρχιτέκτονας Κίμων Λάσκαρης θεμελιώνει την επιχειρηματολογία του υπέρ της γενικευμένης ανασκαφής θεωρώντας ότι η Πλάκα είναι «συνοικία ακατοίκητος. Είναι ένας χώρος νυκτερινής ζωής με αυτοκίνητα… Ας αποφασίσουμε ότι το συμφέρον του τόπου, το συμφέρον από απόψεως αρχαιολογικής είναι η Αθήνα να γίνει ένα απέραντο τουριστικό, ένα απέραντο αρχαιολογικό μουσείο».
- Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς, «Το μέλλον της Πλάκας. Το αφήγημα μιας ιστορικής αντιπαράθεσης», εκδ. Καπόν, σελ. 224