Η μικρή μου, 6 ετών, χθες ήταν πολύ αναστατωμένη. Όσο και αν θέλω να την προστατεύσω από την επικαιρότητα, βρίσκει πάντα τον τρόπο να τρυπώνει στα παιδικά μυαλουδάκια… Με ρωτούσε «θα έρθει κι εδώ ο πόλεμος, μαμά; Μπορεί να πεθάνουμε;»
Τη νύχτα εμφανίστηκε στην πόρτα και ο κατά τα άλλα ατρόμητος έφηβος γιος μου. Είχε ταχυπαλμία, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ο βομβαρδισμός ειδήσεων και εικόνων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον είχε αναστατώσει πολύ.
Μπορεί τα παιδιά μας εδώ να είναι πιο τυχερά από τους συνομήλικούς τους στην Ουκρανία, που ζουν με τον φόβο του πολέμου εδώ και χρόνια, όμως έχουν και αυτά τον δικό τους φόβο να επεξεργαστούν.
Απευθύνθηκα λοιπόν στην ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια Χριστίνα Σκλαβενίτη, αναζητώντας συμβουλές για τη διαχείριση της κατάστασης.
Πώς να μιλήσουμε σε ένα μικρό παιδί για τον πόλεμο;
Κατ’ αρχήν ξεκινάμε από το τί πληροφορία έχει λάβει ήδη το παιδί. Κάτι άκουσε τυχαία από συζητήσεις ενηλίκων; Είδε εικόνες στην τηλεόραση; Άκουσε ήχους από σειρήνες ή βομβαρδισμούς; Παιδιά να κλαίνε; Αυτές οι πληροφορίες είναι έντονα συγκινησιακά φορτισμένες για ένα μικρό παιδί. Ανακινούν φοβίες που δεν έχουν επεξεργαστεί ακόμα απόλυτα, όπως ο φόβος του θανάτου. Τα πολύ μικρά παιδιά, δυσκολεύονται να αντιληφθούν την έννοια του θανάτου και της «μη ύπαρξης». Είναι όμως μια φυσιολογική εξέλιξη της σκέψης του παιδιού μας, η διερώτηση για θέματα που αφορούν την ύπαρξη, τον θάνατο, το απρόβλεπτο, το μη ελεγχόμενο κτλ.
Ο φόβος ανήκει στα «δύσκολα» συναισθήματα, πολλές φορές δεν θέλουμε να το νιώσουν τα παιδιά μας. Είναι όμως ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα, μας προφυλάσσει και μας προσφέρει μια αντίδραση απέναντι στον κίνδυνο. Όπως με όλα τα συναισθήματα λοιπόν, χρειάζεται να έχουμε μια στάση αποδοχής, μια μετακίνηση δική μας όσο αυτό είναι δυνατόν, ώστε να «χωρέσουμε» την δυσκολία του παιδιού, τον θυμό, την απόγνωση, την πίκρα, τον φόβο.
Παράλληλα ο πόλεμος φέρνει μια κατά μέτωπο επίθεση στις αξίες μας, τις ελπίδες μας και τα όνειρά μας για την ζωή. Στην πίστη μας ότι οι κόσμος είναι καλός, ότι το δίκαιο επικρατεί. Εμείς σαν γονείς πώς στεκόμαστε απέναντι σε αυτή την αδικία; Ποιες είναι οι δικές μας αξίες που παραμένουν αναλλοίωτες, απέναντι στα τραγικά γεγονότα που μπορεί να αντιμετωπίσουμε στο πέρας της ζωής μας; Εκτός λοιπόν από την αποδοχή του φόβου, το καλωσόρισμα των βαθύτερων υπαρξιακών ανησυχιών των παιδιών μας, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για τις αξίες μας σε ότι αφορά τον πόλεμο και την ειρήνη.
Φαντάζομαι πως η προσέγγιση αλλάζει, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, σωστά;
Φυσικά και αλλάζει ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Ακολουθούμε την αναπτυξιακή του ετοιμότητα ώστε να δεχτεί την πληροφορία και κρατάμε διερευνητική στάση, χωρίς να εξάγουμε συμπεράσματα που μπορεί να μας παρασύρουν σε συζητήσεις για τις οποίες το παιδί μας δεν είναι έτοιμο.
Για παράδειγμα ένας αρκετά πιεσμένος έφηβος, πιθανά να μην είναι έτοιμος να του ανοίξουμε μία συζήτηση για αυτά τα γεγονότα. Εκεί χρειάζεται να περιμένουμε τη δική του «πρόσκληση» σε μια συζήτηση ή τις δικές του απορίες.
Για όλες τις ηλικίες παιδιών, υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία, που εισάγουν τα παιδιά από την νηπιακή ηλικία ακόμη σε έννοιες όπως Δημοκρατία, Ελευθερία, Πόλεμος κλπ. Φτάνοντας βέβαια και στις εφηβικές ηλικίες όπου το έντυπο υλικό και σαν πηγή γνώσης και σαν αφορμή για συζήτηση στο σχολείο ή στην οικογένεια, είναι απεριόριστο.
Αν οι ίδιοι οι γονείς είμαστε γεμάτοι φόβο για όλα όσα συμβαίνουν, έχει νόημα να προσπαθούμε να το κρύψουμε από τα παιδιά;
Την στιγμή που είναι ενεργό το δικό μας το τραύμα ή η δική μας η έντονη δυσκολία, είναι εξαιρετικά δύσκολο και επίπονο για εμάς να ανοίξουμε μια τέτοια συζήτηση με τα παιδιά μας. Είναι πολύ σοφό να ζητήσουμε λίγο χρόνο, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας πώς νιώθουμε, γιατί, πώς μπορούμε εμείς να διαχειριστούμε αυτήν την πληροφορία ή με τί λόγια να το μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Και ακριβώς με αυτά τα λόγια θα μιλήσουμε στα παιδιά μας, ζητώντας λίγο παραπάνω χρόνο μέχρι να επανέλθουμε στη συζήτηση και τις απορίες τους.
Τα παιδιά πέρα από τους υπαρξιακούς φόβους ή τους φόβους που αναπτύσσουν φυσιολογικά κατά την ανάπτυξή τους, αποκτούν και κάποιους φόβους ως απόρροια λάθος χειρισμών δικών μας, οικογενειακών μυστικών, δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας κλπ. Αυτό που μένει κρυφό και άρρητο, δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν το νιώθει, στα βαθύτερα επίπεδα σύνδεσης που έχουμε μαζί του. Απλά θα το κουβαλάει σαν έναν αδιόρατο φόβο.
Το συγκεκριμένο συμβάν του πολέμου, όμως, δεν είναι μεγάλο οικογενειακό μυστικό που επιφορτίζεται έντονα στην ιστορία της ζωής μας. Δυστυχώς είναι μόνο ένα πολύ μικρό σημείο της Ιστορίας. Σε λίγες μέρες πιθανά, θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο μεγάλο γεγονός. Ζώντας λοιπόν στην εποχή της πληροφορίας, δεν είναι εφικτό να κρύβουμε όλα τα τραυματικά γεγονότα από τα παιδιά μας, την επικαιρότητα, ή τα ιστορικά γεγονότα. Ούτε είναι βοηθητικό να κρύβουμε κάθε δικό μας φόβο, κάθε ανησυχία, κάθε πικρία, καθώς μας φέρνει σε μια απόσταση με τα παιδιά μας.
Ως δημοσιογράφος, είμαι εξοικειωμένη με το δευτερογενές τραύμα που προκαλούν οι εικόνες και τα βίντεο, τα οποία επί χρόνια καλούμαστε να επεξεργαστούμε, να επαληθεύσουμε και να φιλτράρουμε προτού τα παρουσιάσουμε στο κοινό. Ωστόσο πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι απλώς έχουν διευρύνει τους πιθανούς αποδέκτες, αλλά πλέον είναι οι πάντες εκτεθειμένοι σε αυτές τις εικόνες, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, χωρίς κανένα φίλτρο. Τι μπορούμε να κάνουμε, όχι για να προστατεύσουμε τα μεγαλύτερα παιδιά μας από την έκθεση – θεωρώ πως στους σημερινούς εφήβους κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο -, αλλά για να τα βοηθήσουμε να διαχειριστούν το συνεπακόλουθο τραύμα;
Όσοι είμαστε γονείς μικρών παιδιών ή εφήβων σήμερα, έχουμε ζήσει όλη μας τη ζωή μέσα σε ειδήσεις, εικόνες, δημοσιεύματα, ρεπορτάζ από πολέμους. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η αμεσότητα της εικόνας και της είδησης και το πλήθος τους. Δεν είναι καθόλου αμελητέα αλλαγή αυτή. Είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και για εμάς τους μεγάλους. Συζητάμε με φίλους και γνωστούς ότι πρέπει να κλείσουμε την τηλεόραση, να σταματήσουμε να μπαίνουμε όλη μέρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αποφεύγουμε κάποιες ειδήσεις που δεν μας κάνουν καλό. Είναι μια δυναμική διαδικασία που ψάχνουμε να βρούμε τα όρια μας και τις αντοχές μας.
Πάνω σε αυτή τη βάση συζητάμε και με τα έφηβα παιδιά μας. Είναι εντάξει να μην αντέχουμε την επιπλέον πληροφορία, είναι εντάξει να πάρουμε μια απόσταση από τα γεγονότα, είναι εντάξει να ζητήσουμε βοήθεια, μια αγκαλιά για να κλάψουμε ή κάπου να απευθύνουμε αυτό το «γιατί» ακόμα κι όταν δεν έχει απάντηση. Είναι ανθρώπινο. Το έχουμε ανάγκη και εμείς και τα παιδιά μας. Και τους μιλάμε ανοιχτά για αυτό, μοιραζόμαστε τη δική μας δυσκολία και τους απενοχοποιούμε οποιαδήποτε δική τους δυσκολία.
Αν φυσικά μιλάμε για μια κατάσταση η οποία επιμένει, βλέπουμε αξιοσημείωτες διαφορές στο παιδί μας, στον ψυχισμό του, την συμπεριφορά του κτλ, είναι καλό να ζητήσουμε την συνδρομή κάποιου ειδικού. Πέρα από το τραύμα όμως που επιφέρουν τέτοια γεγονότα και σε συλλογικό επίπεδο, αλλάζει άραγε κάτι στον τρόπο που πλησιάζουμε τα παιδιά μας εάν αντί για «τραύμα» το δούμε ως «κοινωνική ευαισθησία και προβληματισμό»; Αν το δούμε ως «αίσθημα δικαίου που έχει πληγωθεί»; Ως «χάνω την πίστη μου στον άνθρωπο»;
Με λίγα λόγια, τα συναντάμε στην αλήθεια μας. Άλλοτε η αλήθεια μας περιλαμβάνει χαρά και ελπίδα, άλλοτε φόβο, άλλοτε πόνο και δάκρυ. Είμαστε μαζί σε αυτό, μαζί και με τα παιδιά μας και με όσους μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες ή ανησυχίες. Μαζί λοιπόν θα τοποθετήσουμε το τραύμα στην πραγματική του διάσταση και θα πορευτούμε με συνείδηση, θάρρος και ευαισθησία.
Σχετικά άρθρα: