Κόσμος συγκεντρώνεται καθημερινά λίγο πριν τις 8 το βράδυ, απόγευμα θα το χαρακτηρίζαμε σήμερα, περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες ενός μαγαζιού στο τέρμα της Βόλου, αρκετά έξω από την πόλη της Λάρισας, στο ύψος του επίσης γνωστού στη δεκαετία του ΄80 Μοκάμπο. Είναι 1984 και απέναντι από το πάλαι ποτέ λαϊκό κέντρο διασκέδασης ανοίγει μια disco σε ένα τεράστιο κτίριο και η νεολαία της πόλης μαγνητίζεται από τη Biberon, την πρώτη ντισκοτέκ που λειτουργεί σε τέτοια κλίμακα…
Οι τρεις πίστες χορού, γυάλινες και φωτιζόμενες με νέον, στο ισόγειο και ακόμη μία στο πατάρι της Biberon για τέσσερα χρόνια γεμίζουν ασφυκτικά από Λαρισαίους που απλά χορεύουν. Χορεύουν ασταμάτητα από τις 8 το απόγευμα μέχρι το ξημέρωμα και το κάνουν καθημερινά, επτά μέρες την εβδομάδα. «Μιλάμε όντως για χιλιάδες κόσμου που ένιωθες ότι περίμενε με το δάχτυλο στη σκανδάλη για το πότε θα ξεκινήσουμε τη μουσική. Και αυτό συνέβαινε κάθε μέρα, σαν να μην υπήρχαν Σαββατοκύριακα τότε» λέει ο γνωστός Dj Γιάννης Καλλιμάνης που έχει συνδέσει την αρχή της καριέρας του με την Biberon. Η μεγάλη πρωτοτυπία της νέας λαρισινής ντίσκο, κατά τον Καλλιμάνη, εκτός από το μέγεθός της που χωρούσε πάνω από 2000 άτομα, ήταν το περίφημο πατάρι, στο οποίο υπήρχαν φλιπεράκια και έκαναν τη Biberon να μοιάζει με ένα πολυχώρο. Το κτίριο άλλωστε είχε 8 μέτρα ύψος…
Ήταν ένα ρίσκο να υπάρχει πίστα χορού σε ένα δεύτερο επίπεδο και εκεί να εγκατασταθεί ο dj. Ένα ρίσκο που ωστόσο απέδωσε τα μάλα. Αυτό έγινε την πρώτη χρονιά και στη συνέχεια η θέση του dj μεταφέρθηκε στο ισόγειο για να έχει πιο άμεση επαφή με τις τρείς πίστες, το τεράστιο μπαρ μήκους οχτώ μέτρων και τα σεπαρέ των καθήμενων σε ένα χώρο με άπειρα φώτα.
Το καλοκαίρι, η ντίσκο λειτουργούσε έξω με μια πισίνα να αποτελεί την ατραξιόν και τον Καλλιμάνη να ανακοινώνει από το μικρόφωνο πως όποια κοπέλα πέσει πρώτη στην πισίνα θα έχει βραβείο 10.000 δρχ. Ήταν το έναυσμα που όλοι περίμεναν, κάτι σαν «άδεια» για να ακολουθήσει μια γρήγορη βουτιά και τον Χάρη τον Μοβόρο, τον χαρακτηριστικό τύπο της εποχής, τον ροκά με τη γενειάδα, να κάθεται στη άκρη και να βρέχει τα πόδια του στο νερό της πισίνας.
Υπήρχε μια τρέλα και μια αυθόρμητη όρεξη για διασκέδαση, η οποία έμοιαζε να μην φτάνει ποτέ σε κορεσμό, σε αυτό το μαγαζί που σηματοδότησε το πέρασμα από τις μικρές disco της πόλης σε μια άλλη διάσταση, αυτή που σήμερα κατανοούμε ως έννοια του club…
Η ενέργεια του χώρου και του κόσμου καθοριζόταν από τη μουσική. Οι ιδιοκτήτες της Biberon, Βασίλης Σταμούλης και Μιλτιάδης Τζότζος στον οποίο ανήκε το ακίνητο, ξέραν πως έπρεπε να επενδύουν στη μουσική… Προμηθεύονταν βινίλια από το δισκάδικο του Μάρκου Τοκακλίδη της οδού Βουκουρεστίου στην Αθήνα. Το ίδιο έκανε και ο Γιάννης Καλλιμάνης από τη Θεσσαλονίκη και το λαρισινό Division που μόλις είχε ανοίξει. Στο χώρο της Biberon υπήρχε μια βιτρίνα με μικρούς και μεγάλους δίσκους που αριθμούσε 3.500 κομμάτια. Κάηκαν και αυτά μαζί με το υπόλοιπο μαγαζί στη μεγάλη φωτιά που έβαλε τέλος σε αυτή την πτυχή στης Λαρισινής διασκέδασης. «Όταν είδα το μαγαζί καμένο είχα πάθει σοκ. Με σε 6 μήνες άσπρισαν τα μαλλιά μου» μου λέει ο Βασίλης Σταμούλης…
Εγώ προσωπικά, την Biberon την έχω συνδέσει με τα φοβερά παιδικά bal masque που με πήγαινε η μαμά μου και με ένα οικογενειακό τροχαίο ατύχημα ακριβώς μπροστά στην είσοδο του παρκινγκ. Δεν βίωσα το «ευτύχημα» των Λαρισαίων των 80s να βιώσω την εμπειρία της νυχτερινής διασκέδασης σε αυτό το μαγαζί που άφησε εποχή στην πόλη.
Εύη Μποτσαροπούλου