Εδώ και 53 χρόνια ο εκπαιδευτικός Κώστας Σπανός μελετά τη θεσσαλική ιστορία και από το 1980 εκδίδει, στη Λάρισα, το ιστορικό περιοδικό «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» που μέχρι σήμερα αριθμεί 79 τόμους με πόρους αποκλειστικά από τις συνδρομές του. Αυτή τη στιγμή δουλεύει πάνω στο 80ο τόμο και είναι έτοιμα τα ¾ της ύλης και για τον 81ο.
Ξεκίνησε να ερευνά τα αρχεία του τόπου μας το 1968 και συνεχίζει ακούραστος με το ίδιο μεράκι. Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες, ενώ έχει εκδώσει 14 βιβλία.
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Συναντηθήκαμε στον κήπο του Φρουρίου για να μιλήσουμε έξω στον ήλιο για τη Θεσσαλική Ιστορία και την ιστορία της Λάρισας. Μου ευχήθηκε «Καλό Απόπασχα». Στο χωριό τη Δεσκάτη, όπως μου εξήγησε, την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής τελειώνει το Απόπασχα με τον τρίπατο χορό της «Ανδρομάνας» στον οποίο έξι άνδρες χορεύουν αγκαλιασμένοι κυκλικά και πάνω τους στηρίζονται άλλοι τέσσερις και πάνω σε αυτούς άλλοι τρεις· για αυτό και ο χορός ονομάζεται τρίπατος.
Πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη μας μου έδωσε πληροφορίες για το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας μου και στη συνέχεια μου μίλησε για τον 79ο τόμο του «Θεσσαλικού Ημερολογίου», τον οποίο και μου χάρισε μαζί με άλλα βιβλία του, που είναι αφιερωμένος στον Χριστόφορο Περαιβό, γεννημένο στα Πούρλια, τους Παλιούς Πόρους, που έζησε στην περιοχή της Ελασσόνας και ανήκε στο κύκλο των Υψηλάντηδων· ήταν σύντροφος του Ρήγα Φεραίου, τον οποίο και ακολούθησε στη Βιέννη και απέφυγε τον θάνατο μετά από παρότρυνση του Ρήγα να δηλώσει ότι είναι Γάλλος υπήκοος.
«Πρόκειται για την αποκατάσταση της αδικίας ότι η Θεσσαλία δεν συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821»
Ο Κώστας Σπανός μιλά για όσα χάραξαν την πορεία της Λάρισας από τους Οθωμανούς και έκτοτε, για τα χωριά του κάμπου, για τις στιγμές της παρακμής και της ακμής. Για το πόσες φορές ερημώθηκε η Λάρισα και πως ο πληθυσμός της αποτελεί ένα ανθρωπογεωγραφικό μωσαϊκό που κατάφερε να αφομοιώσει «μέτοικους» κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων.
Ακούγοντας τον Κώστα Σπανό, κατανοεί κανείς καλύτερα την κουλτούρα της σύγχρονης Λάρισας.
Τον ευχαριστώ για τον χρόνο του και τη διάθεσή του να εξηγήσει… Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος εξακολουθεί να είναι δάσκαλος. Η γνώση πρέπει να διαχέεται…
Πότε συνειδητοποιήσατε κύριε Σπανέ το ενδιαφέρον σας για την ιστορία της Θεσσαλίας; Πως αποφασίσατε να εκδώσετε το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο»;
Είχα πολλά ερεθίσματα από τον μακαρίτη τον πατέρα μου και το 1962 όταν σπούδαζα στην Ακαδημία στη Θεσσαλονίκη. Αν και οικονομικά ήμουν πολύ δύσκολα, προτιμούσα να αγοράζω βιβλία και περιοδικά. Το περιοδικό «Εποχές» από το «Βήμα» στο οποίο έγραφε ο Λέων Καραπαναγιώτης, ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Κωνσταντίνος Δημαράς… σε «ξυπνούσαν».
Αυτό όμως μου με σκανδάλισε και υπήρξε το εναρκτήριο λάκτισμα, ήταν όταν το 1964 ως στρατιώτης διάβαζα το «Βήμα» είδα στην επιφυλλίδα ένα κομμάτι από τα απομνημονεύματα πολέμου του 1897 ενός Ενιάν Μαλαράκη, όπου αναφερόταν το όνομα της Δεσκάτης, του χωριού από το οποίο κατάγομαι. Αισθάνθηκα να θέλω να πηδήξω από το δίπατο κρεβάτι του στρατού. Ήταν σαν κάτι να με πυροβόλησε. Εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα να μάθω τι είναι αυτό το χωριό από το οποίο κατάγομαι εγώ, οι γονείς μου, οι προπάπποι μου.
Όταν το 1965 διορίστηκα δάσκαλος, συνειδητοποίησα ότι ο στόχος μου στη δουλειά είναι, εκτός από το σχολείο, η έρευνα της ιστορίας της οικογένειας μου και της κωμοπόλεως της Δεσκάτης. Με βοήθησαν οι Γέροντες να συγκεντρώσω λαογραφικό υλικό και να το δημοσιεύω στο ετήσιο περιοδικό «Μακεδονικό Ημερολόγιο». Παράλληλα, έγραφα κείμενα ιστορικά και λαογραφικά στα «Λαρισαϊκά Γράμματα» και στη «Θεσσαλική Εστία», καθώς και ποιήματα στη «Νέα Εστία», το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο έγραφαν ακαδημαϊκοί και μεγάλες προσωπικότητες και στριμώχτηκα και εγώ.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα «αν σταματήσω να γράφω ποιήματα, θα ζημιωθεί κανείς; Όχι. Αν ασχοληθώ συστηματικά με τη Θεσσαλία, θα βοηθηθεί κανείς; Ναι». Έτσι διέκοψα όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά, οι συνδρομές τους χρειαζόταν τον μισό μισθό μου, και άρχισα να ψάχνω και διαβάζω μόνο για τη Θεσσαλική Ιστορία.
Τα λαρισαϊκά περιοδικά ωστόσο, ήταν ολιγοσέλιδα και δεν μπορούσα να δημοσιεύσω δικές μου μελέτες των 50-100 σελίδων. Παρόλο που δημοσίευα στα «Μακεδονικά» της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών κείμενα μεγάλα, σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει άλλη σωτηρία από το να ξεκινήσω ένα περιοδικό που να ασχολείται με την ιστορία του τόπου μας. Έτσι την Άνοιξη του 1980 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος από το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο».
Φανταζόσαστε τότε ότι σήμερα θα αριθμούσε 79 τόμους;
Όταν ξεκίνησα το 1980 ήμουν δάσκαλος στο Στόμιο και παρά τα εμπόδια ερχόμουν στη Λάρισα τα απογεύματα για να διορθώνω τυπογραφικά και να προχωρώ. Όλοι με απογοήτευαν, λέγοντας μου «είσαι ξένος». Εγώ ένιωθα πάντα Θεσσαλός· όταν η Δεσκάτη πέρασε στα Γρεβενά, έγινα Δημότης Λαρισαίων. Άλλωστε πρέπει κάποιος να είναι «βαρόνος» για να εκδίδει ένα περιοδικό;
Όταν φτάσαμε στην έκδοση των 4 πρώτων τόμων και το περιοδικό είχε αποκτήσει αρκετούς φίλους κατάλαβα ότι είχε αποκτήσει πλέον μια σταθερή πορεία. Έτσι άντεξα.
Όχι δεν το φανταζόμουν. Δεν ήξερα καν ότι θα ζήσω τόσα χρόνια…
Πόσο επίπονη διαδικασία είναι η ανεύρεση αρχείων και ιστορικών ντοκουμέντων; Η προφορική ιστορία είναι εξίσου σημαντική;
Είναι πολύ επίπονη διαδικασία. Χρειάζονται καθημερινά 6-8 ώρες και κάποιες φορές και 12. Πρέπει να ελέγξει κανείς αν οι πηγές είναι σωστές και πολλά άλλα. Πλέον οι συνεργάτες μου ξέρουν ακριβώς πως πρέπει να δουλεύουμε.
Η προφορική ιστορία αν δεν επιβεβαιωθεί από γραπτές μαρτυρίες δεν γίνεται αποδεκτή. Ενώ είναι σημαντική, πρέπει να καταγραφεί και μετά να τεκμηριωθεί.
Ενδιαφέρονται οι Λαρισαίοι για την ιστορία του τόπου τους; Από πότε έχουμε τις πρώτες πληροφορίες για τα θεσσαλικά χωριά του κάμπου;
Ναι ενδιαφέρονται. Πολύ συχνά σε παρέες με ρωτάνε για τη γενεαλογία τους ή το χωριό τους.
Οι δημόσιες απογραφές των Οθωμανών του 1454-5 είναι τα πρώτα σωζόμενα αρχεία. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλία ήταν ήδη Οθωμανική. Μετά ακολούθησαν οι απογραφές του 1485, 1506, 1521 και 1570. Χάρη σε αυτές εντοπίζουμε τους αρχαιότερους θεσσαλικούς οικισμούς.
Μεγάλη βοήθεια προσέφερε η συνεργασία με τον καθηγητή Πανεπιστημίου της Άγκυρας Λεβέντ Καγιαπινάρ. Στα θεσσαλικά Μοναστήρια των Μετεώρων βρίσκουμε τους Κώδικες με τις «Προθέσεις». Ο καλόγηρος ταξίδευε στα θεσσαλικά χωριά του κάμπου μετά από την εποχή των αλωνιών περίπου και ζητούσε τις δωρεές, τις «Ζητίες» και κρατούσε τα πρακτικά σε ένα τεφτέρι, την «Πρόθεση» για τα χωριά της κάθε Επισκοπής. Για τη Δεσκάτη για παράδειγμα, ξέρουμε ότι η αρχαιότερη αναφορά σε ένα τέτοιο ταξίδι ήταν το 1520.
Αν οι οικισμοί που καταγράφονται δεν έχουν οθωμανικό όνομα σημαίνει ότι προϋπήρχαν και ότι ανήκουν στην ύστερη εποχή των βυζαντινών χρόνων. Διαφορετικά, δημιουργήθηκαν μετά το 1423 από τον τελευταίο κατακτητή Τουρχάν Μπέη. Μέχρι τότε, από το Αργυροπούλι μέχρι τα Φάρσαλα και το Βελεστίνο υπήρχε κενό. Κατοικούνταν μόνο τα ορεινά. Οι οικισμοί του κάμπου δημιουργήθηκαν από φερμένους έποικους, τους «γιουρίκους», που ήταν νομάδες κτηνοτρόφων.
Το 1318 ο Ναός του Αγίου Αχιλλείου στη Λάρισα, είχε καταντήσει «φωλιά ορνέων», είχε ερημωθεί. Σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά κείμενα, ο τότε Μητροπολίτης εγκατέλειψε τη Λάρισα και μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα. Δεν υπήρχε τότε τίποτα εδώ.
Τι είναι αυτό που κάνει τελικά κάποιον Θεσσαλό και τι ειδικότερα Λαρισαίο;
Η Λάρισα έχει σήμερα 200.000 κατοίκους που προέρχονται από όλη την Ελλάδα. Είμαστε φερτοί Λαρισαίοι. Οι περισσότεροι από τους παλιούς Λαρισαίους έχουν μετοικήσει στην Αθήνα. Η Λάρισα αποτελεί ένα μωσαϊκό από την άποψη των κατοίκων.
Εγώ κατάγομαι από τη Δεσκάτη, αλλά τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου γεννήθηκαν στη Λάρισα. Η Λάρισα μας φιλοξενεί εδώ και 50 χρόνια. Μπορεί να κατάγομαι από τη Δεσκάτη, αλλά ουσιαστικά είμαι και νιώθω Λαρισαίος. Εδώ ζω, εδώ είναι οι φίλοι μου, ο κύκλος μου, η οικογένεια μου.
Το ανθρώπινο στοιχείο είναι αυτό που μας δένει με ένα τόπο και γίνεται ο τόπος μας.
Πως αποκαλούνταν και περιγράφονταν οι Λαρισαίοι στο παρελθόν;
Ενώ η Λάρισα υπάρχει από την αρχαιότητα, οι Οθωμανοί, σε έγγραφα μόνο, αναφέρουν τη Λάρισα ως «Γενί Σεχίρ» (Νέα Πόλη). Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το 1318 ο Μητροπολίτης έφυγε από τη Λάρισα και τότε ο πληθυσμός της πόλης είχε αραιώσει πολύ.
Σύμφωνα με τους Οθωμανούς, το 1455 στη Λάρισα υπήρχαν μόνο δύο συνοικίες Ελλήνων και πολλαπλάσιες Οθωμανών· υπήρχε και μία ή δύο εβραϊκές συνοικίες.
Μετά το 1455 αυξήθηκε ο πληθυσμός από τους Οθωμανούς. Όταν επιβλήθηκε η “pax ottomanica” ξεκαθάρισε το τοπίο και ο κόσμος άρχισε να επιστρέφει στην περιοχή της Λάρισας.
Πως βλέπετε τη διαδρομή της πόλης;
Πέραν των όσων αναφέραμε ήδη, η μεγάλη ακμή της Λάρισας καταγράφεται τον 16ο και 17ο αιώνα. Τότε ήρθαν πολλοί Ηπειρώτες και δημιουργήθηκαν πολλές συντεχνίες διαφόρων επαγγελμάτων (ψωμάδων, λακερδάδων, αμπάτζηδων – εμπορεύονταν χοντρά μάλλινα πανωφόρια -, και χρυσοχόων).
Η Λάρισα γεωγραφικά ήταν στο κέντρο και προσέλκυε συνεχώς κόσμο. Από δω περνούσαν, για παράδειγμα, οι έμποροι σιτηρών για την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, έγινε μεγάλη στρατιωτική δύναμη λόγω της πεδιάδας. Έτσι, άρχισαν να επιστρέφουν σιγά σιγά όσοι είχαν καταφύγει στα ορεινά.
Οι Οθωμανοί ενδιαφέρονταν πολύ για την ανάπτυξη της αγοράς που έφερνε κέρδη στους κατοίκους και εν συνεχεία φόρους για τους ίδιους. Απόδειξη είναι το μέρος που καθόμαστε αυτή τη στιγμή και μιλάμε κα Μποτσαροπούλου, στον κήπο του Φρουρίου ακριβώς δίπλα στο Μπεζεστένι, την μεγάλη κλειστή αγορά των Οθωμανών…
Μέχρι σήμερα, η Λάρισα συνεχώς αυξάνεται. Είναι χωνευτήρι και αφομοιώνει πληθυσμούς. Αυτό το στοιχείο υπήρχε από την αρχαιότητα και τους «Λαρισοποιούς»· η διοίκηση έφερνε κόσμο από την Κραννώνα και την Γυρτώνη για να αυξηθεί ο πληθυσμός της Λάρισας.
Ποιες είναι οι πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία της σύγχρονης Λάρισας;
Μία από τις μελανές στιγμές της ήταν το 1318 όταν ο Μητροπολίτης εγκατέλειψε τη Λάρισα. Ήταν στιγμή μεγάλης παρακμής.
Επίσης, με την Επανάσταση του 1821 υπήρξε μεγάλη καταστροφή στη Λάρισα, καθώς από δω πέρασαν όλα τα στρατεύματα.
Έκτοτε, τον 18ο αιώνα παρουσιάστηκε πολύ μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου. Το 1881 απηλλαγήκαμε από τους Οθωμανούς και τον τρόπο ζωής τους και σύντομα οι Ραψιανιώτες, οι Αγιώτες, οι Ολύμπιοι και οι Βλαχόφωνοι από τα ορεινά χωριά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πόλη. Με τον νόμο «Τανζιμα» επιτράπηκε η ανέγερση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών, οι οποίες εμφανίστηκαν μετά το 1850 και κυρίως το 1860 και 1870.
Από το 1881 και μετά η Λάρισα άρχισε σταδιακά να παίρνει τη σύγχρονη μορφή της. Από λασπούπολη σιγά σιγά και με πολύ κόπο άρχισε να εκσυγχρονίζεται.
Και ενώ η πόλη έχει πάρει αυτή την πρώτη μεγάλη ανάσα, ο πόλεμος του 1897, που κράτησε 13 μήνες στη Θεσσαλία, δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και καταστροφές. Η Λάρισα ερημώθηκε ξανά. Οι Λαρισαίοι κατέφυγαν στην Αθήνα και τα ελληνικά νησιά για να γλιτώσουν από τα αντίποινα των Οθωμανών.
Μετά το 1898, επέστρεψαν αρκετοί στην έρημη πόλη και όλα αρχίζουν πάλι από την αρχή. Οι Οθωμανοί φεύγουν φοβούμενοι εκείνοι πλέον τα αντίποινα. Άρχισαν να έρχονται οικογένειες από την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Μικρά Ασία και η Λάρισα αποκτά πλέον ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό.
Ακολούθησε, ο δύσκολος 20ος αιώνας με τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο, την καταστροφή της Μικράς Ασίας, τον πόλεμο του ΄40, τον εμφύλιο που ισοπέδωσε τα πάντα, το πραξικόπημα της Χούντας…
Η ζωή άρχισε πάλι το 1950 να κάνει τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα και στη Λάρισα που άρχισε να μεγαλώνει με γοργό ρυθμό. Το 1975 με την Μεταπολίτευση παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού και από το 1980 και μετά, η Λάρισα παίρνει την μορφή που ξέρουμε σήμερα. Κατάφερε να πενταπλασιάσει τον πληθυσμό της και γίνει μία μεγαλούπολη μετά από πολλές περιπέτειες…
Υπήρχε πνευματική ζωή στην μεταπολεμική Λάρισα;
Αμέσως μετά την Απελευθέρωση άρχισαν να εκδίδονται οι πρώτες εφημερίδες της πόλης. Η «Σάλπιξ», η «Μικρά» λόγω του μικρού της μεγέθους, ο «Όλυμπος» και η «Ανεξαρτησία». Η «Μικρά» ήταν η τελευταία και από το 1922-23 άρχισε να εκδίδεται η «Ελευθερία».
Υπήρξαν και βραχύβια περιοδικά. Μετά το 1950 εκδόθηκαν τα «Χρονικά Λαρίσης». Προπολεμικά κυκλοφορούσαν τα «Θεσσαλικά Γράμματα» με λογοτέχνες από τα Τρίκαλα και τη Λάρισα που επανακυκλοφόρησαν μετά το 1975 για 15 τεύχη. Ακολούθησε η «Θεσσαλική Εστία», τα «Λαρισαϊκά Γράμματα» της Λογοτεχνικής Ομάδας Λάρισας (ΛΟΛ), το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», ο «Πήγασος» το λογοτεχνικό περιοδικό του Ηλία Κουρτζή και ο «Σπαρμός» του Μάκη Λαχανά.
Τι σας λείπει από την παλιά Λάρισα;
Μου λείπει η ηρεμία. Έχει αλλάξει πολύ η Λάρισα, έχει γίνει πολύ θορυβώδης με πολύ μεγάλη κίνηση. Παλιά καθόσουν στην Κεντρική Πλατεία και δεν σε ενοχλούσε σχεδόν κανείς. Πλέον το κυκλοφοριακό πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο και ελάχιστοι Λαρισαίοι οδηγοί σέβονται τους πεζούς.
Μου λείπουν οι αυλές με τους κήπους και οι επισκέψεις στα σπίτια. Οι κατ’ οίκον γιορτές των Λαρισαίων…
Ποια είναι τα 3 μαγαζιά που άφησαν ιστορία;
Το ζαχαροπλαστείο «Ζήνα» στην Κύπρου κάπου απέναντι από τη λέσχη Αξιωματικών, το «Ολύμπιον» και το «Πανελλήνιο» στην Κεντρική Πλατεία. Στο «Πανελλήνιο» μαζεύονταν εκπαιδευτικοί και συνταξιούχοι και έπαιζαν τάβλι και πολλοί και χαρτιά, κυρίως πρέφα.
Με ποιον ήχο έχετε συνδυάσει την πόλη;
Με την κλασική μουσική από το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας. Έχω μια μεγάλη συλλογή κλασικής μουσικής. Αλλά, ενθουσιάζομαι πάντα με τις εκδηλώσεις των συλλόγων και τα δημοτικά τραγούδια. Το δημοτικό τραγούδι είναι η ιστορία του Νεοελληνικού Έθνους, γραμμένη από ανθρώπους που δεν είχαν σπουδάσει. Είναι η προφορική ιστορία μας.
Ο μεγαλύτερος λαρισαϊκός σας φόβος;
Η Λάρισα έχει μεγαλώσει πάρα πολύ. Υπάρχουν απάτες, ληστείες… Το άναρχο πάρκινγκ είναι παντού. Φοβάμαι ότι η κατάσταση θα επιδεινώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των αυτοκινήτων. Με φοβίζουν όλα τα «κακά» στοιχεία μιας μεγαλούπολης.
Και μήπως χάσουμε την επαφή με την ιστορία μας. Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε το μέλλον αν δεν γνωρίζουμε την ιστορία μας και το παρελθόν μας. Τις καλές και τις κακές στιγμές μας…
*Ο Κώστας Σπανός έχει τιμηθεί για τις γλωσσικές και λαογραφικές μελέτες του με έναν έπαινο (1968) και δύο βραβεία (1971 και 1977) από το Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας και την Γλωσσική Εταιρεία της Ακαδημίας και με έναν έπαινο από τον «Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου» (1978). Η πολυσχιδής προσφορά του στην ιστορία της Θεσσαλίας αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών και τιμήθηκε το 2000 για την πολυετή ενασχόλησή του με την Ιστορία της Θεσσαλίας και την έκδοση του «Θεσσαλικού Ημερολογίου».
Στις μέρες μας είναι πρόεδρος του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας και μέλος της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.