Τρίτη μέρα Πάσχα γίνεται μια μαζική οικογενειακή εξόρμηση στο Τρίκερι του Πηλίου, για καραβίδες φυσικά. Ήμουν πέντε χρονών· ούτε το Τρίκερι ήξερα, ούτε τις καραβίδες, τις μεγάλες γαρίδες, όπως μου εξήγησαν. Μόνο τον Βόλο. Μετά από ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο που μου φάνηκε ότι κράτησε αιώνια, φτάσαμε στο περιβόητο Τρίκερι, άρχισαν τα παρκάρουν ο οδηγοί της παρέας και να ξεχύνονται μικροί και μεγάλοι προς την ταβέρνα, για τις καραβίδες. Αφού κατάφεραν να μας στριμώξουν, τόσοι που ήμασταν, σε κάτι τραπέζια στο βάθος, ο σερβιτόρος μας ανακοίνωσε πως «δυστυχώς» οι καραβίδες είχαν τελειώσει λόγω μεγάλης επισκεψιμότητας και κατανάλωσης του τελευταίου διημέρου. «Καλά, είναι δυνατόν; Πως την πατήσαμε έτσι. Μας φάγανε οι Αυστριακοί τις καραβίδες;» λέει κάποιος αγανακτισμένος μεγάλος. «Γιατί ήρθε τόσος κόσμος εδώ, στη μέση του πουθενά, από την Αυστρία;» ρώτησα τη μητέρα μου για να εισπράξω ένα μαζικό ξέσπασμα γέλιου από όλους τους ενήλικες Λαρισαίους της παρέας.
Ήταν η πρώτα φορά που μάθαινα ότι οι Λαρισαίοι λένε τους Βολιώτες «Αυστριακούς» και ότι υπάρχει πολύ μεγάλη και πολύ παλιά κόντρα ανάμεσα στις δύο πόλεις. Το ότι εμάς μας λένε «πλατύποδες» το έμαθα πολύ αργότερα.
Η έχθρα παίρνει ποικίλες διαστάσεις σε επίπεδο καθημερινότητας ανά τις εποχές και τις δεκαετίες. Τις πιο πολλές φορές εκφράζεται με χιούμορ, πολλές όμως και με βία. Και είναι ιστορία αντιπαλότητας που έχει τις ρίζες βαθιά χωμένες στο χώμα· κατά μία άποψη από την αρχαιότητα – από τα ομηρικά χρόνια -, καθώς και οι δύο διεκδίκησαν την καταγωγή του Αχιλλέα. Τελικά τι ήταν ο Αχιλλέας Βολιώτης ή Λαρισαίος, Αλμυριώτης για την ακρίβεια ή Φαρσαλινός;
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Εμείς βιώνουμε την αντιπαλότητα όντας συναισθηματικά εμπλεκόμενοι, γεγονός που μας οδηγεί στο «ασφαλές» συμπέρασμα ότι ζούμε κάτι πολύ έντονο και ξεχωριστό. Η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας. Το φαινόμενο δεν συναντάται μόνο στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις στο εξωτερικό. Μνημειώδης είναι η έχθρα ανάμεσα στο Ληξούρι και το Αργοστόλι, για παράδειγμα, ανάμεσα στο Ηράκλειο και τα Χανιά, στο Αγρίνιο και στο Μεσολόγγι. Αν στρέψουμε το βλέμμα στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουμε χαρακτηριστικά δίπολα έχθρας, όπως Μάντσεστερ-Λίβερπουλ, Εδιμβούργο-Γλασκώβη, Λισαβόνα-Πόρτο, Ρώμη-Μιλάνο, Βαρκελώνη-Μαδρίτη. Στις πλειοψηφία των περιπτώσεων η έχθρα εντοπίζεται έντονα στο αθλητικό πλαίσιο, με τις ομάδες των πόλεων και τους οπαδούς αυτών να κονταροχτυπιούνται έντονα, αλλά αυτή είναι η επιφανειακή όψη του φαινομένου. Συνήθως τα αίτια της έχθρας πάνε πολύ πίσω στο χρόνο και υποδαυλίζονται λόγω διαφορετικών συμφερόντων – οικονομίας, ανάπτυξης – μεταξύ των γειτονικών τις περισσότερες φορές των περιπτώσεων, πόλεων.
Όντως, η Λάρισα και ο Βόλος, οι δύο γειτονικές και αντίπαλες θεσσαλικές πόλεις, είχαν τα τελευταία χρόνια αρκετά σημαντικά πράγματα να χωρίσουν, εκτός από το ποδόσφαιρο. Και οι δύο διεκδίκησαν ταυτοχρόνως κονδύλια, υποδομές και συμμετοχή σε διαγωνισμούς, φορείς και οργανισμούς. Ποια από τις δύο θα έχει την έδρα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας; Ποια θα γίνει ολυμπιακή πόλη και θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Σε ποια θα εδρεύει η Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Θεσσαλίας; Σε ποια θα γινόταν το αεροδρόμιο; Ποια από τις δύο θα γίνει Εμπορευματικό Κέντρο;
Πολλά τα αντιφατικά συμφέροντα μεταξύ των δύο σε μια απόσταση μόλις 60 χλμ., οι οποίες διαθέτουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Βόλος έχει βουνό και θάλασσα, η Λάρισα έχει όλο τον κάμπο γύρω της. Η μία έχει λιμάνι και μεγάλο παρελθόν στη βιομηχανία, η άλλη εξελίσσεται σε σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο καθώς αποτελεί πλέον κόμβο επικοινωνιών και συγκοινωνιών. Η μία είναι τουριστικός προορισμός, η άλλη επιχειρηματικός και ιατρικός. Η μία έχει τα τσιπουράδικα, η άλλη τα τσίπουρα. Πότε η μία την αγορά, πότε η άλλη τη νυχτερινή ζωή. Η μία είναι ομορφότερη, η άλλη σαφώς μεγαλύτερη. Η μία έχει τον Ολυμπιακό Βόλου, η άλλη την ΑΕΛ, με την οποία πήρε ένα πρωτάθλημα και δύο κύπελα. Η μία ανάβει δέντρο με Κωνσταντίνο Αργυρό, ή άλλη με Στέλιο Ρόκκο…
Από τις αρχές του 20ου αιώνα τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο πόλεων έγιναν αρκετά έντονα. Στην αρχή, ο Βόλος ήταν αυτός που διένυσε μια εποχή τεράστιας ακμής καθώς ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι στην Ελλάδα μετά από εκείνο του Πειραιά, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της εποχής. Στον Βόλο είχαν τις έδρες τους μεγάλες βιομηχανίες, όπως η αλευροβιομηχανία «Λούλης», τα «Σιγαρέτα Ματσάγγλου», η τσιμεντοβιομηχανία «Ηρακλής» της ΑΓΕΤ, οι σιδηρουργίες «Γκλαβάνη» και «Σταματελόπουλου» και η υφαντουργία «Παπαγεωργίου». Ήδη από το 1928, ο Βόλος ηλεκτροδοτούνταν, ενώ η Λάρισα ήταν ακόμη λασπούπολη. Η φθορά στην πόλη του Βόλου άρχισε στη δεκαετία του ΄50· προφανώς ο σεισμός του ΄55 έπαιξε και αυτός το ρόλο του.
Στη Λάρισα αντιθέτως, η εξέλιξη της ανάπτυξης της πόλης ακολούθησε μια άλλη ταχύτητα, πολύ πιο αργή από αυτή του Βόλου κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ενώ θεωρητικά, η Λάρισα έχει ένα πλεονέκτημα λόγω γεωγραφικής θέσης, τότε, την εποχή εκείνη το λιμάνι του Βόλου ήταν ένα σαφώς μεγαλύτερο· όλες οι μετακίνησες και το εμπόριο της εποχής γινόταν κυρίως δια θαλάσσης. Παράλληλα, μέχρι το 1881 ήταν μια τουρκόπολη – μόλις το 1924 απαλλάχθηκε από τους εύπορους Τούρκους μπέηδες με την ανταλλαγή των πληθυσμών -, γεγονός που εξηγεί την καθυστέρηση της ανάπτυξης της πόλης. Η μεταπολεμική εποχή όμως για τη Λάρισα, είναι ευεργετική και η διαφορά με το Βόλο αρχίζει να γίνεται αισθητή. Η γεωγραφική της θέσης παίζει πλέον τον καθοριστικό ρόλο, καθώς κυριαρχούν οι χερσαίες πλέον μετακίνησες, εμπορικές και μη, μέσω της δημιουργίας και ανάπτυξης του εθνικού σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου.
Με βάσει όμως τις ιστορικές πηγές δύο είναι τα γεγονότα που εκτιμώνται ως τα αίτια της έχθρας· και τα δύο συνέβησαν τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ο Νίκος Παπαθεοδώρου κάνει μια εκτενή ιστορική καταγραφή επ΄ αυτών στο αφιέρωμά του με τίτλο «Σχέσεις Λάρισας – Βόλου» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία. Κατά τον Παπαθεοδώρου λοιπόν, το πρώτο ήταν όταν «αποφασίσθηκε η επέκταση των Ελληνικών Σιδηροδρόμων μέχρι τα σύνορα, που τότε έφθαναν μέχρι το Παπαπούλι. Η γραμμή αυτή ονομάσθηκε Λαρισαϊκός σιδηρόδρομος, για να διακρίνεται από τον Θεσσαλικό (Βόλος-Λάρισα και Βόλος-Καλαμπάκα). Οι Αρχές και οι κάτοικοι του Βόλου διαμαρτυρήθηκαν για την προτίμηση της πολιτείας να επιλέξει τη διαδρομή του τρένου προς Λάρισα». Το δεύτερο είχε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα που έπαιξε όμως τελικά σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της έχθρας που μόλις είχε ξεκινήσει. Συγκεκριμένα, «Στις αποκριάτικες εκδηλώσεις του Βόλου τον Φεβρουάριο του 1909 η επιτροπή των εκδηλώσεων είχε την έμπνευση, κατά την παρέλαση των αρμάτων, να προσθέσει και έναν γαϊδουράκο ντυμένο κατάλληλα, φορώντας στο κεφάλι του ημίψηλο καπέλο και έχοντας κρεμασμένη την πινακίδα «Λαρισαίος Ταξιδιώτης». Το γεγονός αυτό εξήγειρε τους Λαρισαίους πολίτες που βρέθηκαν στον Βόλο. Και ήταν πολλοί γιατί η Λάρισα δεν είχε τέτοιες σπουδαίες αποκριάτικες εκδηλώσεις. Εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την παρέλαση και κατευθύνθηκαν ομαδικά στον θεσσαλικό σιδηρόδρομο για να επιστρέψουν πάραυτα στη Λάρισα. Φθάνοντας στην πόλη διέδωσαν το γεγονός και αυθόρμητα έγιναν διάφορες συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια για την «προσβολή» της πόλης από τους γείτονες. Πρωτοστατούσαν οι τοπικές εφημερίδες και κυρίως η «Μικρά» του Θρασύβουλου Μακρή, από την οποία υπάρχει επί λέξει ένα δηκτικό άρθρο κατά του Βόλου με τίτλο «Η Βολιώτικη Λύσσα» (12 Φεβρουαρίου 1909, αρ. φύλλου 388, σελ. 4. Το κείμενο υπογράφει ο Α. Δ.)· το άρθρο της εφημερίδας “Μικρά” μπορείτε να το διαβάσετε αυτούσιο όπως το παραθέτει ο Παπαθεοδώρου στο ίδιο ως άνω δημοσίευμα.
Πριν περάσουμε σε αστείες ιστορίες αυτής της μεγάλης έχθρας, ας ξεκινήσουμε με τα «παρατσούκλια» των Λαρισαίων για τους Βολιώτες και αντιστρόφως. Εμείς τους λέμε «Αυστριακούς». Εκείνοι μας λένε «πλατύποδες». Το εντυπωσιακό πάντως είναι καμία από τις δύο πόλεις δεν εφηύρε τα συγκεκριμένα παρατσούκλια… Το «Αυστριακοί» καθιερώθηκε όταν οι Βολιώτες έμποροι σήκωσαν αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους, αμέσως μετά την απελευθέρωση του Βόλου από τους Τούρκους και την ενσωμάτωση τους στο ελληνικό κράτος. Ο λόγος; Θέλαν να αποφύγουν τον δυσβάστακτο κεφαλικό φόρο που επιβλήθηκε στους Έλληνες εκείνη την περίοδο που υπήρχε μεγάλη ανάγκη για έσοδα. Υπάρχει και η εκδοχή πως οι Βολιώτες εξαιτίας του εμπορίου με τις χώρες της Ευρώπης ήταν από τους πρώτους κατοίκους επαρχιακής πόλης που φόρεσαν αυστριακά καπέλα και ρούχα. Το «πλατύποδες» δε, αναφέρεται στους Λαρισαίους που παλιά περπατούσαν ξυπόλητοι στις λάσπες του κάμπου· πώς να έχει καμάρα το πόδι τους καθώς περπατούν στο ίσιωμα του κάμπου;
Οι ιστορίες είναι πολλές, οι περισσότερες πραγματικές, κάποιες φλερτάρουν με τον αστικό μύθο. Χαρακτηριστική είναι αυτή που θέλει τους Βολιώτες να ισχυρίζονται ότι το πιο ενδιαφέρον σημείο που υπάρχει σε όλη τη Λάρισα, είναι η πινακίδα που δείχνει «προς Βόλο». Προσπάθησαν να υιοθετήσουν και το αντίστροφο ευφυολόγημα και οι Λαρισαίοι, αλλά θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η ζυγαριά κλίνει προς το Βόλο. Στους Λαρισαίους μπορεί να κατοχυρωθεί η ατάκα/ρητορική ερώτηση σε όποιον συμπολίτη Λαρισαίο επισκέπτονταν την γειτονική πόλη. «Τους κατούρησες;» ρωτούσαν, εννοώντας αν σημάδεψαν και κατ΄ επέκταση «άλωσαν» βολιώτικο έδαφος.
Οι αθλητικές ιστορίες επίσης είναι πραγματικά πολλές. Η πιο χαρακτηριστική ίσως στιγμή είναι η ανακοίνωση που έδωσαν οι Monsters στoν Τύπο το 2005 όταν η ΑΕΛ επανήλθε στην Α΄ Εθνική κατηγορία μετά από 9 ολόκληρα χρόνια: «(…) Με την άνοδο της ΑΕΛ στην Α΄ Εθνική, ο πρώτος στόχος επετεύχθη, αν υποβιβαστεί και ο Βόλος θα έχει επιτευχθεί και ο δεύτερος (…)».
Κι όμως λίγο πριν το 1980, λίγο πριν πέσει η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων της ΝΔ Στέφανος Μάνος, είχε προτείνει να εγκατασταθεί στο Βελεστίνο το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με στόχο στο μέλλον να εξαλειφθεί η απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων και το δίπολο Λάρισας-Βόλου να εξελιχθεί σε μία πόλη αντίπαλον δέος…
Θα κλείσω με μια διαφορετική ιστορία.
Όχι έχθρας αλλά αβρότητας. Μπορεί και εξυπνάδας.
Το 1983, ο τότε Δήμαρχος Βόλου, Μιχάλης Κουντούρης, είχε την έμπνευση να δημιουργήσει μία στήλη στο περιοδικό «Ο Βόλος μας» που εξέδιδε η δημοτική αρχή με τίτλο «Ένας Λαρισαίος μιλά για τον Βόλο» την οποία και έδωσε στον Λαρισαίο δημοσιογράφο Ανδρέα Γιουρμετάκη, ο οποίος την υπέγραφε για χρόνια…
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις