Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου / [email protected] / Φωτοθήκη Λάρισας
Ήταν η 18η Ιουνίου 1932, ενενήντα ένα χρόνια πριν, όταν πέθανε σε νεαρή ηλικία, μόλις 48 ετών, η Ιουλία Σάπκα (1884-1932), σύζυγος του τότε δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, η γυναίκα η οποία είχε την έμπνευση να προχωρήσει το 1927 στην ίδρυση Μουσικού Σχολείου, σε μια πόλη που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τις ολέθριες συνέπειες του εθνικού διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής.
Επειδή αυτές τις ημέρες η πόλη είναι ανάστατη από την απόφαση της Κυβέρνησης να υποβαθμίσει διοικητικά το Δημοτικό Ωδείο της Λάρισας, κρίθηκε σκόπιμο να αναφερθούμε σήμερα στην ιδρύτρια του δημοτικού αυτού ιδρύματος, το οποίο τόσα έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη του μουσικού αισθητηρίου των κατοίκων της.
Η Ιουλία Σάπκα, το γένος Λογιωτάτου, γεννήθηκε το 1884. Ήταν γόνος παλαιάς αρχοντικής οικογένειας της Λάρισας. Γονείς της ήταν ο ιατρός, δήμαρχος της Λάρισας και για ένα μικρό διάστημα βουλευτής, Αχιλλέας Λογιωτάτου, εγγονός του λόγιου Ιωάννου Οικονόμου Λογιωτάτου του Λαρισαίου και η Ελένη Διαμαντοπούλου από τη Λιβαδειά, απόγονος γνωστών αγωνιστών της Ρούμελης κατά την Επανάσταση του 1821. Έξυπνη και ανήσυχη καθώς ήταν, έδειξε από μικρή την αγάπη και την έφεση που είχε προς τη μουσική. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών παίρνοντας μαθήματα πιάνου. Μάλιστα, στη μικρή κοινωνία της Λάρισας του 1904 είχε κάνει αίσθηση η εμφάνισή της σε συναυλία που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του διαδόχου Κωνσταντίνου, σε κάποια επίσκεψή του στη Λάρισα. Η συναυλία είχε δοθεί σε αίθουσα του Διδασκαλείου της Λάρισας, που την περίοδο εκείνη στεγαζόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Δικαστικό Μέγαρο. Το 1906 παντρεύτηκε τον ιατρό Μιχαήλ Σάπκα και μαζί του απέκτησε δύο τέκνα, το 1907 την Αλκμήνη (Μήνα) και το 1908 τον Αλέκο.
Το 1927, η Ιουλία μαζί με μερικές φιλόμουσες κυρίες της Λάρισας, αποφάσισαν να συστήσουν Επιτροπή με κύριο σκοπό την ίδρυση Μουσικού Σχολείου. Για την ιστορία είναι δίκαιο να αναφέρουμε και τις άλλες γυναίκες της Επιτροπής. Ήταν η Όλγα, σύζυγος του Μιχαήλ Μπούρα, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού, του κατοπινού ΟΥΗΛ, πρόδρομου της ΔΕΥΑΛ, η Καλλιόπη, σύζυγος του Ιωάννη Άρτη, δοξασμένου στρατηγού των Βαλκανικών Πολέμων, η Ματθίλδη, σύζυγος του Νικολάου Φίλιου, ιατρού, πολιτικού και τραπεζίτη, και η Κατερίνα, σύζυγος του Μιλτιάδη Ζαρίμπα γνωστού μεγαλοκτηματία [1]. Από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής ήταν η ανάθεση στην Ιουλία Σάπκα της προεδρίας του «Συλλόγου Φιλομούσων Λαρίσης» και να της αναθέσει να έλθει σε επικοινωνία με το Εθνικό Ωδείο των Αθηνών, με σκοπό την ίδρυση Ωδείου στη Λάρισα. Διευθυντής την περίοδο εκείνη στο Ωδείο Αθηνών ήταν ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης, ο οποίος εντυπωσιάσθηκε από την ιδέα των κυριών της Λάρισας και προσφέρθηκε να βοηθήσει με κάθε τρόπο. Η Επιτροπή ζήτησε το υπό ίδρυση Μουσικό Σχολείο να υιοθετηθεί από το Εθνικό Ωδείο Αθηνών και να λειτουργήσει ως παράρτημά του. Η Αθήνα αποδέχθηκε το αίτημα αυτό με προθυμία και ανέθεσε στον Καλομοίρη να κάνει μια διερευνητική επίσκεψη στη Λάρισα. Φθάνοντας εδώ, συσκέφθηκε με την Εκτελεστική Επιτροπή του Συλλόγου και υποσχέθηκε την αποστολή σχετικού καταστατικού λειτουργίας και προγράμματος μαθημάτων, την προμήθεια μουσικών βιβλίων και την αγορά μουσικών οργάνων. Για τη στέγαση του Ωδείου επιλέχθηκε η κεντρική και ευρύχωρη κατοικία του φωτογράφου Γεράσιμου Δαφνόπουλου, στη γωνία των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Πατρόκλου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ένα καφέ. Επιλέχθηκαν από τον Καλομοίρη οι καθηγητές, ανακοινώθηκε το πρόγραμμα διδασκαλίας των μαθημάτων και εγκρίθηκε ο κανονισμός του ιδρύματος. Όταν όλα ήταν έτοιμα, την Κυριακή 10 Ιουλίου 1928 έγιναν πανηγυρικά τα εγκαίνια, με την παρουσία όλων των τοπικών αρχών.
Προηγήθηκε της τελετής αγιασμός από τον Μητροπολίτη Αρσένιο και στη συνέχεια η πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής Ιουλία Σάπκα εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο. Ο αντίκτυπος που είχε η δημιουργία του μουσικού αυτού ιδρύματος στην πόλη υπήρξε τεράστιος και προβλήθηκε από τις εφημερίδες της εποχής όχι μόνον τοπικά, αλλά και πανελλήνια. Η λειτουργία του ήταν υποδειγματική, η δε προσέλευση των μαθητών πολύ ικανοποιητική.
Όμως, από τους πρώτους μήνες της λειτουργίας του ιδιωτικού Ωδείου της Λάρισας, φάνηκε ότι για την αντιμετώπιση των δαπανών δεν επαρκούσαν οι πόροι από τις συνδρομές των μελών και τα δίδακτρα των μαθητών, γι’ αυτό η Διοικούσα Επιτροπή ζήτησε τη συνδρομή του Δήμου. Με εισήγηση του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, ο οποίος είχε μια επιπλέον ευαισθησία στο θέμα, εφόσον η γυναίκα του ήταν ο άνθρωπος που εμπνεύσθηκε τη δημιουργία του Ωδείου, εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο σημαντική ετήσια επιχορήγηση για την αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών. Καθώς η πορεία του ήταν ανοδική και δημιουργική, γιατί οι μαθητές του κάποια στιγμή είχαν φθάσει αισίως τους 400, ο χώρος της οικίας του Δαφνόπουλου αποδείχθηκε μικρός. Έτσι, υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν σε οίκημα που παρεχώρησε ο Δήμος στον κήπο των Παλαιών Ανακτόρων, εκεί που σήμερα έχει αναπτυχθεί το συγκρότημα του Δημοτικού Ωδείου. Καθώς ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας διέβλεπε ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας του μουσικού αυτού ιδρύματος, έστω και επιχορηγούμενος, δεν θα είχε ευοίωνες προοπτικές και επειδή ούτως ή άλλως η οικονομική συντήρηση και η στέγασή του ήταν δημοτική, εισηγήθηκε να χαρακτηρισθεί το Ωδείο ως Δημοτικό Ίδρυμα. Έτσι, στις 22 Φεβρουαρίου 1930 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου εγκρίθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του. Το Ωδείο έγινε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, διοικούμενο από Επιτροπή, η οποία επιλεγόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο κάθε τετραετία και της οποίας πρόεδρος θα ήταν ο εκάστοτε δήμαρχος. Στις 17 Νοεμβρίου 1930 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο επικύρωνε την πράξη αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο και επέλεξε τα άτομα από τα οποία θα απαρτιζόταν το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Δημοτικού Ωδείου. Αυτά ήταν ο οφθαλμίατρος Ισμυρίδης Κωνσταντίνος, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Αθηνών Ξυραδάκης Γεώργιος, ο δικηγόρος Παναγούλιας Χρήστος, ο διευθυντής της Τράπεζας Λαρίσης Οικονομίδης Κωνσταντίνος, ο έμπορος Αλεξάνδρου Ιωάννης και ο κτηματίας Σηλυβρίδης Βασίλειος. Πρόεδρος φυσικά ήταν ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας. Κάνει εντύπωση η απουσία από το Διοικητικό Συμβούλιο έστω και μίας γυναικείας παρουσίας από τα ιδρυτικά μέλη.
Μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυσή του και την υπαγωγή του στον Δήμο, το μουσικό αυτό ίδρυμα της πόλης άρχισε να δρέπει της καρπούς του. Ανέδειξε νέους μουσικούς, οι οποίοι αργότερα σταδιοδρόμησαν και γενικά αποτέλεσε για χρόνια τον πυρήνα και την εστία κάθε μουσικής εκδήλωσης στην πόλη.
Δυστυχώς, όμως, ο άνθρωπος που συνέλαβε πρώτος την ιδέα της ίδρυσης του Ωδείου στη Λάρισα και πρωτοστάτησε στην οργάνωση και λειτουργία του, η Ιουλία Σάπκα δεν αξιώθηκε να απολαύσει της καρπούς των έργων της και να δει της οραματισμούς της πραγματοποιημένους. Στης 18 Ιουνίου 1932 πέθανε σε νεαρή ηλικία, όπως και ο πατέρας της δήμαρχος Αχιλλέας Λογιωτάτου.
Ο αιφνίδιος θάνατός της άφησε ένα μεγάλο κενό στο Ωδείο. Ευτύχησε, όμως, τη σκυτάλη να αναλάβουν πολύ σύντομα, από τη θέση του διοικητικού διευθυντού του ιδρύματος, δύο εξέχοντα μέλη της λαρισαϊκής κοινότητας, ο φαρμακοποιός Βάσος Κυλικάς, οικογενειακός φίλος της οικογένειας Σάπκα, στο φαρμακείο του οποίου ο ιατρός Σάπκας δεχόταν τους ασθενείς του και η Αλκμήνη (Μήνα) Ρίζου, κόρη της Ιουλίας και του Μιχαήλ Σάπκα. Ας μην ξεχνάμε ότι και η εγγονή της Ιουλίας Σάπκα, η Ιουλία (Λίλα) Ρίζου, όχι μόνο κληρονόμησε το όνομά της, αλλά και την έφεση για τη μουσική, αφού διετέλεσε επί σειρά ετών καθηγήτρια Μουσικής στο Ωδείο που ίδρυσε η γιαγιά της και από τα χέρια της ξεπετάχθηκαν αρκετά μουσικά ταλέντα της πόλης της [2].
***
[1]. Ο Κώστας Περραιβός αναφέρει και τις κυρίες Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου και Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, συζύγους των αδελφών Στυλιανού Παπαγεωργίου, επιχειρηματιών και γαιοκτημόνων και τη Μαρίκα σύζυγο του δικηγόρου Δημ. Χατζηγιάννη. Βλέπε: εφημ. «Λάρισα», φύλλο της 6ης Μαρτίου 1978.
[2]. Το κείμενο αυτό δεν θα είχε ιστορική πληρότητα αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι πολύτιμες πληροφορίες και οι φωτογραφίες που μου πρόσφερε η Ιουλία (Λίλα) Ρίζου, εγγονή της ιδρύτριας του Ωδείου, την οποία και ευχαριστώ.