Σε πολλά κείμενα αυτής της στήλης κατά το παρελθόν περιγράψαμε τη Λάρισα, τα αρχοντικά της, την κοινωνική ζωή των ανθρώπων της και τις προσωπικότητες που ανέδειξε. Μεγάλα και όμορφα σπίτια, ευτυχισμένους κατοίκους, με αρκετές ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, καλοντυμένους και με αφθονία και ποικιλία αγαθών. Αυτά βέβαια αναφέρονταν σε μια μικρή ομάδα αστικών οικογενειών.

Τα παλαιότερα όμως χρόνια που συνήθως περιγράφουμε, λίγα άτομα ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Κάθε λογής εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μικροεπαγγελματίες, με 15ωρη καθημερινή εργασία χωρίς να εξαιρείται η Κυριακή, αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της. Οι άνθρωποι αυτοί που πολλές φορές συντηρούσαν πολυμελείς οικογένειες, μόλις τα έβγαζαν πέρα οικονομικά με το μηνιαίο εισόδημά τους. Μάλιστα υπήρχαν περίοδοι, όταν η χώρα λόγω πολέμων, πολιτικών ανωμαλιών, κ.λπ. δεν τα πήγαινε καλά, που οι στερήσεις οι οποίες έπλητταν συνήθως τις φτωχές κοινωνικά τάξεις ήταν δυσβάστακτες. Έζησα μεταπολεμικά αυτές τις καταστάσεις, γιατί μεγάλωσα σε μια πολυμελή οικογένεια με πενιχρό εισόδημα.

Από τις πρώτες στερήσεις που εμφανίζονται σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές είναι οι καθημερινές διατροφικές συνήθειες. Σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι τα κρεατικά. Ακόμα και το κοτόπουλο, μια τόσο φθηνή τροφή σήμερα, ήταν τότε πολυτέλεια και μόνον όταν αρρώσταινε κάποιος από την οικογένεια έσφαζαν, έπειτα από ιατρική εντολή, κάποια κότα από το κοτέτσι τους, να τη μαγειρέψουν σούπα και να τη δώσουν στον ασθενή. Γενικά το κρέας έμπαινε στο σπίτι μόνο κατά τις μεγάλες εορτές (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο) και εξαιρετικά στην εορτή κάποιου μέλους της οικογένειας. Οι συνηθισμένες τροφές ήταν ως επί το πλείστον τα όσπρια (φασόλια, φακές, ρεβίθια), τα λαχανικά, τα ζαρζαβατικά και προ πάντων οι λαχανόπιτες, και όλα αυτά με ελάχιστο λάδι. Σαν σαλάτες χρησιμοποιούσαν συνήθως τα χορταρικά, τα οποία οι γυναίκες της οικογένειας μάζευαν από τους αγρούς που υπήρχαν την εποχή εκείνη άφθονοι όχι μόνο στις παρυφές της Λάρισας, αλλά και σε άγονα οικόπεδα στο εσωτερικό της. Τα φρούτα έμπαιναν στο σπίτι κυρίως το καλοκαίρι, γιατί τα καρπούζια και τα σταφύλια ήταν προσιτά στο βαλάντιό τους και αποτελούσαν ευλογία. Τα γλυκά που διέθετε η νοικοκυρά ήταν χειροποίητα, όλα του κουταλιού και μόνον οι σοκολάτες αποτελούσαν συνήθως το έπαθλο επιβράβευσης κάποιας παιδικής επιτυχίας.

Προσφυγικές παράγκες στη Φιλιππούπολη. 1960. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με κείμενα του Νικου Νάκου, έκδοση 1994, σελ. 98 (Επιχρωματισμός και επεξεργασία με χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης, onlarissa.gr)

Μια άλλη στέρηση πιο εμφανής ήταν το ντύσιμο των φτωχών αυτών ανθρώπων. Τότε οι άνδρες της οικογένειας διέθεταν ένα και μοναδικό κουστούμι για τις επίσημες στιγμές, το οποίο μπορούσε να κρατήσει για μια ζωή. Το κουστούμι αυτό γινόταν υποχρεωτικά από ύφασμα που η ύφανσή του ήταν ίδια και από τις δύο όψεις. Όταν με τον καιρό η μία όψη καταστρεφόταν, το έδιναν στον ράπτη και το γύριζε από την ανάποδη. Θυμάμαι ότι το πρώτο μου κουστούμι το φόρεσα ως μαθητής Γυμνασίου. Ήταν του μεγαλύτερου αδελφού μου, που ο ράφτης χρησιμοποίησε την ανάποδη όψη του υφάσματος και για να το προσαρμόσει στο ύψος και τις διαστάσεις, μού πήρε τα μέτρα. Στις δοκιμές διαπίστωσα ότι το τσεπάκι του σακακιού όπου συνήθως το στολίζει ένα μαντηλάκι, ήταν δεξιά αντί αριστερά, όπως συνηθίζεται. Στεναχωρήθηκα, αλλά οι γονείς μου με …προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Σε μια πολυμελή οικογένεια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι μικρότεροι να φορούν τα ρούχα των μεγαλυτέρων. Τα ευαίσθητα σημεία των κουστουμιών, όπως το καβάλο στα παντελόνια ή οι αγκώνες στα μανίκια, όταν έλιωναν τα αντικαθιστούσαν με μπαλώματα, ραμμένα όμως επιδέξια με το ίδιο ύφασμα που φρόντιζαν να διατηρούν οι ράπτες. Και όταν έφθανε το κουστούμι στο σημείο να καταστραφεί εντελώς, η νοικοκυρά το έκοβε σε λωρίδες και μαζί με άλλα φθαρμένα υφάσματα τα έδινε και γίνονταν κουρελούδες, τις οποίες έστρωναν στο πάτωμα. Στην παλιά οικογενειακή οικονομία τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.

Το ίδιο συνέβαινε και με τα παπούτσια. Συνήθως η αγορά για τα παιδιά γινόταν τις ημέρες του Πάσχα. Θυμάμαι ότι τα φορούσαμε για πρώτη φορά στη λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων και στη συνέχεια τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν (Μ. Παρασκευή, Ανάσταση, κ.λπ.). Όταν από το πολύ παιχνίδι και την ακαταλληλότητα του εδάφους στους χώρους που παίζαμε μπάλα καταστρέφονταν οι σόλες και τα τακούνια, αναλάμβανε ο τσαγκάρης της γειτονιάς να τοποθετήσει πεταλάκια (μικρογραφία αυτών που τοποθετούσαν στις οπλές των ζώων) για να αντέξουν περισσότερο. Όταν η καταστροφή της σόλας ήταν ανεπανόρθωτη, πρόσθεταν νέα. Όταν πάλι από τη μακροχρόνια χρήση καταστρεφόταν και το δέρμα, τότε ο μπαλωματής, τοποθετούσε τις λεγόμενες μασκαρέτες και τις φόλες. Έπρεπε με κάθε θυσία να κρατηθούν τα παπούτσια μέχρι το επόμενο Πάσχα.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια την εποχή εκείνη περνούσαν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας μέσα στο σπίτι. Ίσως έφθαναν μέχρι και το γειτονικό μπακάλικο, όχι πιο πέρα. Με λαχτάρα περίμεναν την Κυριακή και τις γιορτές για να φορέσουν τα καλά τους φουστάνια και να πάνε στην εκκλησία της γειτονιάς για να λειτουργηθούν, αλλά και να δουν κόσμο, να αλλάξουν μερικές κουβέντες με γνωστές και φίλες και να ρίξουν κρυφά βλέμματα στα νεαρά αγόρια.

Όσο για τις κατοικίες των ανθρώπων αυτών ήταν τότε πρόχειρες, με αυλές στολισμένες με λουλούδια οι περισσότερες και με απαστράπτουσα καθαριότητα. Η σημερινή φωτογραφία μάς δίνει μια εικόνα προσφυγικών καταυλισμών που υπήρχαν στη Φιλιππούπολη κατά το 1960, στην περιοχή όπου σήμερα έχουν κατασκευασθεί ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος και το μέγαρο της Επισκοπής.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου / [email protected] / Εφημερίδα Ελευθερία

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω