Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου ([email protected]) / Φωτοθήκη Λάρισας

Την άνοιξη του 1917 οι δυνάμεις της Αντάντ κατηφόριζαν από τη Θεσσαλονίκη προς τη Νότια Ελλάδα. Ήταν η εποχή του εθνικού διχασμού. Τέλη Μαΐου έφθασαν στη Λάρισα όπου συνάντησαν ένοπλη αντίσταση, η οποία έμεινε γνωστή στην τοπική ιστορία ως η «Μάχη της Σημαίας» και σε λίγες ημέρες βρέθηκαν στην Αθήνα. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την Ελλάδα, μαζί με τον διάδοχο του θρόνου πρίγκιπα Γεώργιο.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεώρησε την αποχώρησή τους ως παραίτηση και τον Ιούνιο του 1917 ανέβηκε στον θρόνο ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος (1893-1920). Τον Νοέμβριο του 1919 ο τελευταίος νυμφεύθηκε μια αστή, την Ασπασία Μάνου[1]. Απέκτησαν μία κόρη, την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, την οποία ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να γνωρίσει, καθώς γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Πέθανε με δραματικό τρόπο στις 12 Οκτωβρίου 1920. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε μόλυνση, η οποία προκλήθηκε όταν ένας από τους δύο πιθήκους που διατηρούσε ο επόπτης του βασιλικού κτήματος στο Τατόι Γερμανός Στουρμ, τον δάγκωσε. Η επιμολυσμένη πληγή δεν μπόρεσε να αντιμετωπισθεί σωστά και έγκαιρα, εξελίχθηκε σε σηψαιμία και ο Αλέξανδρος απεβίωσε νεότατος.

Οι βιογράφοι του τον περιγράφουν σαν άτομο που κατά τα νεανικά του χρόνια ήταν μέτριος μαθητής και διακρινόταν για τον ατίθασο χαρακτήρα και την αγάπη του για τα γρήγορα αυτοκίνητα, καθώς ζούσε μακριά από τα βασιλικά πρωτόκολλα, αφού σαν δευτερότοκος γνώριζε ότι θα ήταν δύσκολο να ανέλθει στον θρόνο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ήπιος στους τρόπους του και απλός στις συναναστροφές του. Ένιωθε συχνά να τον καταπιέζει η αυλική εθιμοτυπία και είναι αλήθεια ότι δεν έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα για τις κρατικές υποθέσεις.

Σαν επίρρωση της άρνησής του σε κάθε μορφή εθιμοτυπίας αναφέρεται και ένα περιστατικό που συνέβη στην πόλη μας με τον βασιλιά Αλέξανδρο τον Α’, το οποίο μπορεί μεν να μοιάζει σαν ένα γοητευτικό παραμύθι, όμως θεωρείται διασταυρωμένο από πολλές πηγές ότι ήταν γεγονός. Βρισκόμαστε στα 1918 όταν ο Αλέξανδρος περνούσε με αυστηρή μυστικότητα από τη Λάρισα. Με το αυτοκίνητό του, μια εντυπωσιακή Packard[2], διέσχιζε την οδό Αλεξάνδρας (σημερινή Κύπρου) προερχόμενος από την οδό Αχιλλέως (Παναγούλη), με κατεύθυνση προς την Κεντρική πλατεία Θέμιδος. Λίγο πριν φθάσει στην οδό Ερμού σταμάτησε το αυτοκίνητο στη δεξιά πλευρά του δρόμου, εκεί όπου είχε το κουρείο του κάποιος Τσούλκας.

Ήταν ένα από τα παλαιότερα και πιο ξακουστά κουρεία της Λάρισας. Οι διαβάτες και οι πελάτες του κουρείου παρακολουθούσαν με θαυμασμό και περιέργεια το πολυτελέστατο ανοικτό επιβατικό αυτοκίνητο. Ο οδηγός του φορούσε φόρμα και μαύρα κλειστά γυαλιά. Μόλις σταμάτησε, είπε κάτι σε κάποιον νεαρό που καθόταν δίπλα του[3] και κατόπιν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και κατευθύνθηκε προς το κουρείο. Ο κουρέας και οι θαμώνες του καταστήματος τον πέρασαν για επαγγελματία σωφέρ και στον χαιρετισμό που τους απηύθυνε μόλις μπήκε στο κατάστημα, όλοι τους ανταποκρίθηκαν με κάποια αδιαφορία.

Ο οδηγός μόλις τους χαιρέτησε, στράφηκε σ’ αυτούς που περίμεναν με τη σειρά για να κουρευτούν ή να ξυριστούν και τους παρακάλεσε να του δώσουν προτεραιότητα για ένα γρήγορο ξύρισμα, επειδή είχε να συνεχίσει το μακρινό ταξίδι του. Στην παράκλησή του αυτή όλοι σιώπησαν και δεν έδωσε τη σειρά του κανείς, ενώ ο Τσούλκας ο κουρέας στεκόταν αμήχανος και δεν μπορούσε να πάρει θέση. Ο ξένος εξέλαβε τη σιωπή τους σαν άρνηση και ετοιμάσθηκε να φύγει. Μόλις είδαν την κίνησή του αυτή, κάποιος από τους πελάτες έδωσε τη σειρά του, διευκολύνοντας τον ξένο ο οποίος είχε να κάνει ταξίδι μακρινό. Αυτός τον ευχαρίστησε και κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Ο κουρέας του πέρασε μια μεγάλη πετσέτα στον λαιμό και άρχισε να του κάνει σαπουνάδα. Πήρε κατόπιν το ξυράφι, τρόχισε τη λεπίδα του στο μασάτι[4] για να κόβει καλά και ενώ ήταν έτοιμος να αρχίσει το ξύρισμα, ο άγνωστος πελάτης τον παρακάλεσε να απολυμάνει το ξυράφι με οινόπνευμα. Ο κουρέας φάνηκε προς στιγμήν να δυσανασχετεί, αλλά τελικά αφού έβρεξε μια τούφα βαμβάκι με οινόπνευμα, το πέρασε μια-δυο φορές στη λεπίδα και άρχισε το ξύρισμα.

Όταν τελείωσε η διαδικασία, απολύμανε το πρόσωπό του με λεβάντα και κατόπιν τον πασπάλισε με λίγη πούδρα. Καθώς ο άγνωστος πελάτης σηκώθηκε από την πολυθρόνα, έβγαλε από την τσέπη του μια χρυσή λίρα, την ακούμπησε στο τραπέζι και έφυγε. Στην αντίδραση που πρόβαλε ο κουρέας ότι αδυνατούσε να του δώσει τα ρέστα, ο ξένος δεν έδωσε καμιά σημασία και γρήγορα βρέθηκε στο πεζοδρόμιο.

Όλοι όσοι ήταν μέσα στο κουρείο ξαφνιάστηκαν από τη χειρονομία αυτή και άρχισαν να αμφιβάλουν αν ο βιαστικός πελάτης ήταν απλώς ένας περαστικός επαγγελματίας σωφέρ. Καθώς ο ξένος κατέβηκε τα λίγα σκαλάκια και βρέθηκε στο πεζοδρόμιο, είδαν με έκπληξη έναν λοχαγό που περνούσε εκείνη την ώρα τυχαία από το σημείο αυτό, να σταματάει σε στάση προσοχής και να χαιρετάει τον οδηγό που κατευθυνόταν στο αυτοκίνητο[5]. Ο τελευταίος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με μια θερμή χειραψία και κατόπιν μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε εμπρός και χάθηκε μέσα στη σκόνη των χωμάτινων δρόμων της Λάρισας.

Όσοι είδαν το περιστατικό και κυρίως οι περίεργοι πελάτες του κουρείου που έζησαν τον τρόπο πληρωμής του ξυρίσματος, έτρεξαν πίσω από τον λοχαγό, τον σταμάτησαν και του ζήτησαν να τους αποκαλύψει την ταυτότητα του ξένου. Όταν αυτός με φυσικότητα τους ανέφερε ότι ήταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη. Ειδικά ο κουρέας Τσούλκας ήταν τόσο ευτυχισμένος ώστε για πολλά χρόνια δεν σταματούσε να λέει ότι είχε τη μεγάλη τιμή να ξυρίσει την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα Αλέξανδρο[6].

Με την ευκαιρία αυτή θέλω να αναφέρω και κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό. Μετά τον

περιπετειώδη θάνατό του, η οδός Ακροπόλεως (η σημερινή Παπαναστασίου) είχε μετονομασθεί επίσημα σε οδό Βασιλέως Αλεξάνδρου, ονομασία όμως η οποία δεν επεκράτησε. Λίγα χρόνια αργότερα η δημοτική αρχή την άλλαξε και πάλι, δίνοντας τώρα το όνομα της Βασίλισσας Σοφίας. Μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα ο κεντρικός αυτός δρόμος της Λάρισας είναι γνωστός πλέον ως οδός Παπαναστασίου. Επίσης και η πόλη της Αλεξανδρούπολης στη Θράκη, που για χρόνια ήταν γνωστή με την παλιά τούρκικη ονομασία Δεδέαγατς, το 1920 πήρε τη νέα της ελληνική ονομασία για να τιμηθεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ και δεν προέρχεται από τον Μέγα Αλέξανδρο όπως γενικά πιστεύεται.

—————

[1]. Η αδελφή της Ασπασίας, Ρωξάνη Μάνου, ήταν παντρεμένη με τον συγγραφέα Χρήστο Ζαλοκώστα. Ο τελευταίος ήταν στενός φίλος του βασιλιά Αλέξανδρου και γενικά μεταξύ των δύο ζευγαριών υπήρχε μια φιλική οικειότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του Έλληνα βασιλιά.

[2]. Τα αυτοκίνητα Packard ήταν πολυτελή αμερικανικά αυτοκίνητα, η παραγωγή των οποίων είχε αρχίσει από το 1899. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος λάτρης των αυτοκινήτων, παρ’ ότι διέθετε ιδιαίτερο οδηγό, προτιμούσε να το οδηγεί ο ίδιος.

[3]. Ο νεαρός συνοδηγός ήταν ο έμπιστος οδηγός του βασιλέα Αλέξανδρου, τον προσφωνούσαν Μήτσο και λέγεται ότι αυτοκτόνησε μετά τον άδικο θάνατο του βασιλιά του.

[4]. Μασάτι ονομαζόταν το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κουρείς για το τροχίζουν τα ειδικά ξυράφια με τις χειρολαβές.

[5]. Την εποχή εκείνη η μορφή των βασιλέων ή των επιφανών πολιτικών δεν ήταν όπως σήμερα γνωστή παρά μόνον σε ελάχιστους. Οι τοπικές εφημερίδες δεν είχαν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τακτικά φωτογραφίες, ενώ το μεγάλο ποσοστό του αναλφαβητισμού που υπήρχε τότε κρατούσε την κυκλοφορία των αθηναϊκών φύλλων και περιοδικών σε πολύ χαμηλή κυκλοφορία.

[6]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Ο σωφέρ που ήταν ο Βασιλεύς Αλέξανδρος, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 11ης Ιουνίου 1973.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Περισσότερα Εδω