Πέντε ιστορίες γυναικών. Ένα αθέατο έγκλημα που επιτελείται σε κοινή θέα. Οι διαφορετικές διαδρομές πέντε θυμάτων σωματεμπορίας, που κάποια στιγμή ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με το Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης, το οποίο τις κατέγραψε και μας τις εμπιστεύτηκε. Διαβάστε και ακούστε όλες τις ιστορίες εδώ.
Μαργαρίτα
[μια σύγχρονη αρχαία τραγωδία, κι όμως αληθινή]
Η Μαρ ήρθε σε εμάς το 2005, με τη βοήθεια μιας εθελόντριάς μας, όταν ήταν δεκαεπτά χρονών. Το έσκασε από την οικογένεια που την κρατούσε από μικρή αιχμάλωτη στη Θεσσαλονίκη
Ζούσε σαν ‘νύφη’ μαζί τους, από τότε που ήταν 11 χρονών και την είχε πουλήσει η μητέρα της. Είχε με τον άντρα αυτόν δύο παιδιά, τότε πέντε και τριών χρόνων, που προσπάθησε να τα πάρει κι αυτά μαζί της την προηγούμενη φορά που το είχε σκάσει, αλλά την βρήκαν και ήταν πολύ δύσκολο να το επιχειρήσει ξανά.
Έφυγε γιατί την κακοποιούσε όλη η οικογένεια… Την έδερναν και την υποχρέωναν να δουλεύει και να ζητιανεύει χωρίς δικαιώματα ή επιλογές.
Είχε ήδη κάνει τρεις απόπειρες να αυτοκτονήσει. Δεν την πήγαν ποτέ στο νοσοκομείο γιατί δεν είχε καθόλου νομιμοποιητικά έγγραφα, σαν να μην υπήρχε.
Όταν ήρθε σε εμάς, έμεινε για λίγο στον ξενώνα ‘Κλίμακα’ και μετά στον δικό μας ξενώνα. Γιόρτασε για πρώτη φορά στη ζωή της γενέθλια μαζί μας, όταν έκλεινε τα 18.
Δεν γνώριζε το επίθετό της, μόνο της μητέρας της. Μας είπε ότι ο πατέρας της είχε επιχειρήσει να τη γλυτώσει από αυτούς που την είχαν πάρει πληρώνοντας την ίδια της τη μάνα, αλλά τον έδιωξαν με πυροβολισμούς.
Επίσης, ότι η οικογένεια αυτή που την κρατούσε έκανε παρανομίες, όπως πλαστά διπλώματα οδήγησης κι άλλα, που τους είχαν φέρει αντιμέτωπους με τον νόμο, γι’ αυτό κι όταν έκανε δεύτερη φορά απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια δεν την πήγαν στο νοσοκομείο.
Ενημερώσαμε για την περίπτωσή της την εισαγγελέα στην Καβάλα, για να διαπιστώσει αν τα παιδιά δεν υπέφεραν και με την ελπίδα ότι θα φοβηθούν να τα βάζουν να ζητιανεύουν.
Η Μαρ είχε σταματήσει το σχολείο στην τετάρτη δημοτικού.
Ψάξαμε με επαφές μας από τη Βουλγαρία και βρήκαμε την αδελφή της μητέρας της. Την προσκάλεσε στη Βουλγαρία και της είπε πως θα την βοηθήσει. Ήθελε να επιστρέψει και να καταλάβει γιατί την πούλησαν, να ψάξει τον πατέρα της και τη μάνα της και να ξαναδεί τα μέρη όπου έζησε ως παιδί.
Γύρισε με τη βοήθειά μας. Ελπίζαμε ότι η επανένταξή της θα ήταν πιο εύκολη εκεί με την παρουσία συγγενών.
Γράφτηκε στο σχολείο και φιλοξενήθηκε για λίγο σε συγγενείς, αλλά η μητέρα της δεν την ήθελε εκεί. Της έσπασε την πόρτα του μικρού δωματίου που της είχαν παραχωρήσει στο μαχαλά οι συγγενείς και πήρε ότι επιπλάκια, σόμπα, στρωσίδια, ρούχα υπήρχαν.
Την βοηθήσαμε να νοικιάσει κάπου αλλού, συνέχισε το σχολείο.
Βρήκε με πολύ κόπο τον πατέρα της και ξεκίνησαν να ζουν μαζί, αυτός έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο, έγιναν οικογένεια, ήταν πολύ ευχαριστημένη.
Έναν μήνα αργότερα, το εργοστάσιο κάηκε, με τον πατέρα της μέσα.
Έπαθε μεγάλο σοκ γιατί ένοιωθε υπεύθυνη, επειδή τον είχε πείσει να αφήσει το ποτό και να βρει δουλειά. Στο μεταξύ βρήκε και τον μικρό αδελφό της στον δρόμο, εγκαταλελειμμένο, και τον πήρε κοντά της.
Έκανε δύο μήνες να συνέλθει κάπως. Ξαναβρέθηκε σε μεγάλο πόνο, και άστεγη.
Τη στηρίξαμε όσο μπορούσαμε και ένας συγγενής της παραχώρησε ένα σπίτι, όπου ξεκίνησε πάλι να φτιάξει τον χώρο της. Όταν αυτός ο συγγενής πέθανε, της άφησε το σπίτι, αλλά έπρεπε να πληρώσει τέσσερεις χιλιάδες ευρώ για να το ξεχρεώσει και να γίνει ουσιαστικά δικό της.
Προσπάθησε να τη βοηθήσουμε να δουλέψει στα Τρίκαλα, αλλά έπεσε σε κύκλωμα, το καταγγείλαμε στη Θεσσαλονίκη και μετά αυτοί την βρήκαν στη Βουλγαρία, την χτύπησαν άσχημα και πήγε μια εβδομάδα στο νοσοκομείο.
Της δανείσαμε – δηλαδή ουσιαστικά χαρίσαμε- τα χρήματα που χρειαζόταν και με τη βοήθεια ανθρώπων που πήγαν επιτόπου, πήρε το σπίτι από την τράπεζα. Συνέχιζε το σχολείο, στο οποίο πήγαινε πια και ο μικρός αδελφός της.
Έκανε μια σχέση με έναν νέο που είχε εργασία, φαινόταν σοβαρός και σύντομα έμεινε έγκυος.
Γέννησε και αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, αφήνοντας τα παιδιά σε μια θεία της, για να βρει δουλειά στην Κατερίνη, αλλά έπεσε πάλι σε κυκλώματα που προσπαθούσαν να την πείσουν όχι μόνο για νυχτερινή δουλειά, αλλά να δώσει και ωάρια για γονιμοποίηση, και μέσα στη νάρκωση, ποιος ξέρει τι άλλο θα έπαιρναν…
Ευτυχώς μας ειδοποίησε και την στηρίξαμε να φύγει. Πήγαμε και καταγράψαμε με τη βοήθειά της τα γεγονότα και στείλαμε ενημέρωση στην ασφάλεια στο τμήμα αντιτράφικινγκ.
Γύρισε πίσω στη Βουλγαρία και συνέχισε το σχολείο, αλλά τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα…
Η οικογένεια του φίλου της δεν την ήθελε κι αυτός άρχισε να της λέει ότι θα της πάρει το παιδί, σταμάτησε να της φέρεται καλά, με αποκορύφωμα μια φορά που μέθυσε και πήγε κι έσπασε τα παράθυρα στο σπίτι της.
Αναγκάστηκε να φύγει φοβισμένη.
Το μωρό της ήταν σχεδόν ενός έτους, κι είχε έρθει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης να γραφτεί στο νυχτερινό γυμνάσιο με το χαρτί της από το Βουλγαρικό σχολείο.
Έμενε με μια ξαδέλφη της, που κρατούσε το παιδί για να πηγαίνει εκείνη στο σχολείο και στη δουλειά, και έψαχνε σταθερή εργασία με μικρά διαστήματα προσωρινής απασχόλησης.
Δεν ήταν σε θέση να πάρει τα άλλα της παιδιά, πράγμα που θα ήθελε πολύ. Ομως έχουν δηλωθεί στο όνομα της αδελφής του πατέρα, καθώς η Μαρ νομικά δεν υπήρχε καν τότε, κι έτσι δεν είναι δυνατό κάτι τέτοιο.
Ο αδελφός της δεν είχε άλλον να τον φροντίσει, ήταν δέκα χρονών και έπρεπε να πηγαίνει σχολείο.
Άλλα αδέλφια της τα είχε βάλει η μάνα της σε ιδρύματα.
…
Σήμερα η Μαρ ζει στη Βουλγαρία με δύο παιδιά. Ο μεγάλος είχε πάθει λευχαιμία αλλά είναι καλά τώρα. Έχει τη στήριξη του αδελφού της, που έχει μεγαλώσει πλέον, και η ίδια εργάζεται όποτε βρίσκει δουλειά.
Αφήγηση: Μαρία Κλάδου, Άγης Γυφτόπουλος
Ηχοληψία: Κώστας Κυριακάκης
Μοντάζ: Θάνος Λάγιος
Τα πορτρέτα των γυναικών δημιούργησε η εικαστικός και Πρόεδρος του Ελληνικού Δικτύου Γυναικών Ευρώπης, Νίκη Ρουμπάνη.