«Εδώ και αρκετά χρόνια, στην επίσημη ταξινόμηση που έχουν βγάλει τα Ηνωμένα Έθνη, στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, υπάρχει ο όρος γυναικοκτονία. Δεν είναι κάτι που έφτιαξαν κάποιες οργανώσεις ακτιβιστών που θέλουν να μιλήσουν για την Πατριαρχία. Απλώς οι περισσότεροι μόλις τώρα άκουσαν τον όρο. Είναι εντυπωσιακό το πώς έχουν τόσο άκαμπτη στάση για κάτι που δεν το γνωρίζουν».
Αυτό τόνισε ο στατιστικολόγος, Γρηγόρης Φαρμάκης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας στατιστικής Agilis, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Ναι μεν αλλά», με την Ευαγγελία Μπαλτατζή, με αφορμή την αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει στη δημόσια σφαίρα και στα social media, για την χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου όρου, με φόντο τη δολοφονία της 20χρονης Καρολάϊν, από τον σύζυγό της, στα Γλυκά Νερά.
Όπως είπε, η ΕΕ – μέσω της Eurostat – εφαρμόζει την ονοματολογία και υπάρχει ξεχωριστός κωδικός για τη γυναικοκτονία, τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη – μέλη και οι αστυνομικές αρχές. Όπως εξήγησε, με τον όρο γυναικοντονία περιγράφουμε μια δολοφονία με πολύ συγκεκριμένο κίνητρο, το οποίο έχει να κάνει με τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας.
Ο ίδιος εξέφρασε την απορία του για το πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσες αντιδράσεις για έναν επιστημονικό όρο που υπάρχει στην εγκληματολογία και στη στατιστική – η οποία, όπως είπε, είναι από τη φύση της συντηρητική. Απέδωσε τον θόρυβο σε μια «υφέρπουσα Ορμανοποίηση στην κοινωνία μας όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες», λέγοντας πώς υπάρχει πολεμική για οτιδήποτε αφορά ανθρώπινα δικαιώματα και πολιτικά αιτήματα, τα οποία «βαφτίζονται ως πολιτική ορθότητα».
Όπως είπε ο κ. Φαρμάκης, τα στοιχεία δείχνουν ότι στις δολοφονίες γυναικών στην Ευρώπη, η κύρια πιθανότητα θύτη είναι ο σύζυγος ή ο σύντροφός σε ποσοστό 38%, και ακολουθούν σε ποσοστό 10% μέλη της οικογένειας του θύματος.
Πρόσθεσε, δε, ότι στη στατιστική, «εάν δεν ονομάσεις κάτι ώστε να το μετρήσεις, τότε δεν το ξέρεις, δεν το κατανοείς και δεν το καταλαβαίνεις». «Δεν ψάχνουμε να βρούμε κανονικότητες, αλλά αυτά που διαφέρουν. Αναζητούμε αυτά που ξεχωρίζουν ώστε να βοηθήσουμε τους ειδικούς να τα ερμηνεύσουν», επισήμανε ο στατιστικολόγος.