«Έχουμε ένα πολύ καλό ρυθμό εμβολιασμών. Το θέμα είναι να παραμείνει το καλοκαίρι και να μην αφήσουμε τις διακοπές να μας διακόψουν το ραντεβού με τον εμβολιασμό. Να παραμείνει αυτός ο ρυθμός τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Ιουλίου, για να μπορέσουμε να έχουμε μια καλή κάλυψη τον χειμώνα».
Αυτά τόνισε ο Γκίκας Μαγιορκίνης, καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος Επιτροπής Επιστημόνων του υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης», με τον δημοσιογράφο, Χρήστο Μιχαηλίδη. Όπως είπε, θα ανησυχεί για την πανδημία μέχρι τον Μάρτιο του 2022.
«Θέλω να δω πόσο αποτελεσματικά θα είναι τα εμβόλια μέσα στο χειμώνα και πόσο υψηλό ποσοστό θα έχουμε καλύψει. Οποιοδήποτε ποσοστό κάλυψης πάνω από 70% – έστω και με μια δόση – θα είναι καλό, μεταξύ 50% και 70% είμαστε οριακά για την ανοσία της αγέλης», τόνισε ο κ. Μαγιορκίνης. Αυτή τη στιγμή, σημείωσε, «οι πλήρως εμβολιασμένοι είναι στο 19%», λέγοντας ότι είναι ένα χαμηλό ποσοστό, το οποίο θα ανέβει σύντομα.
«Δεν είμαστε πολύ μακριά, θα μπορούσαμε να φτάσουμε το 70% εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού έως τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο», πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας ότι το Ισραήλ δεν έχει φτάσει στο 60% και έχει πολύ καλά αποτελέσματα.
Ο κ. Μαγιορκίνης εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια της άτυχης γυναίκας που άφησε την τελευταία της πνοή στην Κρήτη, μετά από εμβολιασμό. Σημείωσε ότι όλα τα θεραπευτικά σχήματα έχουν παρενέργειες. «Διεθνώς θεωρείται ότι το συνολικό όφελος είναι μεγαλύτερο από τον πιθανό κίνδυνο, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον. Η πιθανότητα να καταλήξει αν κόλλαγε κορονοϊό, ήταν μεγαλύτερη από τον κίνδυνο λόγω εμβολίου. Αυτό όμως δεν απαλύνει τον πόνο της οικογένειας», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με το ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολιασμού, ο καθηγητής είναι ότι «θα βοηθήσει για να μπορέσουμε να ενεργοποιήσουμε κάποιες δραστηριότητες υψηλότερου κινδύνου, να διευκολύνουμε την πρόσβαση των πολιτών, και να μειώσουμε τη μεγάλη πίεση στο σύστημα με τα τεστ».
Ο ίδιος εκτίμησε ότι ίσως παραμείνει η υποχρέωση για διενέργεια rapid test ή self test σε δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου, καθώς «στις περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες, λογικά θα πάψει να απαιτείται».