Πού μπορεί να φτιαχτεί ένας κόσμος απαλλαγμένος από τα βάρη και τις συμφορές της καθημερινότητας, αν όχι στον ουρανό, κοντά στα πουλιά, που πετούν ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς; Αυτό τουλάχιστον μας προτείνει η παράσταση «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, η οποία ανεβαίνει στη σκηνή του Κηποθεάτρου Αλκαζάρ σε σκηνοθεασία Άρη Μπινιάρη, την Τετάρτη 17 Ιουλίου και το onlarissa.gr μίλησε με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, έναν εκ των πρωταγωνιστών της, για τα νοήματα και τους συμβολισμούς του έργου, αλλά και για τη σχέση των Λαρισαίων με το θέατρο, μια μορφή τέχνης η οποία είχε ανέκαθεν την τιμητική της στην πόλη.

Συνέντευξη στη Ζωή Μπουρουτζή

«Η παράσταση “πατά” πάνω στο γνωστό σε όλους έργο του Αριστοφάνη κι όταν λέω ότι “πατά”, εννοώ ότι χρησιμοποιεί όλο τον μύθο, όλη τη δομή του έργου, αλλά αφαιρεί όλα τα στοιχεία που έχουν χαρακτήρα επικαιρότητας, μιας επικαιρότητας 2.500 χρόνων πριν», αναφέρει ο κ. Παπασπηλιόπουλος. «Ο Αριστοφάνης είναι ένας σατυρικός συγγραφέας που σατυρίζει την εποχή του, πέρα από την ποίηση που περιέχει και που κανείς δεν θα καταλάβαινε. Στη θέση τους δεν θα έχει η δική μας παράσταση καθόλου τωρινά στοιχεία, στοιχεία δηλαδή μιας αντίστοιχης σάτυρας της δικής μας επικαιρότητας».

Οι «Όρνιθες» ακολουθούν λοιπόν τη διαδρομή δύο φίλων, του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη, προς το άγνωστο, «με σκοπό να βρουν ένα πιο δίκαιο, ελεύθερο και φιλόξενο μέρος από αυτό στο οποίο ζούνε», εξηγεί ο κ. Παπασπηλιόπουλος. «Μέσα σε αυτή τη διαδρομή αναζητούν ένα πλάσμα που κάποτε ήταν άνθρωπος και τώρα έχει γίνει πουλί, τον Έποπα (τσαλαπετεινό), ένα μυθικό πρόσωπο της εποχής, το οποίο οι συμπολίτες μας 2.500 χρόνια πριν γνώριζαν πολύ καλά σαν πρόσωπο του μύθου. Θέλουν να μάθουν από αυτόν εάν έχει δει πετώντας ένα τέτοιο μέρος κι εκεί πάνω -επειδή αυτός τους μιλά για τα πουλιά- γεννιέται στον Πεισθέταιρο η ιδέα μιας σύμπραξης των πουλιών και των δύο φίλων, ώστε να φτιάξουν μια καινούργια πολιτεία με καινούργιους όρους, ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, όπου θα μπορούν να ζήσουν με βάση την επιθυμία τους».

«Έτσι γεννιέται ο κόσμος των Ορνίθων, η Νεφελοκοκκυγία, η οποία είναι μια σύνδεση δύο πραγμάτων, των πουλιών και των νεφών, δηλαδή του ουρανού. Είναι μια πόλη στα σύννεφα. Στη δική μας παράσταση η μεταφορά, η σκέψη πίσω από αυτό το παραμύθι νομίζω ότι είναι αρκετά έντονη σε σχέση με το πόσο ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του στο οποίο νιώθει πιο ανάλαφρος».

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υποδύεται τον ρολο του Πεισθέταιρου, του ενός εκ των δύο φίλων. «Ας πούμε ότι είναι αυτός που γεννά την ιδέα, είναι περισσότερο το μυαλό της ιστορίας σε σχέση με τον φίλο του, που είναι περισσότερο το σώμα και από τον δικό του νου εκπορεύεται το σχέδιο και, σε απόλυτη σύμπραξη με τον φίλο του, προσπαθούν να το βάλουν σε εφαρμογή», αναφέρει.

Η πόλη λοιπόν χτίζεται κι αμέσως αρχίζουν να συρρέουν σε αυτή άνθρωποι, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και ταυτόχρονα οι θεοί στέλνουν απεσταλμένους για να διαμαρτυρηθούν, επειδή οι καπνοί από τις θυσίες δεν φτάνουν πια στον Όλυμπο. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση «οι άνθρωποι προσπαθούν να δούν πώς θα εκμεταλλευτούν μια νέα τάξη πραγμάτων και, αν αυτή η νέα τάξη τελικά επιβληθεί, πώς θα μπορούσαν να έχουν ένα κομμάτι από το κέρδος», σημειώνει ο κ. Παπασπηλιόπουλος. «Το κέρδος είναι μάλλον ο σκοπός. Οι άνθρωποι αυτοί είμαστε όλοι εμείς. Και οι καλοί άνθρωποι που ονειρεύονται κάτι καλύτερο είμαστε εμείς και οι άνθρωποι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την οποιαδήποτε κατάσταση πραγμάτων για να βρεθούν με προνόμια. Κι όταν λέω είμαστε εμείς, το λέω με πλήρη συνείδηση, γιατί μας είναι πάρα πολύ εύκολο, μας αρέσει κιόλας να θεωρούμε ότι εμείς είμαστε οι καλοί και κάποιοι άλλοι είναι οι κακοί».

«Οι θεοί που διαμαρτύρονται από την άλλη μεριά, -μιας και το ενδιαφέρον της παράστασης δεν είναι να μιλήσει όντως για θεούς- είναι η εξουσία. Δεν ξέρω ποιοι είναι και εάν υπάρχουν, σημασία δεν έχουν αυτοί, γιατί και να υπάρχουν,δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτούς ακριβώς. Θεοί είναι η εξουσία και στον Αριστοφάνη είναι η άρχουσα τάξη, η εξουσία που απειλείται. Για αυτό και έκανα τον διαχωρισμό, ότι οι άνθρωποι που έρχονται δεν ψάχνουν την εξουσία. Για την εξουσία αγωνιούν οι θεοί και απειλείται μέσα από τη νέα τάξη όλη η δική τους δύναμη και μέσα σε αυτό καταφέρνει ο Αριστοφάνης να συνάψει ειρήνη, κάτι που τον έκαιγε κιόλας πολύ, γιατί όλα αυτά τα έργα είναι γύρω από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η ανάγκη για ειρήνη και για μια πιο γαλήνια ζωή ήταν πολύ ζωτικής σημασίας για εκείνον. Παρόλα αυτά και στη δική μας την παράσταση συνάπτεται ειρήνη είτε αυτή είναι μια πραγματικότητα, είτε είναι μια φαντασία, η παράσταση λέει ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Έχουμε λοιπόν ένα έργο που γράφεται για έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους της αρχαιότητας. Θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με σημερινές δικές μας καταστάσεις; «Ναι, σε μια επικαιρική θέαση του θεάτρου, η οπόια δεν είναι του γούστου μου ακριβώς», απαντά ο κ. Παπασπηλιόπουλος. «Το θέατρο δεν είναι επικαιρικό, το θέατρο είναι διαχρονικό. Άλλωστε αν ήταν επικαιρικό, δεν θα το καταλαβαίναμε 2.500 χρόνια μετά. Για αυτό κιόλας τα επικαιρικά στοιχεία του Αριστοφάνη δεν αντέχουν στο σήμερα. Αυτά δηλαδή που αναφέρονται ευθέως στο “τώρα” του δεν αντέχουν. Τα έργα αυτά είναι διαχρονικά, γιατί οι ανάγκες και οι αγωνίες των ανθρώπων αυτού του είδους, οι υπαρξιακές τους αναζητήσεις, παραμένουν πάντοτε στο κέντρο, οπότε το να κάνουμε παραλληλισμούς με το τώρα, πέρα από αυτούς που ευθέως προκύπτουν -γιατί η αγωνία για καλύτερη ζωή αντανακλάται και στο τώρα-, θεωρώ ότι μικραίνουν τα έργα, τα κάνουν περισσότερο δημοσιογραφικά και λιγότερο καλλιτεχνικά».

«Οι όρνιθες, ο κόσμος των πουλιών, με έναν πολύ απλό, παραμυθένιο (κι όταν λέω παραμυθένιο, εννοώ με έναν πολύ “χοντρά” γραμμένο τρόπο, όπως λειτουργούν δηλαδή παραμύθια και οι μύθοι που έχουν αδρές γραμμές) συνοψίζουν την έννοια τη ελαφρότητας, του πετάγματος, του να βγάζει κάποιος φτερά, με τις χρήσεις αυτών των φράσεων στη γλώσσα μας ως μεταφορές», εξηγεί έπειτα ο ίδιος. «Οι Όρνιθες συνοψίζουν τη στιγμή που ένας άνθρωπος αφήνει τα βαρίδια που τον κρατάνε κάτω, πετάει τα κομμάτια του εαυτού του που τον πιέζουν, διορθώνει ίσως και ένα-δυο πράγματα έξω του που τον πιέζουν και ζει μια νέα ζωή, σαν να περπατά με ένα καινούργιο, πιο ελαφρύ βάδισμα πιο κοντά στη φύση. Όχι με την έννοια της φύσης που βλέπουμε έξω μας μόνο, αλλά και με την έννοια της φύσης της εσωτερικής, δηλαδή χωρίς να καταδυναστεύεται από όλα τα επικουρικά προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί στον εαυτό του, σαν ένα πλάσμα μιας κοινωνίας κατασκευασμένης όπως η ανθρώπινη. Αυτά ονομάζει βαρίδια ο Αριστοφάνης, όλα αυτά που κερδίσαμε και κερδίζουμε εμείς οι άνθρωποι μέσα στις κοινωνίες, που από τη μια κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη κι από την άλλη ταυτόχρονα μας βαραίνουν και μας πνίγουν».

Πριν το τέλος της συνέντευξής μας και έχοντας αναλύσει την παράσταση, ρωτώ τον κ. Παπασπηλιόπουλο την άποψή του σχετικά με την πόλη μας, στην οποία πρόκειται να βρεθεί και πάλι σε λίγες ημέρες. «Έχω έρθει αρκετές φορές στη Λάρισα στο πλαίσιο περιοδειών», απαντά εκείνος. «Έχω παίξει στο θέατρο της Λάρισας πάνω από πέντε φορές. Θεωρώ ότι, αν μπορώ να πω κάτι για αυτή, σίγουρα είναι το ότι είναι πολύ ομορφότερη από ό,τι ήταν. Ανέκαθεν ήταν μια όμορφη πόλη, αλλά θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει το πρόσωπό της πολύ προς το καλό. Τελευταία φορά που την επισκέφθηκα ήταν το 2021 και πραγματικά ένιωσα έκπληξη από το πόσο πολύ μου άρεσε και πόσο με την πεζοδρόμηση που έχει γίνει στο κέντρο και πράγματα που γίνανε και που πραγματικά την αναδεικνύουν».

«Θεωρώ ότι και για το θέατρο η Λάρισα ήταν ανέκαθεν μια πόλη με ενδιαφέρον. Είχε και έχει παραδοσιακά ένα δημοτικό θέατρο με μεγάλη διαδρομή και στις πόλεις που υπάρχουν τοπικά θέατρα με διαδρομή καλλιεργείται κι ο κόσμος με έναν ξεχωριστό τρόπο. Η Λάρισα είναι μαζί με την Πάτρα, τον Βόλο, την Καβάλα μια από αυτές τις πόλεις που έχουν μια σχέση με το θέατρο ουσιαστική και για εμάς είναι πάντα χαρά να την επισκεπτόμαστε».

«Κατά τα άλλα, επαγγελματικά σχέδια δυστυχώς πέρα την Αθήνα δεν είναι εύκολο να έχεις στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς λίγο τη συμπρωτεύουσα. Και το λέω με λύπη μου αυτό, θα έπρεπε κέντρα όπως η Λάρισα που είναι μια μεγάλη πόλη και κέντρο πραγματικά της Ελλάδας, να έχουν μια αυθύπακτη λειτουργία στον κόσμο του θεάματος και της τέχνης, γιατί ιδίως στον κόσμο της τέχνης και ιδίως του θεάτρου, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, όλες αυτές οι πόλεις, παρόλο που είναι μεγάλες και αξιόλογες, παραμένουν εξαρτημένες από την Αθήνα και αυτό δεν είναι καλό».

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω