Ταβέρνες νοσταλγικές. Με αύρα μιας άλλης εποχής. Τότε που η πόλη είχε μονοκατοικίες, διώροφα κι αυλές των θαυμάτων. Που θυμίζουν ελληνικό κινηματογράφο, παιδικές και νεανικές αναμνήσεις. Που προσφέρουν μια γεύση από την ιστορία της Λάρισας. Που καταγράφουν και αυτές την ιστορία της πόλης.
Από πότε άραγε συναντάμε ταβέρνες στη Λάρισα; Σε ποια δεκαετία άρχισαν οι Λαρισαίοι να κάνουν εξόδους οικογενειακές και φιλικές σε ταβέρνες χειμερινές και καλοκαιρινές; Αυτές με τα με τα δέντρα τους, τα γλαστράκια τους, τα γλομπάκια τους, τα παλιά παραθυρόφυλλα, τα καρό τραπεζομάντηλα, το χαλικάκι κάτω από τα πόδια σου, τα μωσαϊκά στο πάτωμα; Αυτά τα όμορφα ταβερνάκια, που έγιναν στέκια με καλό φαγητό, όπως τα θυμόμαστε και τα φανταζόμαστε όταν η μνήμη αρχίζει και ασθενεί;
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Μέχρι τότε οι ταβέρνες είχαν άλλο χαρακτήρα. Ήταν ποτοποιεία, ταβερνεία, με τα χαρακτηριστικά βαρέλια τους που τα βράδια προσφέρανε μεζεδάκια στους θαμώνες που ήταν κυρίως άνδρες.
Χαρακτηριστικά αυτά στη οδό Πανός από τη δεκαετία του ΄40 και του ΄50, του Αγραφιώτη, η Ομόνοια, ο Μπαρμπούτης, ο Δούρος στη γωνία επί Νικοτσάρα και 23ης Οκτωβρίου, ο Κυρίτσης στη Φαρμακίδου, ο ξακουστός Ταμπάκης, ο Βισβίκης στις σιδηροδρομικές γραμμές κοντά στο παγοπωλείο Όλυμπος επί της Φαρσάλων, ο Πυργίδης στην Ίωνος Δραγούμη και φυσικά το ψητοπωλείο του Αδάμου στην Πανός που άνοιξε το 1936 και μεσουράνησε και αυτό από τη δεκαετία του ΄60 και μετά.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 60 όμως, οι ταβέρνες αρχίζουν και αλλάζουν χαρακτήρα, ανοίγουν τις πόρτες τους σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, γίνονται οικογενειακές και αναβαθμίζεται η κουζίνα τους. Τότε κάνουν την είσοδό τους στην αστική κοσμική ζωή της Λάρισας. Μέχρι τότε οι Λαρισαίοι διασκέδαζαν στα εξοχικά κέντρα με τις ορχήστρες και τα βαριετέ, όπως σε αυτά του Αλκαζάρ και του Φρουρίου.
…
Η πιο χαρακτηριστική ταβέρνα της Λάρισας που παρακολουθεί και συμβολίζει αυτή την ιστορική διαδρομή της πόλης ήταν αυτή του Ζαχαριάδη στην αρχή της Παναγούλη (Βασιλεώς Κωνσταντίνου τότε) στο σημείο που σήμερα συναντάμε το εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο «Atlantic». Ο Νίκος Παπαθεοδώρου έχει κάνει ένα καταπληκτικό ειδικό αφιέρωμα στην ταβέρνα του Κώστα Ζαχαριάδη την οποία άνοιξε το 1927 μαζί με τον αδερφό του Θανάση. Μετά τον θάνατο του Θανάση Ζαχαριάδη, το 1952, η ταβέρνα μετακόμισε στο ισόγειο διώροφης οικοδομής στη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Παναγούλη. Μετά τον θάνατο δε του Κώστα Ζαχαριάδη, το 1962, την ταβέρνα αναλαμβάνουν οι γιοι του Μίμης και Παύλος.
Το πρώτο σημείο ορόσημο είναι το 1965 που η ταβέρνα αλλάζει χαρακτήρα, γίνεται οικογενειακή και αρχίζει να σερβίρει την περιβόητη μοσχαροκεφαλή στο λαδόχαρτο και τη στάμνα μοσχάρι, τις δύο σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Το 1968, μετακομίζει για μια ακόμη φορά σε διπλανό κατάστημα επί της οδού Ηπείρου, το οποίο διαθέτει και αυλή. Είναι η πρώτη ταβέρνα με αυλή στην πόλη και σε αυτό το χώρο γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες της. Τον χειμώνα στα τρία μικρά δωμάτια του οικήματος και το καλοκαίρι στην υπέροχη αυλή με την χαρακτηριστική μουριά να δεσπόζει στο χώρο. «Οι καλοκαιρινές αυτές βραδιές έχουν μείνει αξέχαστες στην πόλη. Περιβάλλον απλό, λαϊκό, με τις ψάθινες καρέκλες και τα μικρά ξύλινα τραπεζάκια στρωμένα με τραπεζομάντηλα, φιλική περιποίηση και ποιότητα φαγητού, αυτά ήταν που πρόσφερε η ταβέρνα του Ζαχαριάδη. Οι περισσότεροι δοκίμαζαν τη μοσχαροκεφαλή και τη στάμνα, τα οποία συνόδευαν με κόκκινο κρασί Ραψάνης ή με ρετσίνα από τον Συνεταιρισμό Μαρκόπουλου. Όσοι προτιμούσαν τους μεζέδες, το τσίπουρο Τυρνάβου ήταν συντροφιά τους. Δεν υπάρχει οικογένεια στη Λάρισα που να μην γεύτηκε τις λιχουδιές της ταβέρνας» περιγράφει χαρακτηριστικά ο Παπαθεοδώρου στο ως άνω αφιέρωμα.
Το δεύτερο σημείο ορόσημο είναι το 1981 όταν τη διαχείριση της ταβέρνας ανέλαβαν τα αδέρφια Ζαννή, που την μετονόμασαν σε Μουριά και η οποία λειτούργησε μέχρι το 2005 οπότε και έκλεισε οριστικά. Το κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του σήμερα υπάρχει υπαίθριος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων… Την Μουριά τη θυμάμαι έντονα, μέρος της παιδικής μου ηλικίας, Θα έλεγα ότι είναι υπεύθυνη για όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που στο μυαλό μου συμβολίζουν την έννοια της ταβέρνας, την αύρα αυτής της εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί από την πόλη…
…
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο αρχικός σκοπός του παρόντος ήταν να προκύψει ένα αφιέρωμα στις ταβέρνες με αυλές της παλιάς Λάρισας, με αφορμή αυτή την χαρακτηριστική προσωπική ανάμνηση της αυλής της Μουριάς. Κατά το ρεπορτάζ όμως διαπίστωσα, προς έκπληξη μου, ότι στη Λάρισα δεν υπήρξαν πολλές ταβέρνες με αυλές, όπως θα περίμενε κανείς σε μια πόλη που βρίσκεται μέσα στον κάμπο και έχει ζέστη για πολλούς μήνες τον χρόνο. Μια εξήγηση επ΄ αυτού μου έδωσε ο Θάνος Μουκούλης, ο οποίος επιστρατεύτηκε για να με βοηθήσει στην ιστορική καταγραφή, καθώς αφενός διαθέτει εξαιρετική μνήμη και αφετέρου υπήρξε λάτρης και θαμώνας στα χαρακτηριστικά ταβερνάκια της πόλης. «Ήταν η εποχή που ο κόσμος άρχισε να αγοράζει αυτοκίνητα, και τα καλοκαιρινά βράδια άρχισε να πηγαίνει στα γύρω χωρία για μια νότα δροσιάς και για καλό φαγητό. Στο Μύλο στο Συκούριο, σε ψητοπωλεία στη Φαλάνη και τον Βρυότοπο, στο Αργυροπούλι για παϊδάκια, στην Κουρτίνα στη Φαλάνη, στον Θάνο στον Τύρναβο, στον Γιωργο στη Χάλκη, στον Μαυρόγατο στην Νίκαια, στην Απανεμιά στον Τύρναβο»…
Είμαστε πλέον στη δεκαετία του ‘70. Είναι η εποχή που εντός της πόλης εμφανίζονται πολλές και εμβληματικές ταβέρνες παράλληλα με τα χαρακτηριστικά εστιατόρια όπως το Χαβάη στην Κούμα, ο Έλατος στη Φιλελλήνων, τα Δυο Φεγγάρια και το Αβέρωφ στην Ασκληπιού, το Ελλάς στην πλατεία Ταχυδρομείου, τα Πέντε Φ στα οποία έτρωγαν οι Λαρισαίοι. Ακολουθούν μεταγενέστερα το Παραμύθι και το Πυθάρι που αντέξανε στο χρόνο και εξακολουθούν να προσφέρουν ξεχωριστές γευστικές εμπειρίες στους Λαρισαίους.
Όταν μιλάμε όμως για ταβέρνες της παλιάς Λάρισας και διανύουμε τη δεκαετία του ΄70 και του ΄80, ο συνειρμός πάει αυτόματα στην υπέροχη Ψάθα στα Ταμπάκικα, τον χαρακτηριστικό Νταχμίρη στα Παλιατζίδικα, τον Σίλα στην Νεράιδα, στην αρχή της Καρδίτσης που το καλοκαίρι έβγαζε τραπέζια στην αυλή απέναντι με το χαρακτηριστικό στρογγυλό σιντριβάνι και με τα φημισμένα του τηγανητά κολοκυθάκια. Το μυαλό μας πάει αυτόματα στου Λεωνίδα στην Υψηλάντου και στο φημισμένο πιάτο του, το γκούλας, το μοσχάρι με την κόκκινη σάλτσα που οι Λαρισαίοι το προτιμούσαν και μεταμεσονύχτια μετά από κάποια προβολή ή παράσταση. Υπήρχε επίσης ο Μαλατράς στην Κουμουνδούρου απέναντι από τη Νομαρχία, ο Αρίστος στη Φαρσάλων, ο Χαδουλός αρχικά κάπου στην 25ης Μαρτίου και εν συνεχεία στην Μιαούλη, ο Δράμης στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, ο Ζορντός κοντά στο παλιό Νοσοκομείο, ο Τσιμπώλης στην Ηπείρου, το Μαντράκι σε ένα στενάκι κάθετο επί της Καραμανλή λίγο πριν τον κυκλικό κόμβο για την Αεροπορία.
Εκτός από τις πρώτες αναμνήσεις στην αυλή της Μουριάς, η παιδική μου ηλικία είναι γεμάτη με οικογενειακές εξόδους στην Ψάθα, στον Καλαμώνα στην παλιά Εθνική οδό και νυν Λεωφόρο Καραμανλή, στα Κλήματα πίσω από το πάρκο του Αγίου Αντωνίου, στον Φοίνικα στην πλατεία Αβέρωφ, στις Μούσες και μετά στο Art Deco στην Παλαιστίνης στο κτίριο Μουσών, στο Νικόδημο.
Η Ψάθα στα Ταμπάκικα, απέναντι από την Παναγία έχει αφήσει εποχή στην πόλη και άφησε το στίγμα της κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών, από το 1970 μέχρι τα τέλη του ΄90. Το χειμώνα μέσα στην κεντρική σάλα και στα δύο μικρότερα δωματιάκια και το καλοκαίρι στην αυλίτσα του μπροστά στο πεζοδρόμιο. Ποιος δεν θυμάται τον χαρακτηριστικό δίσκο με τα ορεκτικά, ο οποίος περνούσε από κάθε τραπέζι για να διαλέξουν οι πελάτες και να κρατήσουν στο τραπέζι τους απευθείας αυτά που διάλεγαν. Ποιος δεν θυμάται εκείνη την φωλιά από τηγανητές πατάτες με τις τυροκροκέτες; Ο Μιχάλης Βασιλόπουλος ήταν μια έντονη προσωπικότητα της Λάρισας, με πρωτοποριακές ιδέες και με πολλές προσωπικές φιλίες στο καλλιτεχνικό κόσμο. Έτσι δεν ήταν περίεργο να κάθεται στο διπλανό σου τραπέζι ο Στράτος Διονυσίου, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Βασίλης Τσιτσάνης…
Το 1980 ανοίγει στην παλιά Εθνική οδό (νυν Καραμανλή) επί της οδού Μυκηνών ο Μιχάλης Δασκαλόπουλος τον Καλαμώνα. Ήταν η πρώτη ταβέρνα/κέντρο διασκέδασης της Λάρισας που είχε πραγματική αυλή, μεγαλύτερη από το εσωτερικό κτίριο, μπορούσε να φιλοξενήσει περί τα 150 άτομα. Ο κήπος εκτός από τον μεγάλο πλάτανο έχει πολλές τριανταφυλλιές και χωρίσματα με παρτέρια, και ένα εξωτερικό ξύλινο μπαρ. Το όνομά του το πήρε από την ταπετσαρία που υπήρχε στους τοίχους που απεικόνιζε έναν καλαμώνα και από τα διακοσμητικά καλάμια που υπήρχαν στο χώρο. Ο Μιχάλης Δασκαλόπουλος ήταν ο άνθρωπος που έφερε στη Λάρισα το κοτόπουλο ανοιχτό στα κάρβουνα. Οι περισσότεροι Λαρισαίοι το μνημονεύουν, όπως και το καπνιστό ψαρονέφρι και το γιαούρτι με γλυκό καρότο που σαν επιδόρπιο έκανε εκεί την εμφάνισή του στην πόλη. Αυτές ήταν οι σπεσιαλιτέ του· και η γουρουνοπούλα η ψητή, ολόκληρη αλλά πάντα κατόπιν ειδικής παραγγελίας.
Κάθε Παρασκευή και Σάββατο είχε ζωντανή μουσική με καλλιτέχνες Λαρισαίους και από τη Θεσσαλονίκη. Το ρεπερτόριο ξεκινούσε από έντεχνο και έφτανε μέχρι το καλό παλιό λαικό τραγούδι. Όλη η Λάρισα έχει διασκεδάσει στον Καλαμώνα. Εκεί έκαναν οι Λαρισαίοι χορούς, αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις, αλλά και πολλά ιδιωτικά γλέντια. Μέχρι και ο Μίκης Θεοδωράκης έφαγε και διασκέδασε εκεί.
Η Νικολέττα Δασκαλοπούλου μου διηγείται μια όχι και τόσο γνωστή ιστορία. Τον Μάρτιο του 1987, τότε που η ΑΕΛ κινδύνεψε να χάσει το πρωτάθλημα όταν ο Τσίγκοφ βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένη ουσία και ο αθλητικός δικαστής αποφάσισε να μηδενίσει τη Λάρισα η οποία προηγούνταν στο βαθμολογικό πίνακα, οι οπαδοί της Λάρισας απέκλεισαν την εθνική οδό με τραπέζια από τον Καλαμώνα. Οι παίχτες ΑΕΛ αγαπούσαν πολύ το μαγαζί και ο Γιάτσεκ Γκμοχ κάθε φορά που έμπαινε στον Καλαμώνα ζητούσε να του παίξουν το Στην Ελευσίνα μια φορά, ήταν το αγαπημένο του. Τότε ήταν που επισκέφτηκαν το μαγαζί οι Γιώργος Λιάνης, Κώστας Χαρδαβέλλας και Γιάννης Δημαράς, οι τρεις δημοσιογράφοι της θρυλικής εκπομπής Ρεπόρτερς.
…
Αν εξαιρέσει κανείς την Ψάθα που έβγαζε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, δεν είχε ακριβώς αυλή, και ήταν πιο χειμερινό μαγαζί, τα υπόλοιπα όντως είχαν αυλές. Ίσως για αυτό όταν το μυαλό μου πάει πίσω στο χρόνο και στις παιδικές νυχτερινές εξόδους συνδέω τις ταβέρνες στη Λάρισα του παρελθόντος με τις αυλές…
Σήμερα, οι μοναδικές ταβέρνες με αυλές που υπάρχουν είναι ο Νικόδημος και το Εν Λαρίση. Και αν βγούμε λίγο πιο έξω από την πόλη, η Οδός Ονείρων στον Τύρναβο.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις