Πρόκειται για βυζαντινό οικισμό και κάστρο στις δυτικές πλαγιές του όρους Μαυροβούνι, νότια από την Αγιά Λάρισας και πάνω από το χωριό Καστρί.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο είναι χτισμένο σε έναν επιμήκη βραχώδη λόφο που ανήκει στον ορεινό όγκο του Μαυροβουνίου. Ο λόφος εκτείνεται στον άξονα από ΝΔ προς ΒΑ.
Το σημείο μπορούσε να ελέγχει μεγάλο μέρος του κάμπου της Λάρισας, την είσοδο στον κάμπο της Αγιάς, την έξοδο από τον παραλιακό δρόμο Κισσάβου και τον παραλίμνιο δρόμο που οδηγούσε προς το Βόλο και τα Κανάλια Μαγνησίας.
Η θέση πρόσφερε καλή φυσική προστασία όχι μόνο εξαιτίας της μορφολογίας του υψώματος, αλλά και επειδή τους πρόποδες του λόφου περιέβρεχε η λίμνη Κάρλα (ή Βοιβηίδα).
Η λίμνη αποξηράνθηκε το 1962 και πρόσφατα επαναδημιουργήθηκε μέρος της ως ταμιευτήρας που πλέον είναι αρκετά μακριά από το κάστρο (κάπου 14χλμ νοτιοανατολικά).
Δείτε το βίντεο:
Ιστορία
Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω στη χάραξη αρχαίου τείχους. Δεν γνωρίζουμε το όνομα της αρχαίας πόλης. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ούτε την αρχική ονομασία της μεσαιωνικής πόλης.
Στις πλαγιές βορειοανατολικά του κάστρου λειτουργούσαν κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και πιθανόν μέχρι και τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους λατομεία λευκού μαρμάρου.
Ελλείψει επιφανειακών ευρημάτων ή ανασκαφικών δεδομένων δεν είναι δυνατή η ταύτιση της θέσης με κάποια από τις παραλίμνιες πόλεις που αναφέρονται στις πηγές. Ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν εδώ την αρχαία πόλη Άμυρο και κάποιοι άλλοι το παλαιοχριστιανικό Κερκίνεον, η οχύρωση του οποίου επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό.
Το κάστρο εμφανίζεται στην ιστορία για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα. Το πιθανότερο είναι να υπήρχε πολύ πριν από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν γνωρίζουμε από πότε ακριβώς. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη εκδοχή, ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού. Ο ιστορικός Προκόπιος στο Περί Κτισμάτωνέργο του, όπου καταγράφει όλα τα φρούρια που κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν από τον Ιουστινιανό, δεν συμπεριλαμβάνει στα κάστρα της Θεσσαλίας το Καστρί. Περιλαμβάνει το Κερκίνεον και σε αυτό βασίζονται οι θεωρίες περί ιδρύσεως τον 6ο αιώνα. Αλλά, όπως ειπώθηκε, η ταύτιση του Κερκινέου με το Καστρί δεν είναι καθόλου βέβαιη και μάλλον δεν ισχύει. Οπότε το Καστρί μάλλον δεν είναι κατασκευή του 6ου αιώνα.
Αν δεν κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα, η πιθανότητα να κτίστηκε τους επόμενους αιώνες, πριν τον 10ο, είναι ελάχιστη καθώς από τα τέλη του 6ου αιώνα η ενδοχώρα της Θεσσαλίας είχε κατακλυστεί από Σλάβους και ακολούθησε μια παρατεταμένη περίοδος οπισθοδρόμησης.
Η πιο πιθανή χρονική περίοδος κατασκευής είναι ο 10ος αιώνας, περί το 920, όταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός έκτισε κάστρα στην Δυτική Μακεδονία και στη Θεσσαλία για να αναχαιτίσει τον κίνδυνο των Βουλγάρων που λίγο πριν είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην περιοχή υπό τον ηγέτη τους Συμεών (ως τότε οι συγκρούσεις των Βουλγάρων με το Βυζάντιο είχαν επίκεντρο τη Θράκη).
Στο τέλος του 10ου αιώνα με αρχές του 11ου αιώνα αναφέρεται η ύπαρξη επισκοπής με το όνομα Κατρία ή Καστρία έχουσα την 11η ή 12η τάξη μεταξύ των επισκοπών Θεσσαλίας (Darrouzès, 1981). Πιστεύεται ότι η επισκοπή εκείνη αφορούσε την πόλη εντός του κάστρου στο Καστρί Αγιάς. Η επισκοπή μαρτυρείται επίσης σε γράμμα του Πατριάρχη Φιλοθέου, το 1371, ως κατέχουσα την 11η τάξη.
Μετά το 1204, το Καστρί πρέπει να πέρασε για λίγο στο Φράγκικο «Βασίλειο της Θεσσαλονίκης». Η Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία κράτησε μόλις 18 χρόνια. Στη συνέχεια πέρασε υπό τον έλεγχο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Μετά το 1263 ιδρύθηκε ένα αυτόνομο Θεσσαλικό κρατίδιο από τον Ιωάννη Α’ Δούκα, γιο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’. Το κρατίδιο αυτό κράτησε μέχρι το 1318 όταν πέθανε χωρίς απογόνους ο τελευταίος ηγεμόνας από το σόι των Δουκών. Μετά επικράτησε μια χαώδης κατάσταση στην οποία προσπάθησαν να ασκήσουν εξουσία διάφοροι τοπάρχες και πλούσιοι γαιοκτήμονες οι αποκαλούμενοι κεφαλάδες, στους οποίους ήδη από τον 11ο-12ο αιώνα είχαν δοθεί μεγάλες εκτάσεις στη Θεσσαλία και οι οποίοι με τον καιρό είχαν αποκτήσει πλούτο και πολιτική δύναμη.
Το 1318 με το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε, το Θεσσαλικό κρατίδιο διαλύθηκε. Ένα μεγάλο μέρος του, η Φθιώτιδα και η Μαγνησία καταλήφθηκε από του Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών. Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι το άρπαξε ένας από τους κεφαλάδες, ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος κάποια στιγμή μεταξύ 1318 και 1325 επεδίωξε της υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία της στη Θεσσαλία. Ως ανταμοιβή, του δόθηκε ο τίτλος του σεβαστοκράτορος και αναγνωρίστηκε ως κυβερνήτης μεγάλου μέρους της Θεσσαλίας (που χοντρικά αντιστοιχεί στη σημερινή περιφέρεια Θεσσαλίας πλην Μαγνησίας) διατηρώντας σχετική αυτονομία. Έγινε κύριος των περισσότερων μεγάλων κάστρων στην περιοχή. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το Καστρί Αγιάς.
Πάντως ενδεχομένως ο Γαβριηλόπουλος να είχε μόνο τυπικά την επίσημη εξουσία στο Καστρί. O Καταλανός ιστορικός του 19ου αιώνα Antoni Rubio y Lluch (Αντόνι Ρουβιό ι Λιουκ) βασιζόμενος σε έγγραφα του Δουκάτου των Αθηνών αναφέρει ότι κάποιος Έλληνας ονόματι Misilino (Μελησσινός) ήταν ο άρχοντας του Κάστρου της Αγιάς (και του Παλιόκαστρου Λεχωνίων ) ο οποίος είχε παντρέψει την αδερφή του με τον Καταλανό στρατηγό Odon de Noveles αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία των Καταλανών.
Ο Γαβριηλόπουλος πέθανε το 1333. Αμέσως μετά, ο ικανότατος κυβερνήτης του θέματος Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μονομάχος προλαβαίνοντας τον Δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β΄ Ορσίνι κινήθηκε γρήγορα και κατέλαβε την περιοχή για λογαριασμό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (ο οποίος Ανδρόνικος μάλλον βρέθηκε προ τετελεσμένων και αναγκάστηκε εκ των υστέρων να εγκρίνει τις ενέργειες του Μονμάχου). Όπως το ιστοριογραφεί ο Καντακουζηνός: «εσέβαλεν εις αυτήν και είλε τον τε Γόλον και Καστρίν και Λυκοστόμιον πολίσματα αυτής…», Ο Μονομάχος έγινε κυβερνήτης της Θεσσαλίας με τον τίτλο Σεβαστός. Έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1342 και αφού πρωταγωνίστησε σε πολλά γεγονότα (κατάλυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, βυζαντινός εμφύλιος κλπ). Το 1342, κυβερνήτης Θεσσαλίας ανέλαβε ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Άγγελος ο οποίος στον βυζαντινό εμφύλιο που ήταν σε εξέλιξη ήταν με το μέρος του Ιωάννη Καντακουζηνού (και όχι με την αντίπαλη παράταξη του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου στην οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, ανήκε ο Μονομάχος).
Το 1348 ο Ιωάννης Άγγελος πέθανε και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου που τότε ήταν υπό τον έλεγχο των Σέρβων με ηγεμόνα τον Θωμά Πρελούμπο. Όχι όμως το Καστρί, που το 1350 κατελήφθη από τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό (που τότε ήταν πλέον αυτοκράτορας). Φαίνεται ότι την εποχή εκείνη το Καστρί είχε αποκτήσει στρατηγική σημασία καθώς ήταν στα σύνορα με εχθρικές περιοχές: το Δουκάτο των Αθηνών και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεν ξέρουμε για πόσο καιρό παρέμεινε το Καστρί υπό Βυζαντινό έλεγχο. Δεν πρέπει να ήταν για πολύ, καθώς εκείνα τα χρόνια το Βυζαντινό κράτος παρέπαιε και η επικράτειά του συρρικνωνόταν συνεχώς.
Σύμφωνα με τον Rubio y Lluch, το 1380, το Καστρί ονομαζόταν “Castel des don Estanyol ” και είχε περάσει στη δικαιοδοσία των Καταλανών. Ανήκε σε κάποιον Misili de Novelles Senyor, που, αν κρίνουμε από το όνομα, ήταν γόνος των Μελισσηνών και των de Novelles.
Πενήντα χρόνια μετά, το 1423, ενέσκηψαν οι Οθωμανοί και η ιστορία του κάστρου τελειώνει εκεί. Όπως φαίνεται, επί Τουρκοκρατίας ο πληθυσμός άρχισε να μετακινείται σε πιο φιλόξενα μέρη και ο μεσαιωνικός οικισμός στο Καστρί σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Εικόνα του κάστρου κατά τους νεότερους χρόνους έχουμε από ξένους περιηγητές όπως τον Σουηδό J.J.Bjornstahl (1779) και κυρίως τον Άγγλο W.M. Leake (1809). Η σημερινή κατάσταση του κάστρου δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτήν που δίνουν οι περιηγητές των περασμένων αιώνων.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Πρόκειται για σχετικά μεγάλο κάστρο με τριγωνική κάτοψη που καταλαμβάνει μια επιφάνεια 32 στρεμμάτων που περικλείεται από τείχη που είχαν συνολικό μήκος περί τα 900 μέτρα. Στην βορειοανατολική άκρη του κάστρου, στο ψηλότερο σημείο, υπάρχει η εσωτερική ακρόπολη με εμβαδόν 3 στρέμματα και περίμετρο τειχών 230 μέτρα.
Εκτός από την ακρόπολη, το εσωτερικό του κάστρου διαιρείται σε δύο ακόμα τμήματα που τα χωρίζει ένα εγκάρσιο εσωτερικό τείχος.
Τα τείχη είναι από ημικατεργασμένους λίθους με συγκολλητικό κονίαμα. Δεν υπάρχουν εδώ σειρές από τούβλα που συνηθίζονται σε άλλα βυζαντινά κάστρα.
Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών έχει καταρρεύσει, διατηρούνται όμως αρκετά τμήματα ώστε να είναι σήμερα σαφές το αρχικό περίγραμμα των τειχών. Επίσης υπάρχουν υπολείμματα αρκετών πύργων: διατηρούνται ένας τριγωνικός στη δυτική πλευρά, τρεις κυκλικοί και ένας τριγωνικός στην ανατολική πλευρά.
Τα τείχη της ακρόπολης και ο ακρόπυργος διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση, έπειδή επισκευάστηκαν περισσότερες φορές.
Στους πρόποδες του λόφου διατηρείται σε κάποιο ύψος ένας μεγάλος ορθογώνιος πύργος, αποκομμένος σήμερα από την υπόλοιπη οχύρωση, τόσο λόγω υψομετρικής διαφοράς όσο και λόγω της διερχόμενης επαρχιακής οδού προς τα Κανάλια και το Βόλο. Δεν είναι σαφές αν η οχύρωση του κάστρου έφτανε μέχρι εκεί περιλαμβάνοντας και τον συγκεκριμένο πύργο. Αν είναι έτσι, ένας μέρος της οχύρωσης έχει καταστραφεί για την κατασκευή του επαρχιακού δρόμου (πριν το 1962 και την αποξήρανση της Κάρλας).
Στα ερείπια του κάστρου δεν φαίνεται σήμερα κάποια πύλη. Η θέση της πιθανολογείται στο μέσον της ανατολικής πλευράς, όπου η πλαγιά είναι σχετικά ομαλότερη.
Στο κατώτερο τμήμα υπάρχει ο μικρός βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο έχουν εντοιχιστεί αρχαία υπολείμματα. Χρονολογείται στα τέλη του 12ου αρχές του 13ου αιώνος, αλλά η αρχική του μορφή έχει αλλοιωθεί μετά από τις διάφορες ανακαινίσεις κατά καιρούς.
Το Κάστρο στην Τέχνη και στο Λόγο
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπήρξε πρωταγωνιστής των Βυζαντινών εμφυλίων του 14ου αιώνα και αυτοκράτορας το διάστημα 1347-1354. Όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο, έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και συνέγραψε μετά το 1360 ένα ιστορικό έργο, κάτι σαν απομνημονεύματα, με τον τίτλο «Ιστορίαι».
Από το έργο αυτό η αφήγηση που αφορά τον Γαβριηλόπουλο και το Καστρί έχει ως εξής: (Ιστορίαι, βιβλίο I, 473-474)
- Με πληροφορίες από kastra.eu
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις