Τρία βουνά, χωριά με ιστορία αιώνων και ορισμένες από τις ομορφότερες παραλίες της χώρας συνθέτουν ένα φυσικό περιβάλλον μοναδικής ομορφιάς και αποτελούν έναν προορισμό που θα ικανοποιήσει όλους τους επισκέπτες.

Bουνά… δοξασμένα και ιστορικά, πανέμορφα και κατάφυτα χωριά, άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι, ποτάμια, πουλιά, δέντρα και γαστρονομία συναντώνται και «παντρεύονται» με μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της χώρας.

Όλυμπος, Κίσσαβος, Μαυροβούνι, απλώνουν με επιβλητικό τρόπο τη μεγαλοσύνη τους και επιβάλλονται. Ραψάνη, Αμπελάκια, Μεταξοχώρι, Μελιβοία και Αγιά κουβαλούν ομορφιά και ιστορία αιώνων και συνεχίζουν. Στην καρδιά της Ελλάδας, στην αγκαλιά του Ολύμπου και απέναντι από τον Άθω βρίσκονται τα παράλια του νομού Λάρισας, μία μοναδική περιοχή με 70χλμ. ακτογραμμή και περισσότερες από 30 παραλίες. Τα παράλια της Λάρισας είναι ένας προορισμός, με την αμεσότητα βουνού και θάλασσας σε ένα παρθένο και αβίαστο φυσικό περιβάλλον.

Φαράγγια, λίμνες, μονοπάτια, δέλτα Πηνειού με τους ερωδιούς, συνθέτουν ένα τοπίο μοναδικού κάλλους και δίνουν την δυνατότητα εξερεύνησης του τόπου μέσα από ένα πλήθος υπαίθριων δραστηριοτήτων.

Πρόκειται για προορισμό εύκολα προσβάσιμο από την Αθήνα σε τρεις ώρες, σε τρεισήμισι ώρες από τη Θεσσαλονίκη, 40 λεπτά από Λάρισα, δέκα λεπτά από την Κοιλάδα Τεμπών. Στο πλαίσιο press trip που έλαβε χώρα το διάστημα 20-22 Μαΐου, δημοσιογραφική ομάδα που εκπροσωπούσε 14 media, επισκέφτηκε σημαντικά τοπόσημα της ευρύτερης περιοχής.

Την εικόνα συμπληρώνουν, τα παραδοσιακά χωριά που αναπτύσσονται σε όλη την πλαγιά του Κισσάβου, οι ιαματικές πηγές του Κόκκινου Νερού, το πρώην Βασιλικό κτήμα στο Πολυδέντρι, τα αξιοθέατα, αλλά και τα μοναστήρια, τα ασκηταριά και οι εκκλησίες που αποτυπώνονται στο Όρος των Κελίων.

Σε συνδυασμό με την γευσιγνωσία, από τα επώνυμα τοπικά προϊόντα (μήλα, κάστανα, κεράσια, ακτινίδια) αλλά και τα άγρια βότανα που θα συναντήσει ο φιλοξενούμενος, βιώνει μια αρμονική συνύπαρξη αγροτικής ενασχόλησης και υπηρεσιών του τουρισμού. Όλα αυτά, τα προσφέρουν απλόχερα οι φιλόξενοι ντόπιοι, διαθέτοντας τα καταλύματα και του χώρους τους, με ανθρώπινες χωρίς συγχρωτισμό συνθήκες διαμονής και διατροφής, σε επισκέπτες με ταυτότητα.

Χωριό Μελιβοἰα: Η… πατρίδα του κάστανου και του πράσινου μήλου

Πρόκειται για το χωριό που παράγει το 25% του κάστανου στην Ελλάδα, το χωριό που οριοθετεί το… χρηματιστήριο αυτού του μαγικού προϊόντος, που ορίζει τις τιμές ευρύτερα. Ο λόγος για τη Μελιβοία, που ακόμη και το όνομά του δείχνει… γλύκα και ομορφιά.

Μια… αντίθεση με το παλαιότερο όνομα του χωριού που ήταν… Αθάνατη, λόγω των πολλών κακουχιών που υπέστησαν οι κάτοικοι στο πέρασμα των αιώνων. Ένα πανέμορφο και κατάφυτο χωριό, με περιποιημένα σπίτια και αυτές γεμάτες λουλούδια, όπως και όλη η περιοχή. Απέχει περίπου 45 χλμ. από τη Λάρισα, ενώ είναι χτισμένο σε υψόμετρο 400 μέτρων.

«Ξεναγός» μας είναι ο Αντώνης Γκουντάρας, με μακρά θητεία στα κοινά της περιοχής, καθώς έχει μια θητεία ως κοινοτάρχης, τρεις φορές δήμαρχος Μελιβοίας, άλλες τόσες δήμαρχος Αγιάς και συνεχίζει. Ο ίδιος μας λέει ότι η Μελιβοία έχει τώρα 1.000 μόνιμους κατοίκους, ενώ παλαιότερα είχε 2.700, ενώ τονίζει πως σ’ αυτόν τον τόπο παράγονται τα καλύτερα πράσινα μήλα της χώρας, τα γνωστά μήλα της Μελιβοίας. Το χωριό παράγει το 35% των πράσινων μήλων της Ελλάδας.

Μοναδική εμπειρία για τους επισκέπτες του πανέμορφου χωριού είναι η πεζοπορία στο μονοπάτι Μελιβοίας – Βελίκα, το οποίο έχει οργανωθεί με χώρους αναψυχής. Οι επισκέπτες περνούν από ξύλινα γεφύρια, πέτρινες βρύσες και τον όμορφο καταρράκτη Σωτηρίτσας.

Το χωριό δεν έχει αμπέλια, οπότε το τσίπουρο είναι από σύκο! Μια ιδιαιτερότητα που… τιμήσαμε δεόντως. Αυτό έγινε στην καρδιά του χωριού, όπου υπάρχει ένα μοντέρνο, πανέμορφο εστιατόριο – winebar, το La Gantem, με γκουρμέ γεύσεις, μπάτζο σαγανάκι, καπνιστό μαύρο χοίρο, βουβαλίσιο καβουρμά κ.α.

Μεταξοχώρι: Το «χωριό των καλλιτεχνών»

Στους πρόποδες του Κισσάβου, μόλις 1,5 χλμ. από την Αγιά και σε υψόμετρο 300 μέτρων ξεδιπλώνεται το χωριό Μεταξοχώρι (παλαιότερη ονομασία Ρέτσιανη ή Μελίσσι)που πήρε το όνομά του από την καλλιέργεια μεταξοσκώληκα που προηγούμενες δεκαετίες είχε γνωρίσει μεγάλη άνθιση στην περιοχή. Το που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αγιά (μόλις 1,5 χλμ.) είναι παραδοσιακός οικισμός, γνωστός για την παραγωγή μεταξιού.

Ο παραδοσιακός αυτός οικισμός που απέχει μόλις 36 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, έχει περίπου 1.000 μόνιμους κατοίκους, ενώ λέγεται και χωριό των καλλιτεχνών. Και τούτο διότι ολοένα και περισσότεροι καλλιτέχνες το επιλέγουν ως μόνιμο τόπο κατοικίας τους, έχοντας αγοράσει παλιά πετρόχτιστα σπίτια και τα έχουν ανακαινίσει σε υπέροχα παραδοσιακά οικήματα.

Πανύψηλα πετρόχτιστα αρχοντικά, άνθρωποι φιλόξενοι και χαμογελαστοί και τα χρώματα της φύσης να εναλλάσσονται ανάλογα με την εποχή και τον καιρό, είναι εικόνες που θα συναντήσεις μόλις φτάσεις. Αυτό που μας μάγεψε ήταν η γλύκα και η ηρεμία των ανθρώπων που διαμένουν εκεί, αλλά και οι ήχοι της φύσης. Τα νερά που τρέχουν χειμώνα – καλοκαίρι και τα αηδόνια που δημιουργούν μια μαγική μυσταγωγία φυσικού τοπίου και πνευματικού ταξιδιού.

Στην περιοχή έχουν βρεθεί επιτύμβιες στήλες από τα ρωμαϊκά και τα ελληνιστικά χρόνια. Λέγεται μάλιστα ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός μίλησε στους κατοίκους το 1765 (σύμφωνα με σχετική σημείωση σε εκκλησιαστικό βιβλίο του χωριού) και στο μέρος αυτό, στη θέση «Κεραμίδι», φύτρωσε ανάμεσα στο βράχο ένα δέντρο, η «Γκαβτζιά».

Ξεναγός μας ήταν η Ανδρομάχη Τσιάρα, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μεταξοχωρίου, η οποία  αποφάσισε πριν από λίγα χρόνια να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και να το υπηρετήσει. Κατέχει πτυχίο μηχανικού τεχνολογίας πετρελαίου και φυσικού αερίου, όμως αποφάσισε να αναβιώσει – μετά από δεκαετίες την καλλιέργεια μεταξοσκώληκα!

Η αγάπη της για το Μεταξοχώρι, στο οποίο η σηροτροφία αποτελούσε «βαριά κληρονομιά», την έκανε να σηκώσει αμέσως τα μανίκια και να ασχοληθεί με τους μεταξοσκώληκες, αυτά τα ιδιαίτερα, όπως λέει, «πλάσματα» και την εκτροφή τους, για «να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι».

«Το χωριό μου έχει ιστορία και παράδοση στη σηροτροφία, οι περισσότερες οικογένειες ζούσαν από αυτήν, είτε σε μεγάλη κλίμακα είτε σε μικρότερη. Μάλιστα, το Μεταξοχώρι έκανε και εξαγωγή σπόρου, από τις καλύτερες ποιότητες. Από εκεί και πέρα, μετά την εμφάνιση του συνθετικού νήματος, άρχισε να πέφτει η ζήτηση σε μετάξι και αυτός ήταν ο λόγος που ξαφνικά άρχισε να σβήνει η σηροτροφία».

Αν κάποιος βρεθεί στο Μεταξοχώριαρχές Ιουνίου, θα έχει την ευκαιρία να βιώσει τη Γιορτή Κερασιού, με λαϊκή μουσική, χορούς, εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας και γεωργικής παραγωγής.

Η ιστορική Αγιά

Η Αγιά είναι μια όμορφη κωμόπολη στην περιφερειακή ενότητα Λάρισας και σε απόσταση 37 χιλιομέτρων από την πόλη. Χτισμένη στις υπώρειες του Κισσάβου, σε υψόμετρο περίπου 200 μέτρων, φημίζεται για τα φρούτα της και αποτελεί ιδανικό προορισμό για όσους θέλουν να συνδυάσουν τη φύση με την επίσκεψη σε θρησκευτικά μνημεία, τις ομορφιές του βουνού με τη κοντινή θάλασσα.

Η περιοχή πιθανόν να κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή, ενώ στην αρχαιότητα έπαιξε σημαντικό ρόλο λόγω της στρατηγικής της θέσης. Τον 11ο αιώνα παρουσίαζε μεγάλη οικονομική άνθηση και θρησκευτική ζωή.

Υπό τη σημερινή της μορφή, η ίδια η Αγιά έχει σχετικά πρόσφατη ιστορία, αφού φαίνεται ότι ιδρύθηκε τις πρώτες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα είχε αναπτυχθεί σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής, κυρίως χάρη στη σηροτροφία (η τέχνη της εκτροφής μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού) και την βαφή κόκκινων νημάτων. Το καλοκαίρι του 1767 λεηλατήθηκε από άτακτα αλβανικά στρατεύματα.

Σήμερα η Αγιά είναι μια κωμόπολη περίπου 5.000 κατοίκων, που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη γεωργία. Η περιοχή είναι γνωστή για τα εξαιρετικής ποιότητας φρούτα της (κυρίως μήλα, κεράσια και αχλάδια, τα οποία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στο εμπόριο) και τα κάστανά της.

Στον παλιό δρόμο Αγιάς-Αγιοκάμπου, στο Μεγάλο Ρέμα στέκεται το εντυπωσιακό πέτρινο γεφύρι του Αλλαμάνου το οποίο κατασκευάστηκε το 1858, ώστε να καταστεί δυνατή η επικοινωνία της Αγιάς με τα παράλια. Το Παλιόκαστρο προσφέρει άπλετη θέα προς το Αιγαίο, το Δώτιο πεδίο και το θεσσαλικό κάμπο.

Στην Αγιά συναντάμε ένα από τα πιο σημαντικό κτίσματα του 16ου αιώνα, το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Ο ναός τοιχογραφήθηκε στα 1724 από τον Πελοποννήσιο μοναχό Γαβριήλ. Σώζεται επίσης η τράπεζα, με τοιχογραφίες του 1616, όπου υπάρχουν σκηνές από τη ζωή των πρωτοπλάστων.

Περιήγηση στην ακτογραμμή του Αγιόκαμπου, τη 2η μεγαλύτερη παραλία της Ελλάδας

Η ακτογραμμή των παραλιών της Λάρισας φτάνει περίπου στα 70 χιλιόμετρα. Μια σειρά από περίπου είκοσι υπέροχες παραλίες και κολπίσκοι ξεδιπλώνονται στη σκιά του Μαυροβουνίου, του Κισσάβου και του Ολύμπου. Κάποιες από τις παραλίες είναι οργανωμένες με τουριστικές υποδομές, άλλες παραμένουν εντελώς παρθένες.

Ιδιαίτερη τουριστική ανάπτυξη παρουσιάζουν οι παραλίες του Αγιοκάμπου – Σωτηρίτσας – Βελίκας (μία συνεχόμενη παραλία πάνω από δέκα χιλιόμετρα), της Κουτσουπιάς, του Κόκκινου Νερού, του Στομίου, των Μεσαγγάλων και του Καστρί Λουτρού.

Κόκκινο Νερό

Το όνομα του χωριού οφείλεται στην ιαματική πηγή με κόκκινο νερό που αναβλύζει στην περιοχή. Το ανθρακούχο νερό οφείλει το χρώμα του στα μεταλλικά άλατα και θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες.

Από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής σύμφωνα με ευρήματα από ανασκαφές της αρχαιολογικής υπηρεσίας και αποτελεί πραγματικά ένα ξεχωριστό συνδυασμό βουνού και θάλασσας. Το Κόκκινο Νερό αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες, ιδιαίτερα από Πολωνία και Τσεχία.

Δέλτα Πηνειού. Ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους

Υγρότοποι, δασάκια από άγριες ελιές, καλλιεργούμενοι ελαιώνες, βοσκότοποι, παράκτια και παραποτάμια δάση, θίνες και αμμώδεις χερσότοποι συνθέτουν σε γενικές γραμμές το οικοσύστημα της περιοχής του δέλτα του Πηνειού.

Ξενάγηση στα Αμπελάκια, το μπαλκόνι του Κίσσαβου

Ένας… κήπος κρεμαστός στο μπαλκόνι του Κισσάβου είναι το χωριό Αμπελάκια. Το χωριό αποτελεί παραδοσιακό οικισμό του νομού Λάρισας και είναι χτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Όσσα, στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Το χωριό φημίζεται για τα σπουδαία αρχοντικά του καθώς γνώρισε πολύ μεγάλη οικονομική ανάπτυξη κατά το παρελθόν, χάρη στην επεξεργασία και την βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα που παρήγαγαν από την επεξεργασία του φυτού ριζάρι (ρουβία η βαφική).

Πρόκειται για το χωριό που είναι η «πατρίδα» των συνεταιρισμών της Ελλάδος, καθώς εδώ δημιουργήθηκε ο πρώτος συνεταιρισμός στη χώρα και με πρωτοπορία για όλη την Ευρώπη.

Ο συνεταιρισμός με την ονομασία «Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων» ιδρύθηκε πριν 244 χρόνια το 1778, με αντικείμενο την παραγωγή, επεξεργασία, βαφή και εμπορία κόκκινων, άλικων και νημάτων.

Ο συνεταιρισμός διέθετε συνολικά 24 εργαστήρια, πλυντήρια και βαφεία, όπου γινόταν η επεξεργασία και η παραγωγή του τελικού προϊόντος. Στη συνέχεια τα βαμμένα νήματα εξάγονταν στο εξωτερικό. Μάλιστα, ο συνεταιρισμός διέθετε 22 αντιπροσωπείες πώλησης σε τρεις Ηπείρους, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή και διεθνώς.

Εκείνη τη «χρυσή» εποχή χτίστηκαν όλα σχεδόν τα αρχοντικά του οικισμού, πολλά από τα οποία έχουν αναπαλαιωθεί σήμερα. Ο συνεταιρισμός διατηρήθηκε μέχρι το 1812. Εκείνη την εποχή τα Αμπελάκια είχαν 5.500 κατοίκους, ενώ τώρα ζήτημα είναι να φιλοξενούν 250 μόνιμους, πλην των καλοκαιρινών επισκεπτών.

Το χωριό εκπέμπει μια πηγαία αίσθηση πολυτέλειας και κύρους, καθώς το υψόμετρο και το κατάφυτο της περιοχής, δένουν αρμονικά με τα πανέμορφα αρχοντικά που παραμένουν επιβλητικά από τον 18ο αιώνα. Τότε που το χωριό γνώρισε μεγάλη οικονομική αίγλη.

Ο επισκέπτης οπωσδήποτε πρέπει να περάσει από το λαογραφικό μουσείου του τόπου αλλά και το – μοναδικό ίσως στην Ελλάδα – αρχοντικό του Γεωργίου Σβαρτς, του ιδρυτή και πρώτου προέδρου του Συνεταιρισμού των Αμπελακίων. Ένα έξοχο δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής υψηλής αισθητικής του 18ου αιώνα, πολυώροφο και ξύλινο, με πανέμορφες τοιχογραφίες που αναβιώνουν σύγχρονοι καλλιτέχνες, αλλά και πολλά αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν πριν 250 χρόνια.

Επίκεντρο του χωριού είναι η πανέμορφη σκιερή πλατεία του, με παραδοσιακά καφενεία, εστιατόρια και μια ατμόσφαιρα άλλης εποχής. Στα αρνητικά που εντοπίσαμε, είναι η κυκλοφορία αυτοκινήτων μέσα στην πλατεία που αλλοιώνει και υποβαθμίζει ένα μαγικό τόπο.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κάτοικοι έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια το Νέο Αγροτικό Συνεταιρισμό Αμπελακίων, όπου καλλιεργούν 3.000 στρέμματα καστανιάς, έχοντας γύρω στις 50.000 ρίζες, ενώ το σχήμα αποτελούν 75 αγρότες της περιοχής. Μάλιστα ο συνεταιρισμός αυτός εξάγει περίπου 1 εκατ. κιλά σε τέσσερις χώρες του εξωτερικού, καθώς το κάστανο Αμπελακίων είναι μοναδικό.

Επίσκεψη στο Χάνιτης Κοκκώνας

Τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί στην τοποθεσία σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός ελληνιστικού συγκροτήματος, λατρευτικού και εργαστηριακού χαρακτήρα, ενός βυζαντινού ναού και ενός βυζαντινού κτιρίου που χαρακτηρίστηκε ως πανδοχείο.

Περιήγηση στο όμορφο ιστορικό χωριό του κρασιού, τη φημισμένη Ραψάνη

Τα  μαγικά ταξίδια ξεκινούν από ένα βιβλίο και από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, όταν αυτά τα δύο ντυθούν με πλακόστρωτα δρομάκια, πανοραμική θέα στην Κοιλάδα των Τεμπών και στα παράλια, τότε δημιουργείται ο ιδανικός προορισμός, Ραψάνη.

Χτισμένη στους πρόποδες του Ολύμπου, 500 μέτρα πάνω από την θάλασσα, απλωμένη στις εύφορες πλαγιές του βουνού, η Ραψάνη είναι ένα χωριό κόσμημα. Από τον 15ο αιώνα υπάρχουν γραπτές αναφορές για την Ραψάνη, ενώ ακόμη και σήμερα το χωριό διατηρεί μέρος της ζωντάνιας του, λόγω του ξακουστού ομώνυμου κόκκινου κρασιού, ξακουστού σε όλο τον κόσμο. Εδώ περνούσε τα καλοκαίρια του ο Μ. Καραγάτσης, ψευδώνυμο του συγγραφέα Δημήτριου Ροδόπουλου.

Η Ραψάνη ήταν ο τόπος αναψυχής για τους Λαρισαίους. Επίσης λόγω καθαρού αέρα και υπέροχου κλίματος, χρησιμοποιούνταν για τη φυσική ίαση της φυματίωσης, με τους κατοίκους να φεύγουν από το χωριό υγιέστατοι, ύστερα από 2-3 μήνες.

Ξεναγός μας ήταν ο κ. Νίκος Κλαδίσιος, μάστορας – καλλιτέχνης – μαραγκός και οινολόγος της περιοχής που μας έκανε μια ιστορική αναδρομή στην τεράστια παράδοση του οικισμού στην οινολογία, μας μύησε στα μυστικά της αμπελουργίας μέσα και από το Μουσείο Οίνου και Αμπέλου της περιοχής, μιλώντας με πόνο και πολύ συναίσθημα για μια άλλη εποχή που δυστυχώς χάθηκε, καθώς ο τόπος νομοτελειακά ερημώνει με τους νέους να φεύγουν μακριά.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πλέον η Ραψάνη έχει μόλις 250 μόνιμους κατοίκους, ενώ το καλοκαίρι αυξάνονται στους 3.000.

Στάση στο γνωστό οινοποιείο του Ντούγκος

Επόμενη στάση ήταν το οινοποιείο της οικογένειας Ντούγκου, όπου η Λουΐζα και ο Θάνος Ντούγκος ακολουθούν τις παρακαταθήκες του πατέρα τους που ξεκίνησε την οινοποίηση το 1991 όταν επέλεξε τη Ραψάνη ως τόπο της αμπελουργικής… μυσταγωγίας.

Στους πρόποδες της νοτιοανατολικής πλευράς του Ολύμπου και σε ύψος 550-700 μέτρων το Οινοποιείο Ντούγκος εφαρμόζει αποκλειστικά βιολογικές μεθόδους καλλιέργειας αλλά και μοντέρνες τεχνικές οινοποίησης. Στα σχιστολιθικά, πλούσια σε σίδηρο εδάφη, καλλιεργούνται οι ποικιλίες Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό, Λημνιώνα, Ροδίτης, Ασύρτικο και οι γαλλικές Syrah, Μerlot, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Grenache Rouge.

Το οινοποιείο εξάγει το 70% της παραγωγής του σε όλες τις Ηπείρους και σε χώρες όπως Κίνα και Αυστραλία, ενώ η μεγαλύτερη αγορά είναι η Ν. Υόρκη όπου εξάγει το 20% της συνολικής παραγωγής.

Περισσότερα Εδω