Για την 50χρονη πορεία της στον χώρο του τραγουδιού, και τους αγώνες που έχει δώσει σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, μίλησε η Κατερίνα Στανίση στην εκπομπή «Ελένη» και τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Αρκά.
«Οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά ο κόσμος έρχεται στο μαγαζί. Πολλές φορές ο αδελφός μου λέει να μην έρχομαι γιατί παίρνει ο κόσμος τηλέφωνο και λένε ότι θέλουν να έρθουν, αλλά πρώτα ρωτάνε αν θα είμαι εγώ εδώ, και όταν τους λέει ότι δεν είμαι κάθε μέρα εκεί, το κλείνουν χωρίς να πουν τίποτα» ανέφερε αρχικά η Κατερίνα Στανίση για το τσιπουράδικο που έχει ανοίξει με τον αδελφό της τα τελευταία χρόνια.
«Μετράω σχεδόν 50 χρόνια καριέρας. Θεωρώ ότι στην Ελλάδα έχουν σεβαστεί πάρα πολύ την καλλιτεχνική μου αξία. Δεν έχω κανένα παράπονο. Εκτός του θαυμασμού, κέρδισα τον σεβασμό από τους ανθρώπους. Το να κάνω επιτυχία και να ακουστεί το τραγούδι μου, είναι κάτι που με απασχολεί πολύ μέχρι σήμερα. Δεν είναι θέμα ανασφάλειας. Όταν μπαίνεις στο χορό, πρέπει να χορέψεις. Κι εγώ, δεν είμαι τραγουδίστρια της μόδας» είπε σε άλλο σημείο η αγαπημένη τραγουδίστρια.
«Έτρεξα πολύ. Δεν είχα ανθρώπους να με στηρίξουν. Ακόμα και τώρα είμαι αγωνίστρια. Και στα προσωπικά μου έκανα κάποια ανοίγματα, αλλά δε μου βγήκαν. Δε θυσίασα κάτι από την προσωπική μου ζωή για την καριέρα. Τα πάλεψα τα πράγματα, χωρισμοί, το ένα, το άλλο, τελειώσαμε τώρα, φτάνει. Τώρα τέρμα τα λάθη.
Σήμερα, δε νιώθω καθόλου μόνη. Κάποτε ήμουν με ανθρώπους και ένιωθα μόνη μου. Τελείωνα από το μαγαζί και έκανα βόλτες στους δρόμους μέχρι να ξημερώσει. Τα βρήκα με τον εαυτό μου. Πλέον δε μου λείπει κάτι, είμαι γεμάτη. Δε μου λείπει η συντροφικότητα καθόλου, το έχω βγάλει από τη ζωή μου αυτό… Από την καριέρα μου έβγαλα χρήματα. Δε βάλθηκα να γίνω πλούσια, που θα μπορούσα. Είμαι όμως άνθρωπος που τα χέρια μου είναι τρύπια, δεν είμαι τσιγγούνα» εξομολογήθηκε ακόμη η Κατερίνα Στανίση.
«Η μητέρα μου είναι το πιο ιερό πράγμα που έχω και την προσέχω. Γι’ αυτό έφυγα κι από το σπίτι μου και πήγα να μείνω μαζί της. Είναι δύσκολο να μένω μαζί της, αλλά συνηθίζεται σιγά σιγά, νιώθω ότι κάνω μια καλή πράξη» κατέληξε.