Λάρισα τη δεκαετία του ΄80…

ΠΑΣΟΚ, ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, Mercedes, BMW και Datsun.

Αγρότες, ουίσκι, σαμπάνιες, νταλκάς, κονσομασιόν, σπασμένα πιάτα, λουλούδια, Μοκάμπο και Φάληρο, οι δυο ναοί της νυχτερινής διασκέδασης. Γνωστοί σε όλη την Ελλάδα.

Και ο Θάνος Αλεξανδρής με το μπαλέτο του.

Ποιος είναι ο Θάνος Αλεξανδρής; Ηθοποιός, τραγουδιστής και εν τέλει χορευτής σε όλα τα «κωλάδικα» της ελληνικής επαρχίας για πολλά χρόνια, εμπειρία ζωής, που τη συνόψισε στο  βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει» στο οποίο βασίστηκε η γνωστή ταινία. Σε αυτό διηγείται ιστορίες από τα 12 χρόνια της ζωής που μαζί με το μπαλέτο «όργωσε» την Ελλάδα της επαρχίας του ΄80 κάνοντας μεγάλη αίσθηση. Η Λάρισα λέει πως είναι η αγαπημένη του πόλη. Την εκθειάζει στο βιβλίο του, στο οποίο και αναφέρεται σε πάρα πολλές ιστορίες από το «Φάληρο» και το «Μοκάμπο».

«Στα σκυλάδικα, στους γεμάτους από καπνό χώρους, που μυρίζουν αμαρτία και αλκοόλ, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τα ένστικτά τους. Βγάζουν προς τα έξω όλες τις παράνομες επιθυμίες που έχουν καταχωνιάσει για χρόνια μέσα τους. Εκεί λυτρώνονται. Πρόσωπα που ζουν τον έρωτα με τα όλα του και με τα ωραία του, παράφορα από όλες τις μεριές, χωρίς ενδοιασμούς. Κορμιά που ζουν για τη λαγνεία και τη καύλα.

Τα σκυλάδικα είναι ο καθρέπτης της χώρας μας φίλε. Όλη η Ελλάδα είναι ένα σκυλάδικο. Δεν λέω μεγάλη κουβέντα, λέω μια αλήθεια, ρε αδερφέ. Η πρώτη αγάπη ποτέ δεν ξεχνιέται» γράφει ο Θάνος Αλεξανδρής στο βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει», το οποίο γυρίστηκε αργότερα, το 1999, σε ταινία από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Έκανε αίσθηση, έσπασε ταμία, και έκανε γνωστά τα σκυλάδικα της επαρχίας και τη Λάρισα.

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου

Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο – μόλις είχε κυκλοφορήσει η ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούγλαρη και ένα χρόνο μετά το «Αυτή η νύχτα μένει» -, έλεγα ότι ήμουν από τη Λάρισα και όλοι με ρωτούσαν αν οι ιστορίες που ακούγονται για την πόλη και το «Φάληρο» είναι αλήθεια. Αν όντως τα τραπέζια είναι βιδωμένα, αν τα σπασμένα πιάτα είναι βουνό κάθε βράδυ, αν καίνε ουίσκι στην πίστα, αν οι αγρότες πάνε με τα αγροτικά και τα ρούχα της δουλείας, αν ξοδεύονται περιουσίες ολόκληρες…

Ο Θάνος Αλεξανδρής, που είναι απόφοιτος της νομικής και της σχολής του Κουν, στενός φίλος και συνεργάτης της Μαλβίνας Κάραλη, μετά το τέλος της εποχής που εμφανιζόταν στα σκυλάδικα εργάστηκε ως συγγραφέας, δημοσιογράφος και τηλεπαρουσιαστής. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο γι’ αυτό το αφιέρωμα στα σκυλάδικα της Λάρισας μου είπε χαρακτηριστικά «Αν δεν υπήρχε η συγκυρία της Λάρισας και συγκεκριμένα του «Φαλήρου» δεν θα είχε προκύψει ποτέ το βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει».  Οι περισσότερες ιστορίες του, κι ας αναφέρονται αλλού, έχουν μέσα εικόνες από Λάρισα.

Θάνος Αλεξανδρής, Μαλβίνα Κάραλη

Μια συγκλονιστική στιγμή που συνέβη στο «Φάληρο» και ήθελα διακαώς να μπει στη ταινία, αλλά δεν συμφώνησε ο Παναγιωτόπουλος, είναι όταν τραγουδίστρια την ώρα που έκανε κονσομασιόν σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Ο πελάτης φώναξε τους σερβιτόρους και παρήγγειλε δέκα κιβώτια σαμπάνιες για να πλύνουν τη λεκάνη της τουαλέτας. Αυτή η σκηνή είναι η αποθέωση της υπέρβασης, γιατί μια τέτοια ενέργεια που περιμένεις να την κάνει ένας Άραβας, τελικά την κάνει ο γεωργός με τις γαλότσες. Θα ήταν εντελώς αλμοδαβορικά τα πλάνα…».

Στην πρεμιέρα της ταινίας “Αυτή η νύχτα μένει”, είχε πάει ο εκδότης του βιβλίου, ο ποιητής Γιώργος Χρονάς μαζί με τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος είχε ένσταση με το σενάριο και του είχε πει ο Κουμανταρέας, «Αν Θάνο είχε βασιστεί η ταινία εξ’ ολοκλήρου στο βιβλίο σου, θα είχαμε ένα δεύτερο “Ποτέ την Κυριακή” και θα τρέλαινε τους Αμερικανούς».

Στη Λάρισα, ο Θάνος Αλεξανδρής, έκανε δύο τεράστιες επιτυχίες. Το τραγούδι «Τι πουρό, τι καγκουρό» και το χορευτικό από το «Καμπαρέ».

«Άφησα τον Καβάφη και έπιασα τον Καφάση» λέει γελώντας… «Τα τραγούδια με σλόγκαν εκείνη την εποχή κάνανε μεγάλο σουξέ. Αλλά το «Τι πουρό, τι καγκουρό» ήταν το λατρεμένο των Λαρισαίων. Τελειώναμε το Πουρό και μας το ζητούσανε πάλι και πάλι. Καταλήγαμε πάνω στα τραπέζια με ένα ποτ πουρί από τσιφτετέλια και «Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι»…

Φάληρο, το νούμερο του Καμπαρέ

Για την παρούσα συνέντευξη, αφορμή αποτέλεσε το νέο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα» που μόλις κυκλοφόρησε. Σε αυτό υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το νούμερο για το «Καμπαρέ» και μια ειδική μνεία για τη Λάρισα:

«Θα ήθελα όμως, ως ύψιστη υποχρέωση, να αποτίσω φόρο τιμής στην πόλη που λάτρεψε το «Καμπαρέ» και το ανέδειξε την εποχή εκείνη ως το μέγιστο πολιτιστικό γεγονός. Είναι η Λάρισα, η πόλη εξαίσιων ανθρώπων, η πόλη της καρδιάς μου, θα έλεγα, και το «Φάληρο», ο ναός της νυχτερινής τέχνης, όπου, όταν έβγαιναν τα κορίτσια μου για το συγκεκριμένο νούμερο, οι σερβιτόροι του μαγαζιού στοιβάζονταν στην πίστα, για να σπάσουν για πάρτη τους χιλιάδες πιάτα. Εγώ με το επίσημο ένδυμα και τον αέρα του οικοδεσπότη, θρονιασμένος πάνω σε βουνό από δαύτα, ένιωθα, μα το Θεό, ένας βασιλιάς του Μπόλιγουντ.

Φάληρο, το νούμερο του Καμπαρέ

Είδα ανθρώπους, την ώρα που χορεύτριες είχαν στραμμένα τα νώτα στο κοινό, να γονατίζουν ευλαβικά και να προσκυνούν, κρατώντας μαύρες σακούλες σκουπιδιών με στοιβαγμένα πεντοχίλιαρα σαν τάμα, παρασυρμένοι από μια φαντασίωση την οποία το αλκοόλ και όλη η ξεφτίλα της νύχτας την έκαναν να φαίνεται μαγική. Έξοχη η Ναυπλιώτη, καλούτσικη και η Νάντια Μπουλέ στο σύγχρονο ανέβασμα του «Καμπαρέ», όταν όμως τα δικά μου κορίτσια έσκαγαν στην πίστα με πούλιες ραμμένες πάνω σε κουρέλια, για χάρη τους άνοιγαν σαμπάνιες και έπεφταν κορμιά μαζί με τα πακέτα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων”

Όταν βγαίναν τα κορίτσια για το «Καμπαρέ», ο Αλεξανδρής έκανε πάντα την ίδια εισαγωγή μου λέει γελώντας… «Σας παρουσιάζω τα κορίτσια μου που είναι όλες μία μία ξεχωριστά παρθένες» και εκείνες με τα κορμάκια τους καθισμένες στις καρέκλες ανοιγόκλειναν τα πόδια τους και το Φάληρο καιγόταν πριν ακουστεί η φωνή του Δάνη Κατρανίδη και αρχίσει το νούμερο…

Μοκάμπο

Μια άλλη μαγική σκηνή που μου περιγράφει συνέβη στο «Μοκάμπο», στις αρχές τις καριέρας του στα σκυλάδικα της επαρχίας, τότε που ακόμη δεν είχε αφομοιώσει την κουλτούρα της βαθιάς νύχτας.

«Έβλεπα ένα πελάτη να κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα αγκαλιά με μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και αναρωτιόμουν αν πάει καλά και έφερε άπλυτα στο μαγαζί. Όταν σηκωνόταν να χορέψει ζεμπέκικο, χόρευε αγκαλιά με τη σακούλα. Τελικά, ήταν γεμάτη με χιλιάρικα, δεν είχαν βγει ακόμη τα πεντοχίλιαρα, κοντά στο ένα εκατομμύριο δραχμές από την κρατική επιδότηση, και ο τύπος προσπαθούσε να δελεάσει  μια τραγουδίστρια, την περίφημη Τζένη, για να συνευρεθεί μαζί του. Η μαγκιά της κοπέλας ήταν βέβαια να κάνει κονσομασιόν αλλά να μην κάτσει, γιατί αν καθόταν με την πρώτη θα έχανε τον πελάτη. Έτσι τους είχαν και τους ταλαιπωρούσαν δυο τρεις μήνες μέχρι που τελείωνε η επιδότηση, έπειτα πουλούσαν κάνα χωράφι κ.λπ. Και επειδή υπάρχει μια παρεξήγηση, όταν λέμε κονσομασιόν δεν εννοούμε ότι πήγαιναν οπωσδήποτε στα κρεβάτια οι κοπέλες ή οι άντρες. Κονσομασιόν είναι οι δημόσιες σχέσεις, αυτό δηλαδή που γίνεται και στις διαφημιστικές εταιρείες και στην τηλεόραση και σε άλλους χώρους.».

Μοκάμπο
Μοκάμπο

«Η Λάρισα είναι ο πιο ευλογημένος τόπος», μου λέει, «το έλεγα στη Μαλβίνα και γελούσε. Ο πιο αγαπησιάρικος λαός. Ο περιούσιος λαός της Θεσσαλίας. Κι ας ξεπατωνόμασταν κάθε βράδυ μέχρι τις 9 η ώρα το πρωί. Πολύ ερωτικός λαός, αλλά δεν κινδύνεψαν ποτέ τα κορίτσια μου. Το μισό σπίτι μου στο Μαρούσι από το «Φάληρο» το έκανα…».

Το βιβλίο, μετά από ταινία, ανέβηκε και ως θεατρική παράσταση από την Κίρκη Καραλή, κόρη της Σεμίνας Διγενή. Λίγο πριν το φινάλε της πρεμιέρας, η Κίρκη, ανέβασε τον Θάνο Αλεξανδρή στη σκηνή για να μιλήσει για κάποια πόλη. Εκείνος μίλησε για τη Λάρισα. Χρησιμοποίησε ένα κομμάτι από το βιβλίο. Εμείς σας το παραθέτουμε ολόκληρο…

«Άφησα για την ιστορία τελευταία τη Λάρισα. Όχι πως δεν υπάρχει στις σελίδες που ως τώρα πέρασαν, μα θα ήθελα να της αφιερώσω εξαιρετικά δέκα γραμμές δικές της. Γιατί; Μη μου ζητάς να κάνω αλλιώς. Η Λάρισα είναι η πόλη που αγάπησα, που έχουμε, γαμώτο, κάποια σημάδια αφήσει, αυτή σ΄ εμένα και γω σε αυτήν. Τη λέω δεύτερη πατρίδα μου. «Βλάχα πατρίδα διάλεξες» μου είπε κάποιος. «Γιατί η δική σου», του απάντησα, «είναι καλύτερη;» Α, ρε συ Λάρισα! Μαγική Λάρισα! Μαγικό «Φάληρο»! Μαγικές φωνές!…

Η Λίτσα η Πουλέα! Ρεμπέτισσα μεγάλη σε κυβικά και σε φωνάρα. Ο Μίμης ο Γκιουλέκας! Γκιουλέκας μ΄ ό,τι εικόνες και συνειρμούς σου φέρνει τ΄ όνομα. Κι ύστερα ο Τάκης ο Κωτσόπουλος, ο Δημήτρης ο Ζωγανάς, ο Σταύρος ο Λάμπρου. Τα φιλαράκια μου! Που έτσι και ξεδιπλώσουν ρεπερτόριο και φωνάρες, είναι να παίρνουν δρόμο κάτι ψάρια της πρωτεύουσας.

Λάρισα, η πιο cult πόλη της Ελλάδας. Εκεί ζουν οι πιο φευγάτοι άνθρωποι με τα πιο πολλά γούστα, που ξέρουν να ερωτεύονται με αληθινό πάθος.

Πόλη του κεφιού, του γλεντιού, των αισθήσεων πέρα απ΄ τα πρέπει, πόλη του έρωτα και του Λαζόπουλου. Είναι η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Εκεί υπάρχουν ακόμη μάγκες. Δεν τους πάτησε το τρένο. Το τρένο απλά το καβαλάς και φτάνεις. Που φτάνεις; Μα στη Λάρισα!… Τσιφ, πύλες Παραδείσου.

Για το μόνο πράγμα που στεναχωριέμαι, τώρα που σταμάτησα, είναι που δεν ανεβαίνω κοντά της. Τουλάχιστον τόσο συχνά. Που δεν θα ξανατραγουδήσω στο «Φάληρο». Που δεν θα δω το παλιό μου αφεντικό, το Νάτση. Τριάντα πέντε χρόνια επιχειρηματίας, η πιο γλυκιά φυσιογνωμία που γνώρισα. Τον αγαπώ και ξέρω και πως κι αυτός μ΄ αγαπάει…

Μέχρι εδώ όμως. Γιατί θα με πιάσει να μου βγει η μελούρα ανακατεμένη με συναίσθημα και βράσε ρύζι».

Η τελευταία φορά που ο Θάνος Αλεξανδρής ήρθε στο Φάληρο, ήταν το 1993, δύο χρόνια μετά το τέλος των εμφανίσεών του. Η Μαλβίνα Κάραλη, ήταν πάντα γοητευμένη από τις ιστορίες που άκουγε και ήθελε να επισκεφτεί το «ναό» της νύχτας. Κι εκείνος τη συνόδεψε.

«Αν ξαναγεννιόμουν θα ήθελα να είμαι μόνο στα μπουζούκια», μου λέει έντονα. «Όχι στο Ηρώδειο, που ήταν το νεανικό μου όνειρο, αλλά στα μπουζούκια. Θα ήθελα να ξαναζήσω το «Φάληρο». Βέβαια, νιώθω γεμάτος. Το έζησα. Είχα πάντα μια ευκολία να μπαίνω και να βγαίνω από όλον αυτό τον κόσμο. Υπήρχαν, άλλωστε, πάντα οι αποσκευές, το δικό μου backround».

Ποιος ξέρει, μπορεί οι συγκυρίες να έρθουν έτσι, και αυτός ο πολύπλευρος και πολυτάλαντος άνθρωπος, που μέχρι τα 18 του στην Νέα Αρτάκη, έξω από τη Χαλκίδα, δεν είχε βγει ποτέ από το σπίτι του, αυτός που τότε δεν είχε ένα φίλο, και μετά τον προσκυνούσε όλη η ελληνική επαρχία, να ξανατραγούδησει στο Φάληρο…

Μικρός, τραγουδούσε μόνο δυνατά στην αυλή του σπιτιού του, μήπως και κάποιος τον ακούσει και του πει ότι έχει καλή φωνή. Κυρίως όμως, πήγαινε στην εκκλησία και νήστευε· προοριζόταν για ιεραπόστολος ή αρχιμανδρίτης. Οι γονείς του, τον στείλανε στη Νομική για να γλυτώσει από την εκκλησία, κι εκείνος, έκανε κρυφές σπουδές στο θέατρο, έγινε μέλος του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας) και όταν κατέβηκε τα σκαλιά της «Μέδουσας», του νυχτερινού κέντρου που δημιουργούσε παραισθήσεις στην αστική τάξη της Αθήνας και στους διανοούμενους που σύχναζαν εκεί, είδε τον Γιώργο Μαρίνο και έπαθε σοκ.

Στη Μέδουσα: Διακρίνεται ο Θάνος Αλεξανδρής και Βλάσης Μπονάτσος

Και έκτοτε, έζησε ακραία. Αποδέχτηκε και λάτρεψε την τρασίλα της νύχτας, του κονσομασιόν και της καψούρας. Της έξαψης και της ξεφτίλας.

«Βγάζουν βιβλία για να σημειολογήσουν τι; Την καύλα; Δεν σημειολογείται η καύλα. Και δεν γράφεται. Πρέπει να τη ζήσεις και να τη νιώσεις» μου λέει. «Το σκυλάδικο είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, δεν είναι καλτ.  Όπως οτιδήποτε αυθεντικό, πρώτα το ανακαλύπτει ο λαός…».

Διαβάστε ιστορίες από τις νύχτες στο «Φάληρο» και το «Μοκάμπο», όπως ο Θάνος Αλεξανδρής αποδίδει στο βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει»:

(…) Μια φίλη μου στη Λάρισα, στο «Φάληρο», ένα βράδυ έπαιζε σε τρία διαφορετικά  ταμπλό. Έδωσε πολλές υποσχέσεις σε τρεις πελάτες και αυτοί ανταποκρίθηκαν δεόντως. Για πάρτη της κόντεψαν να κάψουν το μαγαζί, αλλά χαλάλι της γιατί ήταν κουκλάρα. Όλη τη νύχτα έκαιγαν το ουίσκι πάνω στην πίστα, ενώ γύρω της βουνά τα πιάτα και τα λουλούδια. Το πρωί όμως τι θα γινόταν; Να τους εξυπηρετήσει όλους ήταν πρακτικά ανέφικτο…

(…) Ο κύριος Λάκης από τη Λάρισα. Τύπος αθλητικός, γύρω στα διακόσια κιλά, λες και είχε πιάσει ελεφαντίαση ο πούστης, αλλά με τρία σούπερ μάρκετ, με χασάπικα και μεγάλες καταθέσεις στην τράπεζα. «Πολύ φορτικές, ρε Θανάση, αυτές οι γυναίκες. (…) Σηκώθηκε αργότερα ο Λάκης να χορέψει ένα ζεμπέκικο και έπεσε κάτω βουλιάζοντας την πίστα. Χρειάστηκαν να βοηθήσουν πέντε σερβιτόροι για να σηκωθεί το κτήνος.

(…) Επόμενος σταθμός η Λάρισα. Στο κέντρο «Μοκάμπο» η Στέλλα η κουλτουριάρα έκανε κονσομασιόν και μιλούσε στους πελάτες για Κουν, Εθνικό και Όπερα. Ένα βράδυ μάλωσε με ένα βοσκό από την Ελασσόνα:

– Όταν κύριε κατεβαίνετε στην Αθήνα παρακολουθείτε παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης; Έχετε δει δουλειές του Ευαγγελάτου ή του Λευτέρη Βογιατζή;

– Τι λες μωρή μουρλέγκω; Εγώ όταν πάω στην Αθήνα, επισκέπτομαι κλαρίνα και μπουρδέλα.

Ένας άλλος νεαρός μου εκθειάζει τα προσόντα της Στέλλας:

-Φιλαράκο φανταστική χορεύτρια η δικιά σου.

-Α, βέβαια, εγώ ενθουσιασμένος. Έχει κάνει κλασικό χορό, τζαζ, κλακέτες, έχει σπουδάσει στο Εθνικό. Η γυναίκα είναι ταλεντάρα.

-Σοβαρά; Δεν της λες να κάνει ένα σπαγκάτο πάνω στον π@@τσ@ μου;

(…) Δύο φίλοι κολλητοί την πέφτουν σε νεαρή τραγουδίστρια και αρχίζουν το στενό μαρκάρισμα. Ο ένας, μπανανάς, αρχίζει την πολιορκία κάνοντας μεγάλους λογαριασμούς. Ο άλλος, δημόσιος υπάλληλος, με τον ισχνό μισθουλάκο του, πού να συναγωνισθεί το φίλο!. Όπως είναι φυσικό, η γκόμενα παίζει με τον «φορτωμένο» πελάτη, ενώ τον άλλο τον έχει για φτύσιμο. Αυτός όμως δεν μένει με σταυρωμένα χέρια και ζητάει εκδίκηση. Βάζει κάποιον και τηλεφωνεί νυχτιάτικα στη γυναίκα του φίλου του «Αν έρθεις στο «Μοκάμπο», θα τον κάνεις τσακωτό με τραγουδίστρια που του τα μασάει και έχει βάλει σκοπό να τον καταστρέψει». Οπότε σε λίγο σκάει μύτη η σύζυγος με ροζ νυχτικό, ριγμένη πάνω της ρόμπα, και με παντούφλες. Η χοντρή ξανθιά, αναμαλλιασμένη από τον ύπνο, τρέχει μπροστά, ορμάει στον άντρα της και του φέρνει κατακέφαλα το μπολ με τα παγάκια. Αρπάζει από το μαλλί την άναυδη τραγουδίστρια και αρχίζει να ουρλιάζει (…) «Βρήκες το μαλάκα και σώνει και καλά να τον ξετινάξεις; Ένα μήνα έχει να κοιμηθεί μαζί μου». Την αρπάζουν τα γκαρσόνια και βίαια βγάζουν έξω την υστερική κερατωμένη.

Μείναμε στη Λάρισα δύο μήνες. Αργότερα η πόλη αυτή έγινε η αγαπημένη μου. Δούλεψα πάνω από πέντε φορές, αλλά σε ένα και μοναδικό μαγαζί. Στο μαγικό «Φάληρο».

(…) Και στο ίδιο μαγαζί (στην Ορεστιάδα) ένα απόγευμα πρόβας γνώρισα την Άννα-Μαρία. Από την πρώτη ματιά κατάλαβα πως δεν ήταν για εδώ. Είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική και χρόνια τώρα είχε κοπανηθεί στα πιάνα και στα κλασικά τραγούδια (…) Στην έκπληκτη ορχήστρα δίνει κασέτες για να προβάρουν τραγούδια της Πασπαλά, της Καγιαλόγλου και της Γαλάνη. Ο μάγκας της αρμονίστας την κοιτάζει περίεργα και την κατακεραυνώνει:

-Ρε κούκλα, που νομίζεις ότι ήρθες να δουλέψεις; Στην Όπερα των Παρισίων; Άμα τους πεις αυτά τα κινέζικα, θα φάμε όλοι το τραπέζι στη μούρη. Καλά, εξωγήινη είσαι; Τίποτε από Άντζελα και Κατερίνα Στανίση δε σκαμπάζεις; Γκομενάκι καλό φαίνεσαι. Προσαρμόσου στα δικά μας. (…) Την ίδια τραγουδίστρια τη συνάντησα ύστερα από λίγα χρόνια στο «Φάληρο», στη Λάρισα. Δεν τη γνώρισα. Η ίδια με πλησίασε. Όταν μου εξήγησε ποια ήταν ταράχτηκα. Έβλεπα άναυδος μια γυναίκα αναδομημένη εκ βάθρων.

Μπροστά μου δεν είχα το σεμνό κορίτσι του Ωδείου (…). Μπροστά μου αντίκρυσα μια καψουρογκόμενα του θανάτου. Έξαλλο μίνι, μαλλί πλατινέ και γενικά μια άνεση που με έκανε να πέσω από τα σύννεφα. (…). «Το πιο δυνατό μας εργαλείο» μου έλεγε ο Λαρισαίος σερβιτόρος. «Σεμνή αυτή; Δεν καταλαβαίνει Χριστό! Έχει κλάψει κόσμος και κοσμάκης για πάρτη της. Παίρνει κεφάλια στον αέρα. Λάρισα, Ελασσόνα και Τύρναβος, όποτε έρχεται, παραμιλάνε για τη Ζέτα». Είδατε; Τι σας έλεγα εγώ; Όλα είναι θέμα προσαρμογής και συνήθειας. Άμα είναι, τελικά, για λαχταριστά πεντοχίλιαρα, όχι μόνο Πρωτοψάλτη και Πασπαλά πετάει, βρε το όνομά σου το ίδιο αλλάζεις χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Περισσότερα Εδω