Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας θεωρεί ότι τα εμβόλια ως επιστημονικά επιτεύγματα του ανθρώπου έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη μείωση ή και την εξάλειψη λοιμωδών νοσημάτων.
Αποτελούν το σημαντικότερο όπλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας και πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους, όλα τα διαθέσιμα και ασφαλή εμβόλια. Μαζί με την χρήση των νέων φαρμάκων και σε συνδυασμό με όλα τα μέτρα πρόληψης και ένα πλήρως αναπτυγμένο, στελεχωμένο και εξοπλισμένο δημόσιο σύστημα Υγείας ικανού να αντιμετωπίζει τόσο τις «τρέχουσες», όσο και τις έκτακτες ανάγκες, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα από ότι είναι τώρα.
Όλα αυτά όμως απαιτείται να ισχύουν ταυτόχρονα γιατί κανένα από αυτά – όσο καλά κι αν αναπτύσσεται – δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις ελλείψεις ή τις ανεπάρκειες των άλλων.
Το ΔΣ υποστηρίζει ότι η εξασφάλιση του έγκαιρου και μαζικού εμβολιασμού όλου του πληθυσμού, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου κρατικού συστήματος Υγείας, αποτελεί ΑΝΑΓΚΗ και ΔΙΚΑΙΩΜΑ του λαού και η διασφάλισή του πρέπει να αποτελεί ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ του κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση όμως και ο πρωθυπουργός με τη στάση τους και ενόψει ενός τέταρτου πανδημικού κύματος, προσπαθούν να μετακυλίσουν στο λαό την κύρια ευθύνη για την εξέλιξη της πανδημίας και τις καθυστερήσεις στα ποσοστά του εμβολιασμού, αλλά και να δημιουργήσουν όρους “κοινωνικού αυτοματισμού”, προκειμένου να κρύψουν τις δικές τους εγκληματικές ευθύνες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των καθυστερήσεων με ευθύνη της κυβέρνησης, αποτελεί το γεγονός ότι έχουν περάσει 7 μήνες και ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει οι εμβολιασμοί σ’ αυτούς που δεν μπορούν να μετακινηθούν και κατά κανόνα ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Για αυτό και οι εξαγγελίες περί «υποχρεωτικότητας» φανερώνουν την υποκρισία της κυβέρνησης, που μας «κουνάει το δάχτυλο» και την ίδια ώρα αρνείται να πάρει τα αναγκαία μέτρα προστασίας της υγείας. Διατηρεί την υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος Υγείας και προσπαθεί να επεκτείνει τον εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα του. Κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας, αντί να επιτάξει τον ιδιωτικό τομέα της Υγείας, με την πολιτική της, σπρώχνει τον κόσμο προς τους ιδιώτες που κερδοσκοπούν πατώντας πάνω στον πόνο των ανθρώπων. Συντηρεί τον συγχρωτισμό σε κρίσιμους χώρους, όπως είναι τα Μέσα Μεταφοράς και οι χώροι δουλειάς, και αποδέχεται τα πρωτόκολλα – «λάστιχο» των μεταφορικών και τουριστικών ομίλων. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε ο ανορθολογισμός, αλλά και ο φόβος σε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.
Στο πλαίσιο ενός εγκαταλελειμμένου κυριολεκτικά -απ’ όλες τις κυβερνήσεις- δημόσιου συστήματος υγείας, είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι ακόμα και αυτός ο αναγκαίος εμβολιασμός, καθίσταται αντικείμενο ανταπόδοσης και συναλλαγής με δωράκια (“δωροκάρτες” για τη νεολαία) και ποινές.
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού θα μπορούσε να εξετασθεί μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων (όπως ο κλάδος της Υγείας και Πρόνοιας) και με αυστηρές προϋποθέσεις, που θα τις διασφάλιζε ένα αναβαθμισμένο δημόσιο σύστημα Υγείας και όχι να αξιοποιείται για την ενίσχυση του κοινωνικού αυτοματισμού και διώξεων σε βάρος των εργαζομένων, χτυπήματος μισθών, εργασιακών δικαιωμάτων, ακόμα και απολύσεων.
Καλούμε τους εργαζόμενους να δυναμώσουν τον αγώνα τους για καθολικό πρόγραμμα δημόσιου δωρεάν εμβολιασμού, με εξαντλητική ενημέρωση, πλήρη προληπτικό έλεγχο για το ενδεχόμενο εξαιρέσεων από τον εμβολιασμό και σταθερή παρακολούθηση των εμβολιασμένων, στο πλαίσιο ενός ενισχυμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ταυτόχρονα παλεύουμε μαζί και με τους υπόλοιπους κλάδους εργαζομένων για άμεσα μέτρα στήριξης του δημόσιου τομέα της Υγείας, με ενίσχυση σε προσωπικό και υποδομές, μέτρα προστασίας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
Εμβολιαζόμαστε μαζικά, θωρακιζόμαστε απέναντι στην πολιτική και τα πρωτόκολλα διάδοσης του ιού, είμαστε όρθιοι για να λογαριαζόμαστε, όχι μετά, αλλά κάθε στιγμή απέναντι στην πολιτική που βλάπτει σοβαρά την υγεία και τη ζωή μας.