«Για να σου εξηγήσω πως δημιουργήθηκε η ιδέα για την Πολιτεία πρέπει να πάμε πολύ πίσω, στην αρχή… για να κατανοήσεις το εγωιστικό μου λάθος που προέρχεται από την απέχθειά μου για την ανέμπνευστη αντιγραφή και το κλέψιμο. Όταν άνοιξα το καλοκαιρινό San Lorenzo στην οδό Φαρσάλων στην Λάρισα, το καταλάβαινα ότι αυτό το κόνσεπτ θα το μιμηθούν και άλλοι επιχειρηματίες, όπως και έγινε. Αποφάσισα μετά από δύο σεζόν να το κλείσω και να κάνω ένα μαγαζί που δεν θα μπορούσε κανείς να το αντιγράψει. Και έτσι έκανα την Πολιτεία, το πρώτο μου επιχειρηματικό λάθος, από καθαρό εγωισμό…».
Στο σημείο αυτό είχαμε σταματήσει τη συζήτησή μας με τον Θωμά (Μάκη) προ κάποιων ημερών στο μαγαζί Doumas στην γωνία Ίωνος Δραγούμη και Παύλου Μελά, καθήμενοι στο μπαρ, πίνοντας κρασί και δοκιμάζοντας αλλαντικά της Φάρμας Ντούμα και από εκεί πιάσαμε το νήμα λίγες μέρες μετά για να μιλήσουμε για το Πολιτεία Club, τον πολυχώρο διασκέδασης στην οδό Καλλιθέας στο ποτάμι που άνοιξε το 1993.
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Όσο πιο εμφατικά το λέει, κάνοντας τον απολογισμό του εκ του αποτελέσματος, ότι η Πολιτεία ήταν ένα επιχειρηματικό λάθος προερχόμενο από προσωπικό εγωισμό, τόσο πιο έντονα σκέφτομαι ότι η Πολιτεία υπήρξε ένα «λάθος» που λάτρεψαν οι Λαρισαίοι…
Το 1993 ο Μάκης Ντούμας παίρνει το πρώην εκκοκκιστήριο του Καζαντζή στην οδό Καλλιθέας, ένα κτίριο επιφάνειας 1.800 τ.μ. για να στεγάσει το μαγαζί που δεν θα μπορούσε κανείς να αντιγράψει… Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ένα μαγαζί, αλλά ένας πολυχώρος διασκέδασης που δημιουργήθηκε εντός του κτιρίου με ξεχωριστές αίθουσες που λειτουργούσαν με εντελώς διαφορετικό κόνσεπτ μεταξύ τους· διαφορετική διακόσμηση, μουσική και λειτουργία… διαφορετική ταυτότητα.
«Ήθελα να στεγάσω όλη τη νοοτροπία διασκέδασης σε διαφορετικούς χώρους μέσα στο ίδιο κεντρικό κτίριο, δημιουργώντας μια «πολιτεία» διασκέδασης και έτσι προέκυψε και το όνομα «Πολιτεία».
Η ιδέα του Μάκη Ντούμα υπήρξε μια τεράστια καινοτομία στο χώρο της διασκέδασης στη Λάρισα. Άλλωστε ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε και αξιοποίησε στην πόλη ένα παλιό βιομηχανικό κτίριο, όπως είχε αρχίσει να γίνεται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. «Όταν ήρθε και το είδε ο Στεφανίδης, ο επιχειρηματίας που είχε το Μύλο στη Θεσσαλονίκη, μου είπε όλη τη φιλοσοφία των πολυχώρων διασκέδασης, την πήγα βήματα παρακάτω, καθώς όλοι οι χώροι στεγαζόταν κάτω από την ίδια στέγη και όχι σε όμορα αλλά διαφορετικά κτίσματα όπως συνηθίζονταν. Η αρχιτεκτονική, αισθητική και καλλιτεχνική ποιότητα ήταν όντως μεγάλη» μου λέει χαρακτηριστικά…
Επτά χώρους είχε η Πολιτεία· τη σέρα με τη γυάλινη οροφή και τα φυτά, το συναυλιακό χώρο με έντεχνο μαγαζί με τo live stage, το μπαρ, το ρεστοράν, το κελάρι στο υπόγειο με την απίστευτη ατμόσφαιρα, το περίπτερο με τα περιοδικά και τα τσιγάρα, τη στοά και την αυλή.
Το πιο δημοφιλές ήταν το μπαρ και το έντεχνο μαγαζί με το live για το χειμώνα, όπου ο κόσμος πραγματικά διασκέδαζε, και η στοά με την αυλή για το καλοκαίρι. Το ρεστοράν με την εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα και τη ζωντανή μουσική υπήρξε μια γαστρονομική πρόταση για τα δεδομένα της εποχής που σε μετέφερε με το περιβάλλον και τις γεύσεις του σε εμπειρίες εφάμιλλες των Αθηνών. «Η σέρα δεν δούλεψε όπως είχα φανταστεί. Ο κόσμος την έβλεπε περισσότερο σαν ένα διακοσμητικό στοιχείο και όχι σαν ένα πριβέ χώρο κάτω από τον έναστρο ουρανό, ένα ρομαντικό περιβάλλον για να επικοινωνήσεις όπως είχε σχεδιαστεί» μου εξηγεί ο Μάκης Ντούμας για να συνεχίσει λέγοντας ότι «οι Λαρισαίοι τότε ερχόταν στην Πολιτεία πραγματικά με διάθεση να διασκεδάσουν και υπήρχε και αυτή η ιεροτελεστία της εξόδου, όπου κάποιος ετοιμάζεται και ντύνεται για να νιώσει κάτι ιδιαίτερο και να ξεχωρίσει. Τα 4 πρώτα χρόνια η Πολιτεία πέτυχε πολύ».
Τα προβλήματα ξεκίνησαν με δύο πολιτικές της κεντρικής εξουσίας και του δήμου. «Τότε εφαρμόστηκε ο νόμος Παπαθεμελή περί ωραρίου που ανάλογα τα ισχύοντα κάθε φορά μέτρα η διασκέδαση έπρεπε να κλείνει μέχρι τη μιάμιση περίπου. Κάθε βράδυ ερχόταν η αστυνομία 1 με 2 η ώρα τη νύχτα για να διώξει τον κόσμο που μόλις είχε αρχίσει να διασκεδάζει, δεδομένου ότι η Πολιτεία άρχισε να γεμίζει μετά τις εντεκάμιση το βράδυ, όπως ήταν τότε όλη η νοοτροπία της νυχτερινής διασκέδασης στην Ελλάδα. Διανυκτέρευσα πολλές φορές στο αυτόφωρο… Είχα 75 άτομα προσωπικό μαζί με τους καλλιτέχνες και το κόστος λειτουργίας ήταν υπέρογκο. Το δεύτερο χτύπημα ήρθε από το Δήμο Λαρισαίων με την απόφαση του τότε Δημάρχου Λαμπρούλη να ανοίξει το Club του Μύλου που παρουσίασε ένα κόνσεπτ παρόμοιο με αυτό του έντεχνου χώρου της Πολιτείας αλλά με τελείως διαφορετικές συνθήκες για τον επιχειρηματία που το δούλευε· δεν είχε τα δικά μας λειτουργικά έξοδα με λογαριασμούς και ενοίκια και επίσης δεν παρέδιδε ισολογισμούς· υπήρχε και μια ταυτόχρονη ανοχή του όλου συστήματος. Έτσι η Πολιτεία έκλεισε και μαζί της η εποχή της ενασχόλησής μου με τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Την έκλεισα και πήγα στο βουνό· στη φάρμα μου» τελειώνει την ιστορία ο Μάκης Ντούμας τονίζοντας ότι δεν του λείπει τίποτα «είμαι γεμάτος»…
Εμάς όμως μας λείπει…
Γιατί όντως η Πολιτεία υπήρξε ένα μαγαζί που δεν αντιγράφηκε ποτέ!