Πώς κυλούν τα άτιμα τα χρόνια… Σαν νεράκι ή μάλλον καλύτερα σαν ουισκάκι που ρέει σε ψηλό ποτήρι δίχως πάγο. Κι εκείνο λίγο πριν χαράξει, στέκεται πάνω σ’ ένα τραπέζι που ‘ναι βιδωμένο στο πάτωμα, μπροστά σε μια πίστα. Μοβ τραπεζομάντιλο, κόκκινα γαρύφαλλα, τσιγάρα αμερικάνικα και πιάτα. Πολλά πιάτα, έτοιμα για σπάσιμο σε μια στιγμή μερακλωμένη. Σχεδόν ιερή.
Αν ρωτήσεις κάποιον περπατημένο ηλικιωμένο να σου πει πώς ήταν το πρώτο Φάληρο τη δεκαετία του ‘60 στη Νέα Σμύρνη, ίσως να το θυμάται σαν να ΄ταν χθες. Πόσο μάλιστα οι νεότεροι με κάτι αξέχαστες βραδιές στο τέρμα της οδού Βόλου. Σαν να έγιναν μόλις το περασμένο βράδυ.
Το ίδιο και τα ωραία δημοσιεύματα. Ήταν 2013 όταν ο Δημήτρης Χατζηευθυμίου έγραφε ένα αφιέρωμα για την πορεία του Φάληρου και τη σχέση του με τη Λάρισα και πρόσφατα χτύπησε το τηλέφωνο στα γραφεία της «Ε» για να μας πληροφορήσει πως το Φάληρο ενοικιάζεται. Πάει κι αυτό.
Συνειδητοποιείς μέσα από την πορεία των δημοσιευμάτων, πως ενώ οι αναμνήσεις κολλάνε σε κάτι ωραίο, γλυκό κι ανέμελο, οι αριθμοί σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Άκομψα και σκληρά σαν έλεγχος της τροχαίας μετά από μπουζούκια. Και τι μπουζούκια…
Στα 58 του πλέον, ένας εκ των βασικών ιδιοκτητών, ο Ηλίας Μήλιος έχει συμπληρώσει 40 χρόνια ΤΕΒΕ και περιμένει να περάσουν τα χρόνια για να βγει στη σύνταξη. Μπήκε στη δουλειά 18 χρονών και από τότε δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ήρθε ο κορονοϊός.
«Η πανδημία ήταν η μεγάλη αφορμή. Ήμασταν 18 μήνες κλειστά» και από τη στιγμή που ο γιος διάλεξε τον δρόμο των καλών τεχνών, και συγκριμένα της γλυπτικής, δεν είχε λόγο και ο ίδιος να περιμένει.
Πήρε τη σκυτάλη από τα χέρια του πατέρα του, Αθανάσιου Μήλιου, γνωστός με το ψευδώνυμο Νάτσης, που είχε συνεταιριστεί στο πρώτο Φάληρο με Γιατάνα και Τσιγαρίδα. Άνοιξε το 1955 στη Νέα Σμύρνη καθότι σημείο κομβικό λόγω του αεροδρομίου της πόλης. Αμερικανάκια και δολάρια. Καλή ευκαιρία.
«Εδώ άνοιξε το μαγαζί το 1967. Η οδός Βόλου ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν σπίτια. Είχε κάτι χωράφια η γιαγιά μου και στην αρχή ο πατέρας μου έφτιαξε ένα μικρό μαγαζί το οποίο μεγάλωνε σιγά – σιγά».
Η δουλειά πήγαινε καλά, όμως από το 1978 πήρε πραγματικά τα πάνω του και μετά το 1981 απογειώθηκε, κάτι που κράτησε για δύο και πλέον δεκαετίες.
Οι επιδοτήσεις έπεφταν αβέρτα, οι αγρότες ήταν ζεστοί, η αγορά πήγαινε καλά και οι νυχτόβιοι κύριοι. Λουλουδάκι το βράδυ, δουλειά το πρωί. Το μπουκαλάκι τους, την παρεούλα τους, τα κερασματάκια τους. Σε όλα σένιοι. Γυρνούσε το χρήμα και έφευγαν με τα γκαρσόνια να τους φοράνε το παλτό στην έξοδο. «Ευχαριστούμε πολύ…».
Τα μεγάλα ονόματα δεν σταματούσαν, παρέλαζαν από το Φάληρο και οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς. Έμπαινες νύχτα και έβγαινες μέρα. Τι μέρα δηλαδή σχεδόν μεσημέρι, βουρ για πατσά.
Τα άσχημα ήρθαν από τα μνημόνια και μετά. Τα χρήματα λιγόστευαν και οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν. Τώρα πλέον δεν φτάνουν ούτε για καφέ. Ποια μπουζούκια. Λουλούδια και πιάτα; Ακούγεται τόσο μακρινό τη στιγμή που μετράς τα ευρώ κι εκείνα ποτέ να μην αβγατίζουν.
Υπήρχαν εποχές που τα πιάτα ζητούσαν οι πελάτες να φτάνουν μέχρι το ταβάνι. Και το μαγαζί «έτρεχε» και στη συνέχεια έσπαγε και ξαναγέμιζε και ξαναέσπαγε. Κέφι ατελείωτο στη Λάρισα με αποτέλεσμα το όνομα «Φάληρο» να γίνει ξακουστό. Διαφήμιση για τη Λάρισα, ισάξιο με αυτό της ΑΕΛ. Εκεί και τα πανηγύρια των τίτλων.
«Παλιά υπήρχαν μαγαζιά που έφτιαχναν πιάτα εδώ στη Λάρισα. Όταν μειώθηκε η δουλειά, βρίσκαμε από την Κατερίνη και τώρα τελευταία μόνο από τη Θεσσαλονίκη» λέει ο κ. Μήλιος που δεν γνωρίζει πλέον αν έχει απομείνει κάποιο μαγαζί στο οποίο να σπάνε πιάτα στην Ελλάδα.
*Με τι συναισθήματα βάζεις μια ταμπέλα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ σ’ ένα τέτοιο μαγαζί;
-Είμαι ρεαλιστής. Έκλεισε ένας κύκλος και συνεχίζουμε. Πάμε παρακάτω. Δεν βάζουμε μαύρα πανιά. Είναι νομοτελειακό. Δεν μπορεί να κάνεις τα ίδια πράγματα που έκανες όταν ήσουν νέος.
Ο κ. Μήλιος κρατάει απ’ όλα αυτά τα χρόνια τις γνωριμίες. Θησαυρό τις αποκαλεί και τις βάζει δίπλα στις αναμνήσεις.
«Αντιλαμβάνομαι πως υπήρχε εμβληματικό κατάστημα. Δόξα τον Θεό κρατήσαμε ένα επίπεδο καλό και κάναμε ένα όνομα στο μαγαζί».
Κι έτσι ταπεινά κλείνει ένας κύκλος. Όπως έκλειναν και τα φώτα για να αρχίσει το σκούπισμα των σπασμένων πιάτων από την πίστα. Ξενέρωμα…
Εφημερίδα Ελευθερία / Κώστας Γκιάστας