Ο κουνιάδος του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου, του ανθρώπου που ίδρυσε την κοινωνική κουζίνα “Ο Άλλος Άνθρωπος” και ελέγχεται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, μίλησε το απόγευμα της Τρίτης 30/1 στο Live News. Ο άνθρωπος αυτός, είναι ο κάτοχος της κάρτας, μέσω της οποίας φέρεται ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος να προσπαθούσε να διακινήσει ποσά και να στοιχημάτιζε σε τυχερά παιχνίδια.
«Ακούω κάτι πράγματα που δεν τα πιστεύω. Τον άνθρωπο αυτό, δεν τον είχα για τέτοιο. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα κομμάτι μάλαμα. Αυτός έχει δώσει το παντελόνι του σε άστεγο, γιατί του το κλέψανε το βράδυ που κοιμότανε στο πεζοδρόμιο. Τι να πω. Δε ξέρω. Εγώ τα έχω χάσει. Μου ήρθε κάποιο χαρτί. Το χαρτί λέει ότι έχουν ποινικές διώξεις για 600.000 ευρώ και κάτι τέτοια.
Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτά τα πράγματα. Τώρα τι έκανε ο άνθρωπος από εκεί και πέρα, δεν ξέρω. Εντάξει, το να έχεις μια αρρώστια, να πάει να παίξει λίγο τζόγο αυτό δε βλάπτει. Αλλά να έπαιξε τόσα λεφτά αποκλείεται. Εγώ δε το πιστεύω με τίποτα. Όλοι έχουμε το χόμπι μας. Δε ξέρω αν έπαιζε. Λέω, αν είχε κανένα χόμπι και έπαιζε» ανέφερε αρχικά ο κουνιάδος του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου.
«Εγώ δεν το νομίζω, δεν το πιστεύω δηλαδή. Εγώ όσα χρόνια τον ξέρω, τέτοιος άνθρωπος δεν ήταν. Τον έχουν βάλει μπροστά και τον πυροβολάνε. Ο κόσμος δε χρωστάει να κάνει και καλό. Μπορεί να έχει εχθρούς. Εγώ βάζω το χέρι μου στη φωτιά» συμπλήρωσε.
Σε άλλο σημείο, ο κουνιάδος του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου σημειώνει,
«Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε φορολογική δήλωση. Κάποια στιγμή είχε ένα θέμα και μου λέει, “θέλω τον αριθμό της κάρτας σου γιατί έχω ένα θέμα. Θέλω να βάλω κάτι χρήματα γιατί πρέπει να στείλω στη Τουρκία 7 νταλίκες πράγματα και θα χαλάσουν αν καθυστερήσω”. Του έβαλαν του ανθρώπου κάτι χρήματα. Εγώ, επειδή του έχω εμπιστοσύνη και είμαστε και συγγενείς και όλος ο κόσμος του έχει εμπιστοσύνη είπα να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
Του έβαλαν κάποια χρήματα. Με πήρε εμένα η τράπεζα, γιατί δουλεύω στο Δήμο και δε μπορούσα να τα δικαιολογήσω. Ήταν πολλά, κάποια χρήματα παραπάνω. Τους λέω, “ρε παιδιά, αυτά τα χρήματα δεν είναι δικά μου, είναι για τον Άλλο Άνθρωπο, γιατί μαζεύει να στείλει”. Με ρώτησαν αν μπορούν να έχουν κάποια επικοινωνία με τον άνθρωπο αυτό. Τους έδωσα το τηλέφωνο, μιλήσανε, και με πήραν μετά από τέσσερις μέρες από την τράπεζα να πάω να πάρω τα χρήματα, να του τα δώσω.
Αυτό έκανα. Πήγαν τα χρήματα κατευθείαν στη βάση τους. Του τα παρέδωσα αμέσως γιατί δε θέλω να έχω ξένα χρήματα πάνω μου, και έφυγα σαν κύριος και άλλαξα και την κάρτα μου από την τράπεζα, και έφυγα και πήγα σε άλλη. Αυτή την έκοψα, τέρμα, την ακύρωσα. Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε. Ούτε στο πολύ χρήμα έχω μάθει, ούτε στην καλοπέραση.
Έκανα μια κίνηση να βοηθήσω έναν άνθρωπο, από εκεί και πέρα, τέρμα και τελείωσε. Δε μου αρέσουν αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό σταμάτησα. Τον βοήθησα τον άνθρωπο γιατί εκείνη την ώρα χανόταν»