Για τον Δημητράκη, κάθε καλοκαίρι, φόρτωμα του Lada σήμαινε επίσημη έναρξη του καλοκαιριού…Το πρόβλημα όμως με το φόρτωμα του Lada ήταν ότι μέσα σε αυτό, έπρεπε να χωρέσει ο μπαμπάς, η μαμά, ο Δημητράκης, η αδερφή του η Ελένη που ήταν 4 ετών κι ακόμη δεν πήγαινε στο σχολείο (βλέπετε τότε τα παιδιά, πρώτη φορά πατούσαν το πόδι τους στο σχολείο στο νηπιαγωγείο και να δούμε), σίγουρα η μαμά της μαμάς και ιδανικά και η μαμά του μπαμπά.
Όλοι αυτοί έπρεπε να στριμωχτούν όπως, όπως μέσα στο Lada, ανάμεσα στο μισό νοικοκυριό του σπιτιού…Φυσικά, ο μπαμπάς για να μπορέσει να σηκώσει όλη αυτήν την ταλαιπωρία (κανείς όμως δεν ήξερε τι ακριβώς ταλαιπωρούσε τον μπαμπά, ούτε και ο ίδιος), άναβε τσιγάρο μέσα στο αυτοκίνητο και κάπως έτσι ξεκινούσαν οι διακοπές της οικογένειας, με προορισμό τον Πλαταμώνα, στο σπίτι 2 δωματίων που νοίκιαζαν μπροστά στη θάλασσα για μια σεζόν…
“Αγάπη μου, τώρα που μπήκαμε στην ΕΟΚ και δεν θα έχουμε πλέον δασμούς, μάλλον ήρθε η ώρα να πάρουμε νέο αυτοκίνητο…”
Ήταν η κλασσική ατάκα της μαμάς, κάθε καλοκαίρι, σε κάθε φόρτωμα, μόλις ο μπαμπάς άναβε το πρώτο τσιγάρο, ενώ οι γιαγιάδες πάλευαν να χώσουν τα κεφτεδάκια που με μανία άρπαξαν από το τάπερ, στο στόμα του Δημητράκη και της Ελένης, γιατί ήταν αδύνατα τα παιδιά!
Και στη συνηθισμένη, μη αντίδραση του μπαμπά, η μαμά συνέχιζε: «Η γειτόνισσα η Μαρία μου είπε ότι πήραν ένα Audi ’80 και σώθηκαν. Δεν στοιβάζονται πια.» Ο μπαμπάς τότε άνοιγε το ραδιόφωνο για να ακούσει Γιοκαρίνη, με αγαπημένο το «τσικαμπούμ» (γιατί ήταν και λίγο ροκάς ο μπαμπάς), με εξαίρεση το καλοκαίρι του 1987, που ο μπαμπάς άκουγε μόνο αθλητικές ειδήσεις, γιατί τα ραδιόφωνα -δικαίως-αποθέωναν τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ! Όμως και το καλοκαίρι του 1988, ο μπαμπάς στο ραδιόφωνο πάλι μόνο αθλητικά άκουγε και κρυφοπανήγυριζε, για αρκετό καιρό, μέσα και έξω από το αυτοκίνητο, την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ΑΕΛ.
Όταν τελικά το Lada έφτανε στον προορισμό των διακοπών, και τα ¾ των επιβατών του αυτοκινήτου δεν είχαν μούτρα ή γκρίνια ή νεύρα, τότε οι διακοπές ξεκινούσαν καλά. Αλλιώς…….μεγάλη γκαντεμιά τους είχε βρει και σε αυτήν την περίπτωση η γιαγιά που ήξερε καλύτερα να ξεματιάζει, αναλάμβανε να ξεματιάσει όλα τα μέλη της οικογένειας, γιατί είχε παραγίνει το κακό, και δεν έπρεπε να χαλάσουν όλες οι διακοπές!
Το καλοκαίρι του 1982, ο Δημητράκης θυμάται ότι μετά τη μεσημεριανή ραστώνη, και πριν το απογευματινό μπάνιο, ο μπαμπάς του πολύ συχνά συνομιλούσε με τον γείτονα που νοίκιαζε ακριβώς δίπλα τους στον Πλαταμώνα. Ο γείτονας και μάλλον φίλος του μπαμπά, είχε ένα πολύ μεγάλο μουστάκι, και πάντα φώναζε στον μπαμπά ενθουσιασμένος, ότι τώρα με τον Ανδρέα έρχονται καλύτερες μέρες! Ο Δημητράκης δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο κύριος με το μουστάκι είχε τόση αγάπη στον κ. Ανδρέα και σκεφτόταν ότι μάλλον ο κ. Ανδρέας θα ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος! Όμως ο μπαμπάς του Δημητράκη δεν είχε μάλλον την ίδια άποψη γιατί ενώ άκουγε τον γείτονα, έξυνε συνέχεια αμήχανα το πιγούνι του, συνήθως κοκκίνιζε και κάποιες φορές φούντωνε κιόλας! Ο Δημητράκης δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο μπαμπάς φούντωνε με το πράσινο χρώμα της σημαίας του γείτονα, που είχε πάνω και έναν ωραίο πράσινο ήλιο, γιατί ο Δημητράκης, μέχρι τότε ήξερε ότι μόνο το κόκκινο χρώμα εξαγριώνει τους ταύρους! Η ίδια εικόνα κάθε καλοκαίρι από τότε, και ειδικά το καλοκαίρι του 1985!
Το άλλο φοβερό που θυμάται ο Δημητράκης, ήταν εκείνη η έκρηξη του Τσερνομπίλ, όπως την έλεγε η μαμά του μπαμπά και η μαμά της μαμάς τη διόρθωνε με ύφος αυστηρό : «Τσέρνομπιλ!!!» Εκείνο το καλοκαίρι του 1986, ο Δημητράκης και η Ελενίτσα δεν έφαγαν καθόλου πράσινα λαχανικά – παρόλο που όπως έλεγαν οι γιαγιάδες είχαν πολλές βιταμίνες – για να μην πάθουν τίποτα! Τον Δημητράκη βέβαια, καθόλου δεν τον πείραξε γιατί ούτως ή άλλως, με το ζόρι τα έτρωγε, και οι γιαγιάδες του σε ό,τι ήταν βρώσιμο και πόσιμο, έβλεπαν βιταμίνες! Ακόμη και οι αντιβιώσεις, που εκείνα τα χρόνια τις έδιναν με το κιλό στα παιδιά με το πρώτο συνάχι για να έχουν το κεφάλι του ήσυχο, είχαν σίγουρα βιταμίνες, αφού οι περισσότερες είχαν γεύση φράουλα!
Φυσικά ο Δημητράκης, δεν θα ξεχάσει ποτέ το καλοκαίρι του 1987, γιατί η μαμά κατάφερε επιτέλους να βγάλει την υποχρέωση από τη θεία Λιλί (μια μακρινή συγγενή του μπαμπά που έμενε στην Αθήνα) και ήταν πολύ ανακουφισμένη. Φιλοξένησε στο 2αρι των καλοκαιρινών διακοπών τη θεία Λιλί και τους δύο ηλικιωμένους γονείς της, για να μην πάθουν τίποτα στην Αθήνα, που μετρούσε πολλά θύματα, από εκείνον τον καταραμένο -πράγματι- καύσωνα! Έτσι, από 6 άτομα εκείνο το καλοκαίρι, στο σπίτι που νοίκιαζαν στον Πλαταμώνα, έγιναν 9 και πολύ ωραία περνούσαν! Ωστόσο, ο Δημητράκης ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η μαμά είχε υποχρέωση στη θεία Λιλί. Μάλλον γιατί η θεία Λιλί είχε κάνει μια χάρη στη μαμά, την οποία η μαμά δεν θυμόταν ακριβώς, αλλά καμία σημασία δεν είχε. Το σημαντικό ήταν ότι η μαμά κατάφερε να βγει από την υποχρέωση!
Και κάπου προς το τέλος του ’80, ενώ οι 2 γιαγιάδες (ως κλασσικές άσπονδες φίλες-συμπεθέρες) μάλωναν για το ποια καθαρίζει το καρπούζι καλύτερα και ποια το ξεσποριάζει γρηγορότερα, η μαμά βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τη γειτόνισσα – τη γυναίκα του φίλου του μπαμπά, που είχε το μεγάλο μουστάκι- γιατί ήταν η μόνη που μπορούσε να την καταλάβει, καθότι δούλευαν και οι δύο στην Τράπεζα, από την οποία σημειωτέον βγήκαν πολύ νωρίς στη σύνταξη ως μαμάδες ανήλικων παιδιών!
-«Και τι θα γίνει Ράνια μου με αυτά τα νέα «διαόλια» που μας φέρανε στην Τράπεζα; Μας είπαν ότι θα μας πάρουνε τις γραφομηχανές και θα γράφουμε πια στους υπολογιστές. Πολύ μεγάλο άγχος έχω. Ποιον ρώτησαν γι αυτό;» Φυσούσε και ξεφυσούσε η μαμά και ήταν και οι δύο πολύ δυστυχισμένες!
Το τελευταίο καλοκαίρι του 1980, το 1989, ο Δημητράκης μπουκωμένος πάντα μέσα στο αυτοκίνητο από τα κεφτεδάκια της γιαγιάς, θέλησε να κάνει τη δική του προεφηβική επανάσταση, να σταματήσει το ρεπερτόριο του μπαμπά, και να ακούσει μια κασέτα με pop και rock τραγούδια που είχε γράψει στο Division – το μεγαλύτερο δισκάδικο της Λάρισας- αφού θα πήγαινε στο γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο, και όλοι του οι φίλοι αγόραζαν μανιωδώς βινύλια και κασέτες από το Division. Oίδιος δεν έπρεπε να είναι μουσικά ενημερωμένος;
Εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια του 1989, συνήθως ο Δημητράκης χάζευε στην παραλία του Πλαταμώνα, κάποιες παρέες που μαζεύονταν από νωρίς με κιθάρες και μπύρες, γελούσαν, έπιναν, τραγουδούσαν, έκαναν βραδινό μπάνιο, και μετρούσε κάθε καλοκαίρι ο Δημητράκης συν ένα χρόνο, μέχρι η μαμά και ο μπαμπάς να του πουν το πολυπόθητο ναι για να πάει και αυτός με την παρέα του σε κάποια παραλία μέχρι την ανατολή του ηλίου!
Και κάπως έτσι, περνούσαν τα καλοκαίρια του Δημητράκη μέχρι το 1990, μια χρονιά που «άνοιξε την πόρτα» στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της οποία ο Δημητράκης πέρασε στην ενήλικη ζωή του! Ωστόσο, πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, για να καταλάβει ο Δημητράκης ότι εκείνη η δεκαετία του ’80 και εκείνα τα καλοκαίρια θα σηματοδοτούσαν μεγάλες αλλαγές: πράγματι, τα αυτοκίνητα στην πόλη του άρχισαν να γίνονται καλύτερα, οι άνθρωποι άρχισαν να ντύνονται με πιο όμορφα ρούχα, άρχισαν οι φίλοι του και αυτός να ταξιδεύουν πιο συχνά στο εξωτερικό, άρχισε να τρώει πολλά burgers και donuts έξω με τους φίλους του και τις φίλες του…Άλλες αλλαγές του άρεσαν του Δημητράκη, άλλες δεν του άρεσαν, αλλά δεν καταλάβαινε ακριβώς το γιατί.
Τώρα πια ο Δημητράκης ξέρει, ότι τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1980 ήταν τα χρόνια της αθωότητας, τα οποία άλλοτε περιείχαν μεγάλη δόση ρεαλισμού, ενώ άλλοτε μεγάλη δόση σουρεαλισμού! Και αν και ο Δημητράκης πια μεγάλωσε, πολύ συχνά ανασύρει από το μακρινό παρελθόν εκείνα τα καλοκαίρια του 1980, ως μια «γλυκιά» ή γλυκιά ανάμνηση.
Κατερίνα Δημηνίκου