Ίσως το πρώτο κανονικό δισκάδικο στη Λάρισα να ήταν αυτό του Μαυρομουστάκη, στην οδό Ασκληπιού. Χρησιμοποιώ τον όρο κανονικό υπό την έννοια του αποκλειστικού, ενός εμπορικού δηλαδή καταστήματος που πουλά αποκλειστικά και μόνο δίσκους βινυλίου· αυτούς των 45 στροφών -και αργότερα τους long play, τα γνωστά LP, των 33 στροφών. Η επισήμανση είναι απαραίτητη, γιατί δίσκους βινυλίου στα ‘60s μπορούσε να βρει κανείς στη Λάρισα και στου Σιμόπουλου, το μεγάλο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, που σε μία γωνιά του, ανάμεσα στις ηλεκτρικές συσκευές, υπήρχαν προθήκες με μικρούς δίσκους, όπως και στο αντίστοιχο του Παγίτσα στην οδό Κούμα.

Της Εύης Μποτσαροπούλου 

Όσο πάμε πίσω στο χρόνο της λαρισαϊκής αγοράς βινυλίου οι πληροφορίες συγχέονται, οι χρόνοι μπλέκονται και οι προσωπικές αναμνήσεις απομένουν ως μοναδικοί φάροι εγκυρότητας. «Από του Σιμόπουλου αγόρασα το πρώτο μου μικρό δισκάκι με το Espana Cani και αμέσως μετά το Crazy Love του Paul Anka» θυμάται ο Χρήστος Αλμυρούλης, ο άνθρωπος που προσωπικά έχω συνδέσει από την παιδική μου ηλικία με την λατρεία του βινυλίου, μιας και διαθέτει μια συλλογή με πάνω από 2000 δίσκους. Μετά απ’ αυτή τη δήλωση, αρχίζουν οι υπολογισμοί… Το Espana Cani δεν βοηθά τόσο μια και ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1926, αλλά το Crazy Love μας δημιουργεί ένα σαφές χρονολογικό πλαίσιο. Ο Paul Anka το έγραψε και το ηχογράφησε ως b-side σινγκλάκι το 1958, οπότε – συνεχίζονται οι υπολογισμοί – αν λάβουμε υπόψη ότι στην Ελλάδα οι δίσκοι τότε κυκλοφορούσαν τουλάχιστον μετά από μια διετία, συν το ότι θα χρειαζόταν ακόμη λίγος χρόνος για φτάσει ένα βινύλιο στη Λάρισα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Σιμόπουλος πουλούσε δίσκους στην τοπική αγορά στα μέσα προς το τέλος της δεκαετίας του ’60.

Την ίδια περίοδο περίπου λοιπόν, κάνει την εμφάνισή του στην πόλη το δισκοπωλείο του Μαυρομουστάκη που ήταν το πρώτο μεγάλο και ενημερωμένο μουσικά σημείο πώλησης στην Λάρισα. Ο αδερφός του Μαυρομουστάκη είχε ένα μεγάλο δισκάδικο στη Θεσσαλονίκη, το οποίο πωλούσε και μουσικά όργανα, και αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ τους, μετατρέπει τον Μαυρομουστάκη σε έναν άνθρωπο ιδιαιτέρως ενημερωμένο και πρόθυμο να δώσει πολλές πληροφορίες για τους δίσκους, τους συνθέτες και τους ερμηνευτές, να σε κατευθύνει και σε οδηγήσει σε νέες μουσικές διαδρομές του ελληνικού αλλά και του ξένου ρεπερτορίου.

Ακολουθεί ο Ρέρρης, που αρχικά ανοίγει ένα μικρό μαγαζάκι στην Κεντρική Πλατεία, δίπλα από τον κινηματογράφο Ορφέα – εκεί που σήμερα στεγάζεται το κατάστημα αθλητικών ειδών Zakcret -, και εν συνεχεία μεταφέρεται στην Ρούσβελτ, στο ύψος της στοάς Κουτσίνα. Ο Ρέρρης δημιουργεί μια μακρά πορεία παρουσίας στην πόλη μέσω του γιου του που συνέχισε να ασχολείται ενώ ο πατέρας στράφηκε αργότερα στο εμπόριο δερμάτινων ειδών.

Το λιανεμπόριο βινυλίου στη Λάρισα της εποχής εκείνης ενισχύεται με τα καταστήματα που πωλούν ηχοσυστήματα με χαρακτηριστικό αυτό της εταιρίας GVC στη γωνία των οδών Κύπρου και Παπαναστασίου. Εκεί έρχεται σε επαφή το λαρισαϊκό κοινό με τα πρώτα πικάπ και ηχοσυστήματα – τα διάσημα Dual για παράδειγμα – ενώ ταυτόχρονα στον χώρο πωλούνται και δίσκοι. Στο GVC δουλεύει ως υπάλληλος ο Λάκης Χαρίτος, ο οποίος μέλει να πρωταγωνιστήσει, οσονούπω, στην διαδρομή του βινυλίου της Λάρισας.

Μέχρι τότε, πώς να μην το αναφέρουμε, όποιος Λαρισαίος ήθελε να αγοράσει ένα πικάπ έπρεπε να κατεβεί στην Αθήνα, στο Μινιόν ή στου Λαμπρόπουλου, που παρεμπιπτόντως το 1932 σε συνεργασία με την ΕΜΙ ίδρυσε την δισκογραφική εταιρεία «Columbia – Αφοί Λαμπρόπουλοι».

Μεταπολεμικά, στη Λάρισα, όπως και σε όλη την Ελλάδα, οι άνθρωποι τρελαίνονται για την μουσική. Στα καφενεία της πόλης και των περιχώρων, στα αστικά αρχικά σπίτια, τα βράδια παίζονται δίσκοι με ελαφρό τραγούδι… Ελίζα Μαρέλλι, Νίτσα Μόλλυ, Αττίκ…  Οι Λαρισαίοι χορεύουν ταγκό με τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Μπιζέ και το «La cumparsita»… Σιγά σιγά, τα γραμμόφωνα δίνουν τη θέση τους στα πρώτα πικάπ, τα ηλεκτρόφωνα – που το καπάκι τους λειτουργούσε ως μεγάφωνο -, και οι δίσκοι γραμμοφώνου σε αυτούς του βινυλίου· το 1948 η Columbia Records παρουσίασε τον δίσκο των 33 1/3 στροφών, ο οποίος είχε χρονική διάρκεια 23 λεπτά για τη μία πλευρά του. Λίγο αργότερα η RCA Victor παρουσιάζει τον δίσκο των 45 στροφών. Την ίδια περίοδο ο δίσκος 33 στροφών, LP, εμφανίστηκε στην αγορά για λογαριασμό της εταιρίας CBS. Οι πρώτες στερεοφωνικές εγγραφές εμφανίζονται εμπορικά το 1957 και κερδίζουν οριστικά την προτίμηση των καταναλωτών, αρκετά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Μια νέα εποχή έχει ήδη ξεκινήσει.

Ο κόσμος αρχίζει να αγοράζει δίσκους. Το ξένο ρεπερτόριο κάνει δυναμική είσοδο. Ποιος νεαρός δεν θέλει να έχει στη δισκοθήκη του Έλβις Πρίσλεϊ ή το σιγκλάκι Jeronimo Yanka του συγκροτήματος Forminx; Beatles ή Rolling Stones;

Η πραγματική όμως επιτάχυνση στην αγορά βινυλίου δίνεται με την Μεταπολίτευση. Το πολιτικό ελληνικό τραγούδι πλέον κυριαρχεί. Και το σκηνικό στην αγορά δίσκων στη Λάρισα αλλάζει.

Το 1976, κλείνει το GVC και την σκυτάλη παίρνει ο Λάκης Χαρίτος που δούλευε ήδη κάποια χρόνια εκεί, όπως προαναφέρθηκε. Ανοίγει το δικό του δισκάδικο, το Woodstock, στην Παναγούλη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ανοίγει ο Ρίζος Λέλλης, ο παλιός ποδοσφαιριστής της ΑΕΛ το δικό του επί της Κούμα. Τα δύο χωρίζονται μεταξύ τους από τον κινηματογράφο Πάλλας. Ως αστικός μύθος κυκλοφορεί στην πόλη ότι ο Λέλλης κάνει αυτή την επένδυση με τα χρήματα της αμοιβής της μεταγραφής του στην ΑΕΚ, όταν τελειώνει την ποδοσφαιρική του καριέρα και επιστρέφει στην Λάρισα. Εκεί δουλεύει ο Χρήστος Πετρόπουλος, τον οποίο θα συναντήσουμε ξανά στην πορεία.  Το ρεπερτόριο του δισκάδικου του Λέλλη ήταν κυρίως ελληνικό, ίσως για κάποιους εκείνης της εποχής πιο εμπορικό εν συγκρίσει με αυτό του Χαρίτου. Το Woodstock αντιπροσωπεύει στη Λάρισα τον μεταπολιτευτικό μουσικό και δισκογραφικό παροξυσμό στον οποίο βρίσκεται τότε όλη η Ελλάδα. Η Columbia κυκλοφορεί μαζεμένα όλους τους δίσκους του Θεοδωράκη. Αν στο πρώτο επτάμηνο του ’74 ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ουσιαστικά απών από τη δισκογραφία, από τον Αύγουστο και μετά είναι πανταχού παρών, χτίζοντας με τα απαγορευμένα επί επταετίας τραγούδια του, αλλά και με τα πιο καινούρια, τη βάση του πολιτικού τραγουδιού της πρώιμης μεταπολίτευσης.

Στο Woodstock, που συνεχίζει να ακολουθεί την πορεία του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού της μεταπολίτευσης αλλά και του ξένου ρεπερτορίου της τότε επικαιρότητας, μαζί με το Λάκη δουλεύει και ο αδερφός του Γιώργος Χαρίτος, ο οποίος κάποια στιγμή ανεξαρτητοποιείται και ανοίγει το δικό του δισκάδικο στην Μανδηλαρά, το οποίο λειτουργεί μέχρι τη στιγμή που εκείνος αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ο Γιώργος είναι από τους πρώτους που αρχίζει να αντιγράφει δίσκους κατά παραγγελία σε κασέτες και να τις πουλά. Η ζήτηση είναι τεράστια. Ο ευγενικός ιδιοκτήτης συχνά επιστρατεύει ιδιωτικές δισκοθήκες φίλων για να εξυπηρετήσει κάποια παραγγελία.

Ένα χρόνο πριν τη νέα δεκαετία, το 1979 ανοίγει το δισκάδικο του Καλούση, το οποίο παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο μέχρι σήμερα. Βέβαια, είναι πλέον ανοιχτό μόνο τα πρωινά γιατί ο κ. Θανάσης θέλει πλέον τη σιέστα του, συνταξιούχος γαρ… Το πρώτο μαγαζί άνοιξε στην Ολύμπου απέναντι από τα ΚΤΕΛ και μεταφέρθηκε στη σημερινή του διεύθυνση, Ολύμπου 47, το 1990, ή και το 1989 – μικρή σημασία έχει που δεν θυμάται ακριβώς ο κ. Θανάσης. Αυτό που έχει σημασία είναι η σταθερή και μακρά πορεία του εδώ και 45 χρόνια – «Βάλε και άλλα 30 που θα είμαι εδώ» μου λέει «από εδώ μέσα θέλω να με πάρουν τέσσερις» -, το κέφι του, η αγάπη για το λαϊκό τραγούδι και κυρίως το δημοτικό. Αυτά είναι τα δύο ρεπερτόρια στα οποία εξειδικεύεται τόσα χρόνια. Ο ίδιος παίζει κλαρίνο και κάποτε έβγαλε και δίσκο, το «Παληκαράκι όμορφο», ενώ εξακολουθεί να παίζει σε εκδηλώσεις και πανηγύρια. Το 2023 τον επισκέφτηκαν από το Ίδρυμα Νιάρχου για ένα διήμερο για να καταγράψουν όλη αυτή την πολιτιστική κληρονομιά. Παλιά στο χώρο υπήρχαν πάνω από 50.000 δίσκοι βινυλίου. Σήμερα έχουν περιοριστεί περίπου στις 5.000 και σε 30.000 cd. Είναι το σημείο που πραγματικά κάποιος μπορεί να βρει ξεχασμένους θησαυρούς, ειδικά στο υπόγειο που πλέον ό,τι υπάρχει είναι ιδιαιτέρως σπάνιο ή συλλεκτικό. Την ώρα που είμαι στο χώρο, τον καλεί κάποιος στο τηλέφωνο, εξαφανίζεται για λίγο, επιστρέφει με 5-6 45αρια βινύλια. «Ποιο θες;» τον ρωτάει, «το ένα από τη μία πλευρά έχει το Μπαινογβαίνει στο μπαλκόνι, ένα συρτό, το άλλο το δισκάκι έχει στην μία πλευρά Όταν τα δέντρα μαραθούν και από την άλλη το Είσαι πατέρας άπονος». Χωρίς σχόλια… Μόλις έκανα μια απολαυστική βουτιά στο παρελθόν.

Ο Θανάσης Καλούσης την ώρα που μιλά στο τηλέφωνο με τα 45αρια στα χέρια του
Ο Θανάσης Καλούσης στο περιβόητο υπόγειο, κρατώντας τον μοναδικό προσωπικό του δίσκο που έβγαλε όταν ήταν νέος

Κάπως έτσι έχει διαμορφωθεί ο μουσικός χάρτης της πόλης και βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Ο Χρήστος Πετρόπουλος, ακριβώς στην έναρξη της δεκαετίας, το 1980, ανοίγει ένα πάρα πολύ μικρό μαγαζάκι επί της Λάμπρου Κατσώνη, απέναντι από το ξενοδοχείο Διόνυσο και δίπλα στα αγγλικά του Νικολόπουλου, και παραμένει εν ενεργεία μέχρι σήμερα στο Δισκάδικο 4 στο οποίο μεταφέρθηκε αργότερα στην οδό Κοραή. Το πρώτο του μαγαζί λεγόταν «Δισκάδικο 31», αλλά όλοι το έλεγαν «Τρύπα»… λόγω του μεγέθους του που αρκούσε όμως για να χωρέσει βινύλια, κασέτες, ραφτά, σημαίες και κονκάρδες γνωστών συγκροτημάτων. Σε μια συνέντευξη του στο παρελθόν στον Κώστα Γκιάστα για την εφημερίδα Ελευθερία «(…) μιλάει ασταμάτητα για Led Zeppelin, Deep Purple, Eric Clapton, Boney M, Iron Maiden, Metallica, Nirvana, Γκάλαχερ, Μπομπ Ντίλαν, Pink Floyd, Black Sabbath, Queen, ACDC, Dream Theater μα και για Τρύπες, Πανούση, Παπακωνσταντίνου Βασίλη και Θανάση, Νταλάρα, Αλεξίου, Μαρινέλα, Poll, Ξύλινα Σπαθιά, Ολύμπιανς, ακόμη και για Καζαντίδη, Μπιθικώτση. (…) Όλοι αυτοί πουλάνε από τότε μέχρι και σήμερα…» του λέει δίνοντας απλόχερα το μουσικό στίγμα της Τρύπας.

  

Η δεκαετία όμως του 1980, όπως και του ΄90 που ακολουθεί, στιγματίζεται από το δισκοπωλείο Division του Στέλιου Λαμπρόπουλου, που κατά κοινή ομολογία άλλαξε το ύφος της μουσικής της πόλης.

«Πως σου ήρθε η ιδέα» τον ρωτάω όταν βρισκόμαστε από κοντά για τις ανάγκες του παρόντος. Αφιέρωμα στα δισκάδικα της Λάρισας χωρίς συζήτηση με τον Στέλιο Λαμπρόπουλο, άλλωστε δεν νοείται…

Το Division άνοιξε το 1984, αρχικά σε ένα μικρό χώρο στην Σκαρλάτου Σούτσου. Ο Στέλιος μόλις έχει επιστρέψει Λάρισα μετά την στρατιωτική του θητεία και βρίσκεται σε δημιουργική και επαγγελματική εγρήγορση. Εξετάζει, σταθμίζει την ιδέα να ανοίξει δισκάδικο στην Λάρισα. Ο αρχικός σπόρος της ιδέας προέκυψε από την εποχή του στρατού, καθώς υπηρετούσε για δέκα μήνες σε διπλανά κρεβάτια με τον Μάνο Ξυδούς, ο οποίος ήταν παραγωγός στην ΕΜΙ. Έγιναν πάρα πολύ φίλοι και ο Ξυδούς ενθαρρύνει τον Λαμπρόπουλο να ασχοληθεί επαγγελματικά μ’ αυτό που αγαπά τόσο πολύ, τη μουσική. Ο σπόρος αυτός ενισχύεται από τη γνωριμία του Στέλιου με τον Ασλάνογλου, τον τραγουδιστή των Magic De Spell, και φυτρώνει με την φιλιά του με τον Κερασιώτη, τον ιδιοκτήτη του Happening στην Αθήνα, του διάσημου δισκάδικου της Χαριλάου Τρικούπη, στο οποίο ο πρώτος περνά ώρες και ώρες καθημερινά. Ο Κερασιώτης παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόφαση και στην πορεία του· μάλιστα τις πρώτες εβδομάδες που λειτούργησε το Division πουλούσε δίσκους σε σακούλες Happening, γιατί οι δικές του δεν είχαν προλάβει να παραδοθούν!

Το πρώτο Division στην Σκαρλάτου Σούτσου

Το πρώτο του ρεπερτόριο είναι αποκλειστικά ξένο· ποπ, ροκ, πανκ, new wave, metal, heavy metal… Αντέχει ένα εξάμηνο περίπου. Τότε ο Στέλιος Λαμπρόπουλος συνειδητοποιεί ότι η Λάρισα δεν το σηκώνει τόσο… Έτσι, ξεκινά την συνεργασία του με τον Σάκαρη της Sakkaris Records και μπαίνει στον χώρο της χορευτικής μουσικής· disco, clubs, Djs. Η μεγάλη άνοδος αρχίζει μαζί με τη συνεργασία με όλες τις ντισκοτέκ και τα club της Λάρισας που εκείνη την περίοδο πρωταγωνιστούν έντονα και μνημονεύονται μέχρι σήμερα. Stadium, Biberon, Μονοπώλειο… ενώ νέοι επιχειρηματίες, όπως ο Ντελής και Τζότζος αφήνουν το στίγμα τους στην νυχτερινή διασκέδαση της πόλης που βιώνει μια άκρως δημιουργική και επαναστατική περίοδο. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβαινε με τις ντισκοτέκ εκείνη την εποχή στη Λάρισα, πως όλα αυτά συνυπήρχαν και αλληλοεπιδρούσαν, όπως και το μέγεθος της επένδυσης των νυχτερινών μαγαζιών σε δίσκους, αρκεί να αναφέρουμε ότι όταν η Biberon – συνομήλικη ακριβώς του Division – πήρε φωτιά, κάηκαν 3.500 δίσκοι!

Το 1987, το Division μεταφέρεται σε μεγαλύτερο χώρο, πρέπει να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, στην γωνία Παπαναστασίου και Πατρόκλου, όπου και παραμένει μέχρι το κλείσιμό του, το 1999. Παραθέτω μια περιγραφή του όπως τη βρήκα στο διαδίκτυο «(…) το πιο ενημερωμένο δισκάδικο στην καρδιά της πόλης. Στην είσοδο του, στα αριστερά, υπήρχε μια κλειδωμένη προθήκη γεμάτη κασέτες. Η αριστερή μεριά με ελληνικές κυκλοφορίες και από την δεξιά τα “ξένα”, μπουρδουκλωμένα με ανεπίσημες (bootleg) κασέτες. Παρόλα αυτά πάντα έμπαινα προς τα μέσα για να χαζέψω τα βινύλια, με τα μεγάλα εξώφυλλα και που αντί για τιμές είχαν κολλημένα κάποια αυτοκόλλητα μ’ έναν αριθμό για να τσεκάρεις μετά σε ένα αναρτημένο πίνακα τις τιμές που ίσχυαν (…)».

Το νέο Division έχει πλέον όλο το μουσικό ρεπερτόριο, περιλαμβάνει και ελληνική μουσική. «Είναι η εποχή που έχω ότι θέλω, ότι πιο νέο κυκλοφορεί, μέσω του Μάνου Ξυδούς» σχολιάζει ο Λαμπρόπουλος. Ο Ξυδούς είναι ο παραγωγός που ανέλαβε και ανέδειξε τους Πυξ Λαξ· το πρώτο τους δε κομμάτι του το έστειλε να το ακούσει ως δείγμα πριν καν κυκλοφορήσει.

Παράλληλα, ο Λαμπρόπουλος αξιοποιεί τη σχέση του με τον Κερασιώτη και επενδύει στον κόσμο της Heavy Metal. Προμηθεύεται ότι νέο κυκλοφορεί και μέσω του Division το δίνει σε όλη την επαρχιακή Ελλάδα. Για τους τοπικούς και όχι μόνο λάτρεις του είδους ήταν σαν θεός. «Οι πωλήσεις ήταν εξωφρενικές τότε για ένα επαρχιακό κατάστημα».

Ο Ανδρέας Γουρμετάκης και η Άννα Μόσχου κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής στον Heat FM.
Επί τω έργω στον Heat FM.

Το μεγάλο «μπαμ» όμως γίνεται όταν ανοίγει τον ραδιοφωνικό σταθμό, που επίσης άφησε εποχή στην Λάρισα, τον Heat FM μαζί με τον Βασίλη Βάιλα, την Έφη Λαμπροπούλου (σύζυγος) και τον Πέλλο Μαργαρίτη, γνωστό ως Dj Πέλλος. Ό,τι καινούργιο κυκλοφορούσε παιζόταν στον Heat και αμέσως μετά το έβρισκες στις προθήκες του Division.

Η Άννα Βίσση επισκέπτεται το Division το 1988. Ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί είναι τόσο πολύς που κινδυνεύει ο πάγκος με την ταμιακή μηχανή να πέσει και να σπάσει η βιτρίνα.

Τη δεκαετία του ’90 εμφανίζονται στην πόλη και άλλα δισκάδικα. Το πιο γνωστό, το Melody στην Κούμα. Ακολουθεί το Wiz Record επί της Ασκληπιού του Γιάννη Καλλιμάνη και του Πέλλου Μαργαρίτη που λειτουργεί από το 1997 έως το 2000. Το DJ Market εκεί που σήμερα είναι το καφέ μπαρ Δικαστικό στον πεζόδρομο της Κουμουνδούρου. Το δισκάδικο του Ντόνα στην αρχή της Κουμουνδούρου.

Το 2000 περίπου ανοίγει στην Παναγούλη, έναντι της πλατείας Ταχυδρομείου, εκεί που μέχρι πρόσφατα ήταν το μαγαζί με τα αθλητικά είδη Admiral, και εδώ και μια εβδομάδα το παιχνιδάδικο Επιλογές, το Blow up. Το ανοίγουν θεσσαλονικιοί επενδυτές και αν και ήταν το τελευταίο μεγάλο δισκάδικο, ήταν αυτό για οποίο υπάρχουν οι λιγότερες πληροφορίες από τους ανθρώπους του χώρου. Τελικά, μόνο ο Γιάννης Καλλιμάνης κατάφερε να θυμηθεί το όνομά του…

Σήμερα, εκτός από το δισκάδικο του Καλούση στην Ολύμπου και του Πετρόπουλου στην Κοραή, δίσκους μπορεί να βρει κανείς σε άλλα τρία σημεία: στο Underground Tales Records στην Πανός 12α στον 1ο όροφο όπου μπαίνεις από μια πολύ μικρή πορτούλα ακριβώς δίπλα από το εστιατόριο WE, το Walk the Line Records στην Ασκληπιού 34 και τέλος στο Snuff, που διαθέτει ένα μικρό δείγμα στη Φιλελλήνων 53 στο λόφο του Φρουρίου και μια αρκετά μεγαλύτερη συλλογή στο υπόγειο του ομώνυμου καταστήματος επί της Παπασταύρου. Όλα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, μια ρετρό αίσθηση, κυρίως κλασικό ροκ, πανκ και μέταλ ρεπερτόριο και στο χώρο πωλούνται και άλλα είδη εκτός από τους δίσκους… Τα περιγράφει εξαιρετικά το αφιέρωμα «Τα δισκάδικα της Λάρισας» του online περιοδικού slidingbackwards.com που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2024.

Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. «Από τα τέλη του ’90 και το 2000, άρχισε να αλλάζει ο τρόπος μεταφοράς της μουσικής από το βινύλιο, στο cd και εν συνεχεία στο internet και αυτό επηρέασε όλη την παραγωγή μουσικής». Η φράση του Στέλιου Λαμπρόπουλου. Θα συμφωνήσω. Το βιώσαμε και το βιώνουμε όλοι, άλλωστε. Ένα τέλος εποχής.

ΥΣ. Τον μεγαλύτερο όγκο των πληροφοριών για τα παλιά δισκάδικα της Λάρισας της δεκαετίας του 1960 και 1970 τον άντλησα από τον Χρήστο Αλμυρούλη, ένα βράδυ σε ένα τραπεζάκι έξω στο Modi στον πεζόδρομο της Κουμουνδούρου. Καθ΄ όλη την διάρκεια που εκείνος μου μιλούσε και εγώ κρατούσα σημειώσεις, ακουγόταν μια παρέα ηλικιωμένων να τραγουδούν ακαπέλα από το εσωτερικό τμήμα του μαγαζιού. Ήταν η χορωδία των Φιλόμουσων Λάρισας σε διεύθυνση Μάγδας Αλεξανδρή που έκανε την πρόβα της… Σαν σκηνή από ταινία… Ήμουν τυχερή!

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω