Οι καταστροφές της σχεδόν τετράχρονης κατοχής και του καταστρεπτικού σεισμού του Μαρτίου του 1941, είχαν αφήσει τα ερείπιά τους να κείτονται σε σωρούς στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης μας. Μεγάλος αριθμός δημόσιων κτιρίων και κατοικιών είχαν καταστεί ακατοίκητα και κατεδαφιστέα, ισάριθμα περίπου είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και χρειάζονταν μεγάλη δαπάνη για να επιδιορθωθούν και λίγα, όσα ήταν νεότευκτα και κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), μπορούσαν άμεσα να λειτουργήσουν. Με τη λήξη του πολέμου η κεντρική εξουσία και οι τοπικές αρχές ανέλαβαν το μεγάλο έργο της αποκατάστασης των ζημιών.
Αφού το Δημοτικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα ορισμένων ανοιχτόμυαλων μελών της να μεταφερθεί η νέα Λάρισα σε άλλη θέση (χώρος υπήρχε αρκετός), άρχισε με γρήγορο ρυθμό η απομάκρυνση των ερειπίων, η κατεδάφιση των επικίνδυνα πληγωμένων κτιρίων και σε ορισμένα η αποκατάσταση των βλαβών. Στη θέση των κατεστραμμένων κτισμάτων κατασκευάσθηκαν, με αργό ρυθμό είναι αλήθεια, νέες κατοικίες και δημόσια κτίρια. Ήταν αυτά που αντικατέστησαν τα περίτεχνα οικοδομήματα που είχε σε αφθονία η προπολεμική Λάρισα. Τα κτίρια αυτά με την πάροδο του χρόνου έδωσαν στην πόλη μια άλλη, διαφορετική από την παλιά, όψη. Εξαώροφες οικοδομές στον κεντρικό τομέα της πόλης, διώροφες κομψές κατοικίες με κάποια αρχιτεκτονική ευρηματικότητα, θεόρατα δημόσια κτίρια, γέμισαν κάθε γωνιά της πόλης. Αποτέλεσμα; Χάθηκαν οι αυλές, μειώθηκε το πράσινο, η πόλη ψήλωνε και καθώς πληθυσμιακά αυξανόταν, δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες και άπλωνε.
Όμως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην πόλη μας μια παράδοξη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία τείνει να αφανίσει και τη μεταπολεμική μορφή της. Χαμηλά κυρίως κτίρια, πολλά από τα οποία διέθεταν κάποια αρχιτεκτονική σφραγίδα του κατασκευαστή του, πολύ καλή, καλή ή μέτρια ανάλογα, τα οποία είχαν διάρκεια ζωής λίγων δεκαετηρίδων, σήμερα σωρηδόν κατεδαφίζονται για να κατασκευασθούν στη θέση τους πολυώροφα και άναρχα οικοδομήματα, μελανό στίγμα στην πολεοδομική όψη της πόλης.
Με την ευκαιρία αυτής της ασθμαίνουσας δραστηριότητας κατασκευαστών και ιδιοκτητών που παρατηρείται τελευταία, κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε μια ιστορική και αρχιτεκτονική θεώρηση των παλαιών κτισμάτων της Λάρισας, ανάλογα με τον επικρατούντα εκάστοτε κατασκευαστικό ρυθμό.
Περίοδος τουρκοκρατίας
Η Λάρισα αν και ήταν πάντα μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, δεν είχε να επιδείξει παρά ελάχιστα λαμπρά οικοδομήματα. Είχε πολλά τζαμιά, χαμένα στο μέτρημα από τους ξένους ταξιδιώτες, από τα οποία τα σπουδαιότερα ήταν του Χασάν Μπέη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κοντά στη γέφυρα και το Μπαϊρακλί στη γωνία των σημερινών οδών Παπαφλέσσα και Όσσας. Είχε και ορισμένους τεκέδες[1], από τους οποίους επιβλητικότερος ήταν ο Μεβλεβιχανέ στην αριστερή όχθη του Πηνειού, ακριβώς αριστερά της εξόδου της μεγάλης γέφυρας του Πηνειού στον δρόμο προς Τύρναβο. Και τα τρία αυτά κτίρια θεωρούνταν από τα ομορφότερα τουρκικά κτίσματα στον ελληνικό χώρο. Από την υπόλοιπη πόλη ξεχώριζε στην περιοχή της Ακρόπολης (στο Λόφο του Φρουρίου) η σκεπαστή τουρκική αγορά (το Μπεζεστένι)[2], τα δημόσια λουτρά (χαμάμ) καθώς και μερικά μεγάλα σπίτια (κονάκια), τα οποία ανήκαν αποκλειστικά σε μουσουλμάνους γαιοκτήμονες (μπέηδες).
Οι συχνές καταστροφικές πλημμύρες του Πηνειού και ιδιαίτερα η έντονη σεισμικότητα της περιοχής μας, επέτρεπαν στους ιδιοκτήτες να κατασκευάσουν ψηλές οικοδομές και περιορίζονταν σε μονώροφες ή το πολύ διώροφες, κτισμένες σε ευρύχωρες εκτάσεις. Έτσι στο πρώτο μισό του 19ου αι., κατά το οποίο έχουμε πολλές μαρτυρίες από ξένους ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν εκείνο το διάστημα τη Λάρισα, διαβάζουμε στα οδοιπορικά τους ότι μια πολιτεία 20-25 χιλιάδων κατοίκων, δεν διέθετε καμιά όαση ομορφιάς. Οι περισσότερες κατοικίες της ήταν απλές, ισόγειες με υπόγειο, στο κέντρο μιας μεγάλης αυλής, οριοθετημένες από παντού με ψηλό μαντρότοιχο που τις απομόνωνε από τον δρόμο ή από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Η τοιχοποιία των σπιτιών ήταν απλή. Χρησιμοποιούσαν πλίνθους και ξυλοδεσιές, με την τεχνική του τσατμά. Υπήρχαν όμως και μερικές διώροφες κατοικίες, όπου στο ισόγειο αναπτύσσονταν διάφοροι βοηθητικοί χώροι, καθώς και χώροι σταυλισμού των ζώων, ενώ ο όροφος φιλοξενούσε τους χώρους κατοικίας και υποδοχής.
Οι μεταρρυθμίσεις (tanzimat) του 1839 και κυρίως του 1856 επέτρεψαν στους χριστιανούς να κτίσουν νέους ναούς[3] και κατοικίες άνετες όπως και οι Τούρκοι. Όλες αυτές οι κατοικίες ήταν περιποιημένες, μεγαλύτερες σε διαστάσεις, αρκετές κτισμένες με πέτρα στο ισόγειο, ενώ ο όροφος είχε ελαφρότερη κατασκευή. Είχαν συνήθως κάτοψη ορθογώνια. Τα δωμάτια στον όροφο καταλάμβαναν όλη την μακριά πλευρά στο πίσω μέρος του οικήματος, ενώ στην μπροστινή επιμήκη πλευρά τοποθετούσαν τον οντά, δηλ. το δωμάτιο υποδοχής και φιλοξενίας, που διέθετε ευρύχωρους ανοικτούς και φωτεινούς χώρους. Κύριο χαρακτηριστικό του επάνω ορόφου ήταν τα ημιυπαίθρια χαγιάτια και οι ποικίλες αρχιτεκτονικές προεξοχές (τα σαχνισιά), κατασκευές με ελαφρά υλικά, αρθρωμένες πάνω σε κάθετους όγκους. Οι περισσότερες και σπουδαιότερες απ’ αυτές τις κατασκευές ήταν κονάκια των Τούρκων και βρίσκονταν συγκεντρωμένα στο κέντρο της Λάρισας (περιοχή Ντάρκουλη) και προς την περιοχή της σημερινής οδού 23ης Οκτωβρίου, από την αρχή της μέχρι λίγο πιο κάτω από τον Αγ. Κωνσταντίνο.
Οι εντυπώσεις των επισκεπτών που περιηγήθηκαν τη Λάρισα κατά το διάστημα αυτό ήταν διαφορετικές σε εκτίμηση. Ο Ιωάννης Λεονάρδος (1836) από τα Αμπελάκια γράφει: «Καθώς όλαι αι οθωμανικαί πόλεις, ούτω και η Λάρισα δείχνει μεγάλα οσπίτια, τα οποία υποκάτω ενός πλήθους μικρών χάνονται, πλην μεταξύ αυτών είναι μερικά στολισμένα θελκτικά, με ποικίλα δένδρα και κήπους ωραϊσμένα»[4]. Άλλοι την περιγράφουν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως ο Γάλλος διπλωμάτης Eugene Melchior de Vogue που την επισκέφθηκε το 1875 και αναφέρει ότι «σπάνια μια πόλη μου προξένησε τόσο θλιβερή εντύπωση …ερειπωμένα τζαμιά, άθλιες αγορές, παρηκμασμένες βιοτεχνίες»[5]. Ο Νικόλαος Γεωργιάδης από τον Βόλο γράφει το 1880: «Αι οικίαι αυτής, μονώροφοι και πλινθόκλιστοι, κατέχουσιν, ιδίως αι τουρκικαί, ως εκ της διαιρέσεως αυτών εις ανδρωνίτιν και γυνακωνίτιν, ευρείας εκτάσεις. Δια τούτο και διά τα μεταξύ των οικιών μεγάλα κενά διαστήματα, η έκτασις της πόλεως είνε μεγάλη»[6], ενώ ένας Έλληνας δημοσιογράφος που ακολούθησε τον ελληνικό στρατό κατά την είσοδό του στην πόλη στις 31 Αυγούστου 1881 σημειώνει ότι «…ο κατοικών εν Λαρίσση ουδέν άλλο βλέπει ή ουρανόν και σαθρά οικοδομήματα».
Λίγες δεκαετίες πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε από μέρους των κατοίκων της Λάρισας μια τάση έντονης οικοδομικής δημιουργίας. Και ενώ για τους χριστιανούς και ισραηλίτες θεωρήθηκε φυσική μια τέτοια ενέργεια, όμως για τους Οθωμανούς, που το μέλλον τους διαφαινόταν πολιτικά ρευστό, παρατηρήθηκε μια λογικά ανεξήγητη τάση για οικοδομική ανανέωση. Πράγματι, την περίοδο αυτή οικοδομήθηκαν πολλά νέα κονάκια, εντυπωσιακά αρχοντικά Τούρκων μεγαλοκτηματιών του θεσσαλικού κάμπου και δημόσια κτίρια, όπως το εντυπωσιακό τουρκικό Διοικητήριο, πολλά των οποίων παρέμεναν εν λειτουργία για αρκετά χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πίστευαν αφελώς ότι η διαφαινόμενη ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί!
[1]. Τεκέδες είναι μουσουλμανικά θρησκευτικά κτίσματα, αντίστοιχα περίπου με τα χριστιανικά μοναστήρια, όπου ζούσαν οι δερβίσηδες, οι οποίοι στις θρησκευτικές τους τελετές εκτελούσαν τον χαρακτηριστικό τελετουργικό περιστρεφόμενο χορό τους.
[2]. Το Μπεζεστένι της Λάρισας, η κλειστή αγορά των μουσουλμάνων, ήταν ένα ογκώδες τετράγωνο κτίριο, από το οποίο σήμερα σώζεται μόνον το κέλυφος, δηλ. οι τέσσερες τοίχοι του. Λόγω της φρουριακής του μορφής, παλαιότερα ακόμη και αρχαιολόγοι πίστευαν ότι επρόκειτο για μεσαιωνικό φρούριο, γι’ αυτό και όλος ο λόφος ονομάζεται ακόμη και σήμερα από τους Λαρισαίους ως Λόφος του Φρουρίου. Το Μπεζεστένι φιλοξενούσε καταστήματα που πουλούσαν πολύτιμα είδη, όπως μεταξωτά υφάσματα, πολύτιμους λίθους, χρυσά και αργυρά αντικείμενα, γι’ αυτό τη νύκτα οι πόρτες του ασφαλίζονταν και ειδικοί φύλακες το προστάτευαν. Κλειστές αγορές έκτιζαν οι Οθωμανοί συνήθως στις μεγάλες πόλεις. Στον ελληνικό χώρο μόνο άλλες δύο μεγάλες πόλεις, η Θεσσαλονίκη και οι Σέρρες, διέθεταν κλειστή αγορά. Μάλιστα στις δύο αυτές πόλεις οι αγορές αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα ακέραιες. Μια επιπλέον απόδειξη ότι η Λάρισα λογιζόταν ως μεγάλη πόλη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Εδώ και μερικά χρόνια γίνονται στο μπεζεστένι εργασίες αποκατάστασης, οι οποίες όμως δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη.
[3]. Απ’ όσα γνωρίζουμε, ο μοναδικός ναός στη Λάρισα που εξυπηρετούσε τους χριστιανούς κατά την περίοδο αυτή ήταν του Αγίου Αχιλλίου και αυτός όχι πάντα εν λειτουργία.
[4]. Λεονάρδος Ιωάννης, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Β’ έκδοση, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα (1992) σ. 49.
[5]. De Vogue Eugene-Melchior, Thessalie, Revue de Deux Mondes, Paris (1875). Ο De Vogue (1848-1910) ήταν Γάλλος συγγραφέας και διπλωμάτης.
[6]. Γεωργιάδης Νικόλαος, Θεσσαλία, Βόλος (1880) σ. 245. Ο ιατρός Νικ. Γεωργιάδης από τον Βόλο, έζησε κατά το χρονικό διάστημα 1875-1877 στη Λάρισα. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας διετέλεσε δήμαρχος Παγασών και εξελέγη επανειλημμένως βουλευτής.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com) Φωτοθήκη Λάρισας
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις