Σε κείμενο το οποίο κατατέθηκε στα μέλη της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γουμενίσσης από Λαρίσης Δημήτριος αναφέρει τα εξής:
Ως κατ᾽ ἐνώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ, μετά φόβου Θεοῦ καί καρδιᾶς πολυθρύπτου καί καταματωμένης καί οὕτω τεταπεινωμένης, ὡς ἀμέσως παθόντα καί διά πάθους εἰδότα τήν ἐκκλησιολογική πληγή περί τά Λαρισαϊκά (καί τά τῆς Ἀττικῆς καί τῆς Θεσσαλιώτιδος), νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά συνεισφέρω ἀπαραίτητες καί βασικές πληροφορίες γιά τήν ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἀναδυόμενη καί διασπειρόμενη καί ἤδη ἐπισημότερον διατυπωθεῖσα πρόθεση ἁγιοποιήσεως τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας Μητροπολίτου Λαρίσης καί εἶτα Γαλάζων κυροῦ Θεολόγου.
Ἐν πρώτοις, εὔχομαι ὡς ἐλάχιστος καί συνεύχομαι μετά πάντων σύν παντί τῷ πληρώματι καί προσεύχομαι νά μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος αὐτήν τήν μεγίστη χαρά νά πληθαίνουν οἱ ἐκ τοῦ ἡμετέρου θεσμικοῦ χώρου Ἅγιοι. Εἴθε νά ἔχουμε πλείονας καί πολλῷ πλειόνας τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Ἐδέσσης καί ἑτέρους Ἱεράρχες ἀρτιφανεῖς Ἁγίους. Πρέσβεις πρός Κύριον, ἱκέτες τῆς ἡμετέρας τελειώσεως, ἐν παρρησίᾳ συνεργούς τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἐμπνευστές τῆς εἰς Χριστόν ἀληθοῦς πίστεως στόν πανδημικά μεταβολιζόμενο κόσμο. Εἰς δόξαν τοῦ σωτηρίου θεανδρικοῦ ὀνόματος, μέ ἀντικαταπεμπόμενη τήν θεία Χάρη πρός οἰκοδομήν τοῦ σώματος Αὐτοῦ. Τό λέγω μετά πόθου ἱεροῦ, σύμψυχος καί τό ἕν συμφρονῶν μεθ᾽ ἁπάντων Ὑμῶν.
Η Αγιωνυμία στήν Ορθοδοξία
Ἀναντίρρητα, ὅμως, καθάπερ καταφάσκουμε πάντες πρός τήν μακρά Ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ἁγιωνυμία δέν τήν πλάθουμε ἐμεῖς κατά τό ἡμέτερον εἰδός καί συνειδός καί τίς ἀρετολογικές μας ἰδέες καί τίς αὐτεπιβεβαιωτικές μας εὐλαβεῖς πεποιθήσεις.
Δέν τήν ἀποδίδουμε ἐμεῖς, καθ᾽ ὅ οὔτε τήν προσδίδουμε ἐμεῖς. Κατ᾽ ἀκρίβειαν, οὐδέ κἄν τήν τεκμηριώνουμε ἐμεῖς. Μᾶς παρέχεται ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς ἡ θεία Χάρη γιά νά διαβλέψουμε καθαρότερα καί νά κατίδουμε τήν δόξα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Στήν Ὀρθοδοξία ἔχουμε ἄληκτη ἐμπειρία τῆς ἁγιωσύνης (τήν ἀτέλεστη τελειότητα τῆς θεομεθεξίας), ἀλλά δέν ἔχουμε κανενός εἴδους λαϊκίστικες ἁγιωνομασίες. Τό ἕνα εἶναι θεῖο, τό ἄλλο εἶναι μόνον ἀνθρώπειο. Τό πρῶτο εἶναι θεανθρώπινο, τό ἕτερο εἶναι προσανθρώπινο.
Ἄλλος χαριτοδωρεῖται τήν ἁγιότητα καί αὐτός τήν φανερώνει στό θεοφορούμενο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλος τήν κατεργάζεται στούς τέλεια θεολατρευτές καί ὁ Αὐτός τήν τεκμηριώνει στούς ἀθλουμένους πιστούς. Δέν εἶναι δικαίωμα ὁμάδων καί μερίδων καί ἀτόμων οὔτε προτέρημα ἐντύπων καί ἠλεκτρονικοῦ Τύπου. Ὑπό τήν Χαλκηδόνεια ἀναλογικῶς διάσταση τῆς συνεργίας μετά τοῦ Θεοῦ (μέσα στήν ἐσχατολογική διάρκεια τῆς θείας Οἰκονομίας), ἡ ἁγιωσύνη τῶν Ἁγίων εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί μέθεξη τῶν ἁγιαζομένων ἀνθρώπων· δέν εἶναι ἐπιτήδευμα τῶν ἀνθρώπων προσθετικό στά τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη καί τά θαυμάσια τῶν σημείων καί τά αἰσθητά τεκμήρια τῆς ἁγιοδοξάστου φιλοθεΐας καί θεοφιλίας τῶν Ἁγίων ἀποτελοῦν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στά δικά μας πτωχά ἐπί γῆς μέτρα, ὥστε νά δοξάζουμε τόν Θεόν ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ. Συγκαταβαίνει ὁ Κύριος μέ τά αἰσθητά θαύματα τῶν Ἁγίων Του στήν ἀναιμική ἕως ἀνύπαρκτη διάκρισή μας, γιά νά μᾶς ὁδηγεῖ ἀπλανῶς στό ἄκτιστο μυστήριο τῆς ἁγιωσύνης Του, διά τῆς ἐνθεαστικῆς ἁγιωσύνης τους, πού συνιστᾶ καρπό χριστολογικό, πνευματολογικό, θεολογικό μέσα ἀπό τό ἐκκλησιολογικό δώρημα καί ἄθλημα.
Γι᾽ αὐτό καί δέν πρέπει, δέν δικαιούμεθα νά παραβιάζουμε τήν ἀνθρωποσώτειρα πρόνοια τοῦ Θεοῦ περί τήν πτωχεία μας, ἔστω κι ἄν ἡ πτωχεία μας εἶναι ἠμφιεσμένη μέ τόν πλοῦτο τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ὅπως θά μᾶς συμβούλευαν οἱ θεοφόροι τῶν ἡμερῶν μας, νά ἀφήνουμε νά δώσει ὁ Θεός τήν ἀπάντηση ὅπως, ὅταν καί σέ ὅσους Ἐκεῖνος εὐδοκεῖ. Οἱ νηπτικοί Θεολόγοι μας ὡσάν τόν ἅγιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ θά μᾶς μιλοῦσαν γιά τήν εὐχή καί τό θεόπεμπτο “ρῆμα” στήν καρδιά μας. Οἱ θεοφόροι Ὅσιοί μας ὡσάν τόν ἅγιο Ἰάκωβο τῆς Εὔβοιας θά μᾶς συμβούλευαν νά μήν ἐκβιάζουμε τήν ἀπόκριση τοῦ Θεοῦ· γνωρίζει Ἐκεῖνος πότε θά μᾶς ἀποκριθεῖ (καί παραθέτει ἕνα θαυμάσιο σημεῖο πού δέχθηκε διά τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ γιά τόν “τόπον χλόης” τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων). Ἐκτός καί ἄν ἔχουμε εἰς διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας τό θεόδοτο διορατικό χάρισμα περί πάντας καί διά πάντας.
Βεβαίως, “τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος Αὐτοῦ ἐγένετο;” Κατά τό ρηθέν ὑπό τοῦ θεοφορουμένου μακαρίου Γέροντος Ἐφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτου καί Ἀριζονίτου, τό ἄλλοτε (10) ὡς βαθμός εἰσαγωγῆς στόν Παράδεισο στήν ἐποχή μας ἔφθασε στό (3)! Ἴσως καί τῆς ἁγιωσύνης οἱ βάσεις νά ἔχουν κατέβει πιό χαμηλά, ἴσως νά ἔχουν… ἐπικαιροποιηθεῖ πρός τά μέτρα τῆς σημερινῆς πολυειδοῦς πτώχευσης.
Ἀκόμη καί ἐάν ―ἔναντι τῆς θαυμαστωμένης θεομεθεξίας (μή ἀνακρινόμενης ἀπό τά μέτρα μας)― θά θέλαμε νά προτάξουμε ὡς τεκμήρια ἁγιωσύνης τόν ἐξωτερικό ἠθικισμό τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, τόν φυσικό ἠθικισμό τοῦ πραέος χαρακτῆρος, τόν πρακτικό ἠθικισμό τῶν ἔργων, θά ἔπρεπε τουλάχιστον νά ἀναζητήσουμε σέ μιάν ἀναλογική πληρότητα τά χαμηλά ἀνθρώπινα τεκμήρια τῶν τοιούτων καλῶν ἔργων πρός ἅπαντας, ὄχι μόνον πρός τούς χειροκροτητές καί τούς ἐπαινετάς καί τούς ὀπαδούς. Ἄλλως, θά προβάλλουμε πρός τόν κλῆρο καί τό λαό μας (καί μάλιστα πρός τόν ἀδιάφορο πολύν κόσμο, δυνάμει λαό τοῦ Θεοῦ καί αὐτόν) ὡς πρότυπο ἁγιωσύνης τήν ἐπιμεριζόμενη καλωσύνη, τήν ἐπιμεριζόμενη ἀγαθοεργία, τήν μή ἀκεραιούμενη τελειότητα τῶν καλῶν ἔργων πρός μόνους τούς ἡμετέρους, τόν ἐπιμερισμό τῆς ἀρετῆς καί τῶν ἐναρέτων πράξεων πρός μόνους τούς ἀγαπῶντας ἡμᾶς, ἐνάντια πρός τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου.
Ἡ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων μας καί ἡ μαχητικότητα πολλῶν ἐξ αὐτῶν στήν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας δέν δικαιώνει ἐπ᾽ οὐδενί τήν καταφρόνηση καί τήν καταρράκωση τῆς εἰκόνος τῆς Ἐκκλησίας (καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας) μέ προγραμματισμένη πολεμική παντός τρόπου, μέ λιθομαχίες τή Μεγ. Παρασκευή, μέ ὕβρεις καί βεβηλώσεις τῆς θείας λειτουργίας, μέ ἀσφυξιογόνα σέ ναούς, μέ αὐγομαχίες καί γυαλομαχίες σέ λιτανεῖες, μέ λυσσώδεις ἀπόπειρες διεμβολίσεως αὐτοκινήτων, μέ ταραχώδεις καταρρακώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης, μέ ἀνυπόγραφους λιβέλους δαιμονιώδους μίσους, μέ μανία κακοποιήσεως καί ἐξουθενώσεως. Καί ὅλα αὐτά ὡς ἀναδόμηση τῆς ἐξουσίας ἑνός φερομένου ἁγίου! Καί ὅλα αὐτά ἐπικροτηθέντα ἀπ᾽ ἀρχῆς καί μέχρι τέλους (ἔμμεσα μέν, πλήν ὅμως σαφέστατα) ἀπό τόν ἄβουλο Συνεπίσκοπό μας.
Τέτοιες μεθοδεῖες ἐπιστρατεύονταν ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, ὄχι ὅμως ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο Κωνσταντινουπόλεως. Καί μήν τολμήσει νά ἰσχυρισθεῖ κανείς πώς, ἐάν εἶχε τόν τρόπο του ὁ Ἅγιος, θά ἐπινοοῦσε ἤ θά ἐπευλογοῦσε ἀνάλογες πρακτικές δικαιώσεως.
Τά γράφω αὐτά μέ πόνον πολύν, ὡς ἔμπονον κραυγήν, σεβόμενος ἀπόλυτα ἕνα ἕκαστον Ὑμῶν. Ἀλλά καί σεβόμενος τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί προσκυνῶν ἄφωνος τό ἀπερινόητο μυστήριο τῆς ἀκτίστου Τριαδικῆς Ἐκκλησίας.
Συγχωρήσατέ μου τήν ἐπιχειρηματολογία, τήν ὁποία εἰσφέρω στήν τιμιωθεῖσαν Ἱεραρχική διακονία ἁπάντων Ὑμῶν.
Από τά Λαρισαϊκά του 1989-1991
Μετά δέ ταῦτα τά εἰσαγωγικά, θά ἤθελα νά Σᾶς καταθέσω τά δεδομένα τῆς Λαρισαϊκῆς ἱστορίας, ἐλάχιστα καίρια ἐκ τῶν πολλῶν πού ἔζησα ὡς Ἀρχιερεύς στή Λάρισα! Καί τά ἔζησα καί παρουσίασα πολλῷ πλείονα διά κειμένων καί ἀναλύσεων ἀπό πολλῶν ἐτῶν.
Δέν θά παραθέσω τή διαγνώμη τοῦ γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου περί “τά ροχθοῦντα πάθη” γιά τά γεγονότα ἐκεῖνα καί τόν Ἱεράρχη-ἠθικό τους αὐτουργό καί τελικά ὑπουργό (ὡς καί τούς μετέπειτα ἠθικούς αὐτουργούς καί ὑπουργούς περί τά Κηφισιακά καί τά ἐν Καρδίτσῃ).
Οὔτε τήν λιτή καί σαφή διάγνωση τοῦ διακριτικοῦ ἀρχιμ. Εὐμενίου Σαριδάκη τοῦ τ. Ἀντιλεπρικοῦ Σταθμοῦ Ἁγίας Βαρβάρας εἰδικά καί ἐπώνυμα περί τῶν ἐμμονῶν καί τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐπιλογῶν τοῦ μακαριστοῦ Ἀδελφοῦ (Σίμωνος Μοναχοῦ, «Εὐμένιος, ὁ ποιμήν ὁ καλός καί θαυματουργός», σσ. 166-167).
Ὁ μακαριστός Θεολόγος, τό Μάϊο τοῦ 1967, ἦρθε δεύτερος μέ 6 ψήφους, ἀλλά προτιμήθηκε ἀπό τόν Ἀντιβασιλέα Γ. Ζωϊτάκη γιά τή Λάρισα. Τό 1973 συνέπραττε μέ μιά μικρή ὁμάδα Συνεπισκόπων κατά τῆς διαδόχου Ἱεραρχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁρισθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς μηδέποτε ἐκλεγείς καί νά ἐκπέσει τοῦ θρόνου.
Ἔκτοτε, κατά καιρούς, διαφημιζόταν ἀπό τούς γνωστούς κύκλους “ὡς ἐν ζωῇ δεύτερος ἅγιος Νεκτάριος”, λόγῳ τῆς φυσικῆς του πραΰτητος, τήν ὁποία ὅμως οὐδόλως θέλησε νά ἐπιστρατεύσει πρός τό τέλος τοῦ βίου του τό 1990, πραϋνόμενος εἰς δόξαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί πραΰνων τούς φανατικούς ὑποστηρικτές του στό ἄθλημα τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἑνότητος! Καί ἡ περί αὐτοῦ τοιαύτη διαφήμιση οὐδόλως ἀποκλίνει ἀπό τήν εἰσαγωγική ἀνάλυση. Ἀνθρώπινη ἡ ἰδιογνώμων αἴσθηση τῆς ἀδικίας. Δέν ἀντιλέγουμε, καθότι ἄνθρωποι εἴμεθα καί ὄχι ἄγγελοι. Ὅμως, γιά ἕναν ἄνθρωπο πού κατέλαβε τό θρόνο προαδικηθέντος Συνεπισκόπου, τοῦ καί βιαίως ἐκθρονισμένου, ἡ πεισμονή νά ἐπανακαταλάβει τήν ἐπισκοπή διά τοῦ 5μελοῦς ΣτΕ καί ὄχι διά τῆς Ἐκκλησίας, δέν τεκμηριώνει κανέναν παραλληλισμό πρός τόν ἅγιο Νεκτάριο. Διαβάσατε, παρακαλῶ, τήν εἰδική ἐπιστημονική ἐργασία τοῦ Σοφοκλῆ Δημητρακόπουλου ἤ ἔστω τήν ἀφηγηματική βιογραφία τοῦ Σώτου Χονδρόπουλου καί συγκρίνατε τόν θαυματουργό Ἅγιο τοῦ 20οῦ αἰ. πρός τόν Ἱεράρχη-σύμβολο τῶν φανατικῶν. Μελετήσατε εὐλαβῶς τόν Ἅγιο τῆς Αἰγίνης ὡς πρός τά αἴτια καί τόν τρόπο ἐκθρονίσεώς του καί ὡς πρός τό ἀσίγαστο αἴτημά του γιά μία θέση ἱεροκήρυκος (!), καί παραβάλατε πρός τόν Ἅγιο ἕνα Συνεπίσκοπό μας ἀδιάλλακτο μέχρι τέλους. Δέν ὑπάρχουν ἀναλογίες, τό μέγεθος τοῦ ἑνός εἶναι οὐρανόμηκες, μή συγκρίσιμο τόσο εὔκολα ὅσο θά ἐπιθυμοῦσαν οἱ ἐκτιμητές.
Θά ἀρκεσθῶ νά παραθέσω γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἔμμεσα κατηγορηματική περί τά Λαρισαϊκά διαγνώμη ἑνός Ἁγίου, ὁ ὁποῖος συνεσφράγισε διακριτικά καί τήν πορεία τῶν μακαριστῶν Ἀδελφῶν μας Κεφαλληνίας Γερασίμου, Σισανίου Παύλου καί Καστορίας Σεραφείμ, τοῦ Σεβασμιωτάτου Τριφυλίας & Ὀλυμπίας κ. Χρυσοστόμου καί ἑτέρων ἐν Ἑλλάδι Ἱεραρχῶν (καί ὄχι μόνον).
(α) Δέκα ἡμέρες μετά τήν κοίμηση τοῦ Λαρίσης Σεραφείμ Ὀρφανοῦ (†14.09.1989), δημοσιεύθηκαν στόν τοπικό Τύπο δύο ἐπάλληλες δηλώσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Θεολόγου. Στήν πρώτη ἀνέφερε: «Δέν θέλω νά ἀδικήσω τήν πόλη πού ἀγάπησα καί πού νομίζω ὅτι θά ἤθελε ἕναν νέο ἄνθρωπο γιά νά προσφέρει, ἀντί γιά μένα, μιά πού καί ἡ ἡλικία καί ἡ ὑγεία μου δέν θά μοῦ ἐπιτρέψουν νά δώσω ὅλο μου τόν ἑαυτό τῶν παλαιῶν μου χρόνων. Ὅμως, ἐάν ἡ Ἐκκλησία μέ καλέσει, δέν θά πῶ ὄχι στή φωνή της. Μόνον μέσω τῆς Ἐκκλησίας θά ἐπιστρέψω…» (δημοσίευμα στήν ἡμερήσια Λαρισαϊκή ἐφημερίδα “Ἐλευθερία”, 24.09.1989). Τήν ἑπομένη, στήν ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα τῆς Λάρισας «Ὥρα», ὁ αὐτός Ἱεράρχης δήλωνε: «…θά περιμένω τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας… πιστεύω ὅτι θά ἐκφρασθεῖ γνήσια ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἔχω ἐμπιστοσύνη».
Κατά βάθος, στό ὑποσυνείδητο, ἄν ὄχι καί στό συνειδητό, ἐπιπόλαζε ἡ συναίσθηση τοῦ τρόπου Ἐπισκοποιήσεώς του (βλ. ἀνωτ.). Δέν ἀποκλείεται νά ἀποζητοῦσε κάποια στιγμή κι ἐκεῖνος τήν ἀποκατάστασή του ἀπό τήν Ἱεραρχία, ὡς κατ᾽ οὐσίαν μηδέποτε ἐκλεγείς, ἀλλά διορισθείς ἀπό τόν ἀντιβασιλέα Ζωϊτάκη.
(β) Ἐκτός ἀπό ἐκεῖνες τίς σαφεῖς δημόσιες δηλώσεις του, ὁ γέρων Ἱεράρχης πρό τῆς διαδικασίας τῆς ἐκλογῆς φρόντισε νά διανεμηθεῖ πρός ἅπαντα τά Μέλη τῆς Ἱεραρχίας γραπτή δική του δήλωση διά τῶν τότε Μητροπολιτῶν Σιδηροκάστρου Ἰωάννου καί Φλωρίνης Αὐγουστίνου, πού δημοσιεύθηκε καί στόν ἐκκλησιαστικό, ἀλλά καί στό λαρισαϊκό Τύπο: «Παρέχω τήν διαβεβαίωσιν ὅτι δέν συμμερίζομαι προσωπικῶς πᾶσαν ἐπέμβασιν οἱουδήποτε τρίτου πρός ἐπηρεασμόν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τήν φωνήν καί μόνον ἀναμένω, ἐάν καί ὅποτε μέ καλέσει, ὅπως ἔχω ἤδη δηλώσει καί ὅπως ἤδη πιστεύω». Καί ὑπέγραφε τή δήλωσή του ὡς «ὁ ἀπό Λαρίσης Θεολόγος» (τοπικός Τύπος «Ε»/24.09.1989).
(γ) Στίς 13.10.1989 ἐννέα Λαρισαῖοι ὑποστηρικτές τοῦ Μητροπολίτου Θεολόγου κατέθεσαν στό ΣτΕ αἴτηση ἀκυρώσεως τῆς ἐκλογῆς μου. Ὁ δέ Συνιεράρχης προσέφυγε στίς 12.1.1990 στό ΣτΕ κατά τοῦ Π.Δ. καταστάσεώς μου. Ἡ προσφυγή του γιά ἀκυρωτική προσβολή τοῦ ΠΔ ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκλογῆς μου ἀποδεικνύεται τουλάχιστον ὡς ἠθική ἀνακολουθία, γιά ἕναν Ἐπίσκοπο χαμηλῶν τόνων καί φαινομένης ἐξωτερικῆς ταπεινῆς πραΰτητος. Μέχρι ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἀποκλείεται νά ἀσκήθηκαν ἐπίμονες πολλῶν πιέσεις στό γέροντα Μητροπολίτη, ὥστε νά ἀναθεωρήσει τήν ἀρχική του στάση καί τή σαφή γραπτή του δήλωση. Ὡσάν ὁ διεκδικητής Μητροπολίτης νά ἀπαιτοῦσε τήν ποιμαντορία ἐκείνης μόνης τῆς σμικροτάτης μερίδος “τοῦ ἱεροῦ φανατισμοῦ”, δυνάμει τῆς ὁποίας κατέφυγε στήν πολιτική καί δικαστική ἀπαίτηση ἀκυρωτικῆς ἐπιβολῆς ἐπί τῆς ἐκλογῆς μου ὡς Λαρίσης καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος! Ὁ μακαριστός παρέμεινε μέχρι τέλους ἡ “σημαία” τῆς ὀχλοκρατικῆς συσπείρωσης τῆς μικρότατης μερίδος, μέ ἔξαρση φανατισμοῦ σέ διάρκεια χρόνου, πού προκαλοῦσε ψευδαίσθηση δῆθεν ἔκτασης τοῦ προβλήματος ἐπί μακρόν καί σέ ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ μακαριστοῦ Λαρίσης Ἰγνατίου.
Ἡ προσφυγή του στό ΣτΕ κατά τοῦ ΠΔ τῆς ἀναγνωρίσεώς μου τό 1989, ἡ αὐτεπάγγελτη ἐγκατάστασή του στό Στόμιο μετά 15ετία ἀπουσίας τό 1990, ἡ αὐτοπρόσωπη προσφυγή του στήν Εἰσαγγελία Λάρισας γιά τήν ἄμεση ἐκδίωξή μου ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο μέ στόχο τή δική του αὐτεπάγγελτη εἰσβολή, οἱ ἐπιλεγμένες λειτουργίες-χοροστασίες του στή Μητρόπολη, ἡ δικαίωση τῆς πολύμηνης πρακτικῆς τῶν ὀπαδῶν του: ὅλα αὐτά ἐρήμην τῆς Συνοδικῆς ἀποφάνσεως περί τῶν πρακτέων πρός αὐτόν τε καί ἐμέ, πόσο δικαιώνουν ἐκεῖνες τίς ἀρχικές δημόσιες δηλώσεις του καί τίς ἔμμεσες δι᾽ Ἀρχιερέων διαβεβαιώσεις του πρός τήν Ἱεραρχία;
Πόσο ἀλήθευε καί πότε ἀλήθευε ὁ μακαριστός Ἱεράρχης; Ὅταν αὐτενεργοῦσε, μηδόλως ὑπήκοος στό ὁποιοδήποτε Συνοδικό κέλευσμα; Ὅταν κατέφασκε μιάν ἰδιογνώμονα διοίκηση γιά τή Λάρισα, μέ μόνη τήν νομιμοποίηση τοῦ ΣτΕ; Ἐρήμην καί τῆς Συνόδου καί τοῦ ἐκλεγέντος Συνεπισκόπου του στήν κανονική ἐκλογή τοῦ 1989, ὄντος καί αὐτοῦ συνυποψηφίου ἐπί τῆς Ἱεραρχίας ἀλλά μή ἐκλεγέντος…
(δ) Ἐξελέγην Μητροπολίτης Λαρίσης κανονικῶς στίς 10 Ὀκτωβρίου 1989 διά τῶν 2/3 τῶν ψηφισάντων Ἱεραρχῶν. Μετά ὅμως ἀπό ἕνα καί πλέον χρόνο, ἀκυρώθηκαν τόσο ἡ Πράξη ἐκλογῆς μου ὅσο καί τό Π.Δ. καταστάσεώς μου! Μέχρι τότε ἀκυρώνονταν κατόπιν προσφυγῆς στό ΣτΕ μόνο τό Π.Δ.. Ὅλως παραδόξως, στήν περίπτωσή μου καταργήθηκε καί ἡ ἐκλογή μου. Μοναδικό φαινόμενο εἰσβολῆς στά sacra interna τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἄν ἐπρόκειτο μόνον γιά τήν ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ, δέν θά ὑπῆρχε οὐδέν πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἡ ΔΙΣ υἱοθέτησε ἐμμέσως πλήν σαφῶς τήν ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ, καταστρατήγησε τόν ἄξονα τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης μου μέ συνέπεια ἡ χειροτονία μου νά καταστεῖ “ἀπολελυμένη”.
Ὁ Καθηγητής Ἐκκλ. Δικαίου τῆς Νομικῆς ἐπισήμανε στή γνωμοδότησή του, πού τοῦ ζητήθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τή γενετική ἀντικανονικότητα πού διέπραξε ἡ Δ.Ι.Σ.: ἡ χειροτονία τοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης καί Τυρνάβου Δημητρίου «κατέστη εκ των υστέρων απολελυμένη» μετά τήν υἱοθέτηση ὑπό τῆς Δ.Ι.Σ. τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων τοῦ ΣτΕ. Ἔψεξε τήν ἐκτροπή καί τήν χαρακτήρισε “σκολιά”, διότι ἡ Δ.Ι.Σ. μέ ἐξονόμασε σχολάζοντα Μητροπολίτη, ὁπότε δέν ἐδικαιούμην πλέον οὔτε ἐκλογή οὔτε μετάθεση βάσει τοῦ τότε ἰσχύοντος Κ.Χ.
Ἡ συγκατάβαση τῆς Δ.Ι.Σ. ἐπέβαλε τήν δική μας ἀναίρεση, τήν κατάργηση τῆς ἐκλογικῆς ψηφοφορίας τῆς ΙΣΙ, τήν ἡμικατάλυση τῶν ἐπισκοπικῶν μας δικαιωμάτων, τήν κατάργηση τοῦ κανονικοῦ “μνημοσύνου” τοῦ ὀνόματός μου στή Λάρισα καί μέ ἀπέκλεισε ἀπό πάσης ἐπισήμου ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί ἀπό τίς διαβουλεύσεις μεταξύ Δ.Ι.Σ. καί δικαιωθέντων ἀπό τό ΣτΕ Μητροπολιτῶν: μέ Συνοδική ἐγκύκλιο ἐντελλόταν ἀντί τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου τή “μνημόνευση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου”(!) καί διόρισε πρεσβύτερο ὡς Συνοδικό Γενικό Ἐπίτροπο.
Στό μεσοδιάστημα ἐκεῖνο διαδραματίσθηκαν τά γεγονότα πού ἀποδείχθηκε: (α) ὅτι ἦταν μεθοδευμένες κινήσεις γιά τή διατήρηση ἑνός τεχνητοῦ κλίματος ἐκκρεμότητος στήν κοινή γνώμη καί στά θρησκευτικά ἔντυπα· (β) ἀπετέλεσαν ψυχολογική πίεση παραπείθοντας τόν πολιτειακό-πολιτικό χῶρο πρός μιάν νομοθετική παρέμβαση χωρίς ἀντιρρήσεις· (γ) ἦταν “δοκιμαστικά” γιά τά μετέπειτα βιαιότατα ἐπεισόδια τῆς Κηφισιᾶς καί τῆς Καρδίτσας· (δ) ἀξιοποιήθηκαν γιά ἔντονη δημοσιογραφική καί πολιτική πίεση στήν ἀπραξία τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν πρόκληση νομοθετικῆς διευκόλυνσης πρός μία νόμιμη ἀκυρωτική παρέμβαση τοῦ ΣτΕ καί τελικά γιά τήν ἐπιβολή μιᾶς ἐπίλυσης στήν ἐκκρεμότητα τοῦ 1974. Εὑρέθην θύμα πολλῶν ἀπρόσφορων συνθηκῶν καί πάρα πολλῶν παραγόντων. Δέν γνωρίζω ἄν ὅλα ἐκεῖνα τά εἶχαν σχεδιάσει ἐξ ἀρχῆς (ἤ καί σταδιακά) ἀνθρώπινοι νόες ἤ ὁ χείριστος πολέμιος γιά κείνους καί γιά ὅλους μας. Οἱ δοκιμασίες μου ὑπῆρξαν πολύμηνες, παρ᾽ ὅτι δέν εἶχαν καμιά ἀπολύτως ἀπήχηση στό εὐρύ λαϊκό πλήρωμα (αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ στή συνείδηση πάντων).
(ε) Τόν πρῶτο καιρό τῆς ἐγκαταστάσεώς μου στή Λάρισα ὡς Μητροπολίτου ἡ τοπική Λαρισαϊκή ἐφημερίδα “Ἐλευθερία” δημοσίευσε δήλωση τῆς ἐπώνυμης “συντονιστικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν ἐπαναφορά τοῦ κ. Θεολόγου” πού ἀποδυόταν κάθε πατρότητα τῶν ἀδικοπραγιῶν κατ᾽ ἐμοῦ: «ούτε εξυβρίσαμε ποτέ τον νέο Μητροπολίτη, ούτε χυδαιολογήσαμε εναντίον του, ούτε ποτέ την θεία λειτουργία διακόψαμε». Ὁ σχολιαστής τῆς ἐφημερίδος ἀπαντᾶ: «είναι θεμιτό βεβαίως να προβάλουν οι υποστηρικτές του κυρίου Θεολόγου τα επιχειρήματά τους, αλλά εδώ έχω την αίσθηση ότι απευθύνονται σε ανθρώπους από… άλλο πλανήτη…» («Ε», Δευτέρα 26.2.1990).
Ἀνάλογη “τυπολογία εὐθύνης” ἐπέδειξε τό Μάϊο τοῦ 1990 ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ.Μ.Κομνηνείου ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, ὁ εὐφυής κατά τά ἄλλα ὁμιλητής καί κήρυκας, ἀλλά καί ἐξομολόγος τῆς μαχητικότερης μερίδος τῶν ἀντιπιπτόντων. Μετά τίς ἄθλιες κι ἀνίερες ἀδικοπραγίες ἐκείνων στό ναό τοῦ Πολιούχου, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐξεράγη ἀσφυξιογόνο καί διεκόπη ἡ θεία Λειτουργία τρέχοντας οἱ πιστοί ἔξω ἀπό τό ναό πανικόβλητοι καθώς καί τά ἔκτροπα πού ἀκολούθησαν κατά τή λιτανεία ἀνήμερα τῆς 15ης Μαΐου 1990, ἀναγκάστηκα νά καλέσω σέ ἀπολογία τόν προαναφερθέντα ἡγούμενο. Μεταξύ ἄλλων πολλών, στήν γραπτή του ἀπολογία ἀνέφερε διερωτώμενος τό ἑξῆς ἀξιοπερίεργο: «Ἡ ἱστορία δέν μᾶς λέγει ὅτι τό κριτήριον τοῦ λαοῦ εἶναι ἀνώτερο καί ἀπ’ αὐτές τίς ἀποφάσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου;» Ἄραγε ποιόν λαό ἐννοεῖ; Τόν λαό τοῦ Θεοῦ; Ἤ τό συνοθύλευμα τῶν οἰστρηλατουμένων ὀπαδῶν; Ἐάν πρόκειται γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ, πάσχει ἀπό πνευματική ἀμβλυωπία. Οἱ ἱεροί Κανόνες ἀποκρυσταλλωμένοι στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, δέν τροποποιοῦνται. Ἐπισύρουν δε βαρύτατες ποινές σέ καθοδηγητές πού ἐξέθρεψαν πνευματικά ἕνα λαό ἀτίθασο καί ἀπείθαρχο.
Μέ ἄλλα λόγια, ὁλοκάθαρα ἡ τοπική κοινή γνώμη καταλόγιζε στούς ὑποστηρικτές του ἄμεσα καί στόν ἴδιο ἔμμεσα τήν ἐνώπιον ἀνθρώπων (καί τοῦ Θεοῦ βεβαίως) εὐθύνη γιά τίς μεθόδους πεζοδρομίου. Μήπως εἶναι καί αὐτό προσόν ἁγιωσύνης, καί δέν τό γνωρίζαμε μέχρι σήμερα; Ἄν ναί, τότε θά πρέπει νά ξαναδιαβάσουμε μέ ἄλλα γυαλιά τίς πρός Κορινθίους ἐπιστολές καί τήν Καινή Διαθήκη, ὥστε νά ἐξαγάγουμε ὡς ἁγιότητα, ὡς ἀγάπη, ὡς θεία ὑπακοή συμπιλήματα ὀπαδολογίας.
Καί μή νομίσει κανείς πώς ἐπρόκειτο γιά λαϊκή ἀπαίτηση, γιά πραγματική —ἔστω— δημοκρατία· τουναντίον, ἐπρόκειτο γιά τήν ἄποψη μιᾶς μικρῆς μειοψηφίας, ἡ ὁποία δρώντας ὀργανωμένα θέλησε νά ἐπιβάλει καταναγκαστικά τήν ἐπιλογή της στή λαϊκή πλειοψηφία, ἀλλά καί στή Σεπτή Ἱεραρχία (πού κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἐκφράζει τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας). Γιατί, πρίν ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, δέν δίστασαν ἀκόμη καί νά ἀπειλήσουν τήν Ἱεραρχία μέ τό Ψήφισμα τῆς 08.10.1989: “…(ἐάν ἡ Ἱεραρχία) προχωρήσει στήν ἐκλογή νέου μητροπολίτου διά τόν μητροπολιτικόν θρόνον τῆς Λαρίσης διά τῆς ἀναδείξεως εἰς αὐτόν ἄλλου κληρικοῦ ἐκτός τοῦ κ. Θεολόγου, ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ τά ἑξῆς: Ὁ λαός τῆς μητροπόλεως Λαρίσης θά ἀντιδράσει ζωηρά καί μέ ὅλα τά νόμιμα καί κανονικά μέσα καί τούς τρόπους πού ἀπορρέουν ἀπό τούς ἱ. κανόνες καί τούς νόμους τῆς πατρίδος μας, τόσο κατά τήν ἐκλογή πού ἀντευχόμαστε νά γίνει, ὅσο καί κατά τήν χειροτονία τοῦ νέου μητροπολίτη, καθώς καί κατά τήν ἐνθρόνισή του” (βλ. “Ὀρθοδ. Τύπο” 13.10.89).
(ς) Ὅταν δημοσιεύθηκαν οἱ ἀκυρωτικές ἀποφάσεις, εὑρισκόμενος στή Λάρισα, μέ δημόσια δήλωση-ἔκκλησή μου εἶχα προτείνει νά ἀναλάβω τήν ἐπαρχία Τυρνάβου μέ 74 ενορίες (τό δυτικό τμῆμα), καί ἐκεῖνος νά ἀνελάμβανε τήν ὑπόλοιπη ἐπαρχία, μέ ἕδρα τήν Λάρισα καί 104 ἐνορίες στό ἀνατολικό τμῆμα. Τό αἴτημα τό εἶχα διαβιβάσει και στή Σύνοδο. Ὅμως, ἐκεῖνος ἐπίσης δημόσια ἀπέρριψε τήν πρότασή μου καί δήλωνε πώς “δέν ἔδινε οὔτε σπιθαμή γῆς”, καταλογίζοντας σέ μένα δόλο! Εἶναι γνωστά τά ἀνθρώπινα ἀπό τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἀκόμη καί στό εὐρύ πεδίο τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἡ ὅλη ὅμως στάση δέν συνεπάγεται κάποιου εἴδους “νομιμοποίηση” στήν ἁγιωσύνη (τό λέγω, μέ πόνο περιφέρων τούτη τή θεία λέξη στή διαλεκτική τῆς ἀμφοτέρωθεν ταλαιπωρίας).
(ς) Ὁ μακαριστός, μετά τήν ὑπέρ αὐτοῦ ἀκυρωτική ἐξέλιξη, ὑπέβαλε αὐτοπροσώπως μήνυση ἐναντίον μου στίς 16.11.1990 στήν Εἰσαγγελία Λαρίσης γιά τήν «διάπραξιν κατ’ ἐξακολούθησιν τῶν ἀδικημάτων τῆς ἀντιποιήσεως ὑπηρεσίας λειτουργοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς καί τῆς εἰσπηδήσεως εἰς ξένην Μητρόπολιν» καί αἰτήθηκε «τήν συνδρομήν τῶν εἰσαγγελικῶν ἀρχῶν διά τήν ἀπομάκρυνσίν μου ἐκ τοῦ ἐπισκοπείου καί τήν ἀκώλυτον ὑπ’ αὐτοῦ ἄσκησιν τῶν καθηκόντων του ὡς κανονικοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου»!
Πέρα ἀπό τήν τυπική νομική ἐκδοχή, στήν ἠθική της ἀποτίμηση ἐκείνη ἡ καταγγελία του δέν σήμαινε ἀπόλυτη υἱοθέτηση, ἀναδοχή καί “πατρότητα” τῶν προγενομένων ἀνιέρων μεθόδων καί ἐκτρόπων; Ἐπρόκειτο γιά ἀπόλυτη κατάφαση στήν “ἐκκλησιοποίηση” τῆς πεζοδρομιακῆς πρακτικῆς τοῦ 1965 κ.ἑξ.
Ἄλλωστε, δυνάμει ἐκείνου τοῦ κλίματος, ἐλάχιστοι τοῦ πολιτικοῦ κόσμου εἶχαν κατορθώσει (σέ μεταμεσονύκτια ὀλιγομελή συνεδρία τῆς βουλῆς) νά παρεισαγάγουν στό ν. 1816/1988 μιά συμπληρωματική διατύπωση μέ τό ν.1877/1990, καί πάνω στή νέα νομοθετική βάση μετά τρεῖς ἀναβολές τό ΣτΕ δικαίωνε πολιτειακά τό μακαριστό Μητροπολίτη, τόν δευτερεύοντα τῶν (6) ψήφων!Γιά τήν τοιαύτη ἐξασφάλιση καί προώθηση τῆς ἀκυρωτικῆς διαδικασίας, πιθανότατα ἔδρασαν παρασκηνιακοί πανταχόθεν παράγοντες, ἐκκλησιαστικοί καί παραεκκλησιαστικοί, πολιτικοί καί παραπολιτικοί, δικαστικοί καί νομικοί. Ὅλοι αὐτοί ἦταν “ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας” τήν ὁποία “καί μόνην” ἀνέμενε ὁ Ἀδελφός;
(ζ) Πάντως, ἐκείνη ἡ ἑτεροχρονισμένη παρέμβαση ἐπί προωθήσει τῆς ἀκυρωτικῆς προσφυγῆς τῶν ἐκπτώτων Ἀδελφῶν (μετά τρεῖς ἀναβολές!) προκάλεσε μετέπειτα μείζονες ἐξάρσεις “γηπέδου” καί ἐντάσεις στήν Κηφισιά (Ἀττική) καί στήν Καρδίτσα. Τελικά, ἀπό τήν ὅλη ἔνταση καί τήν εὐρεία ἀντίδραση, προκλήθηκε μιά νεότερη πολιτική/δικαστική σύμπλευση πού “ἀκύρωνε” τίς ἀκυρώσεις καί προώθησε τήν ἀπόρριψη τῶν προσφυγῶν γιά τίς τρεῖς Μητροπόλεις (Λαρίσης, Ἀττικῆς, Φαναριοφερσάλων). Ὁπότε ἀναιρέθηκε ἡ ἀρχική δικαστική δικαίωση, κατέστησαν ἀκυροδικαστικά ἕωλες οἱ ἔσχατες προσφυγές τῶν μακαριστῶν Μητροπολιτῶν Θεολόγου, Νικοδήμου καί Κωνσταντίνου, ἐκεῖνοι ἀπέμειναν πεισματικά ἔκπτωτοι, μή ἀποδεχόμενοι συμβιβασμό πρός τήν Ἱεραρχία καί δρομολογήθηκαν οἱ νεότερες ἐκλογικές διαδικασίες γιά τούς ἑπόμενους Μητροπολίτες.
Ὅλα ἐκεῖνα εἶχαν τή ρίζα τους (καί) στή Λαρισαϊκή μεθοδικότητα καί πεισμονή καί ἐκκλησιολογική καταφρόνηση. Μιά διαδικασία ἐτῶν καί ἐτῶν, πεζοδρομιακοῦ ἤ μᾶλλον γηπεδικοῦ λαϊκισμοῦ, ὡς πρός τί ἀμνηστεύεται; Ὡς δικαιωματική αὐτενέργεια ἐλαχίστων ἀναλογικά μερίδων τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος; Ὡς αὐτο-ταυτοποίηση πλεονεκτικῆς ἐκκλησιαστικότητος ὑπέρ τήν θεσμική Ἐκκλησία καί ὑπέρ τό ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικό σῶμα;
Καί ἐκεῖνοι οἱ προκοιμηθέντες καί ἐμεῖς στή γήινη εἰσέτι στρατεία δέν διεκδικοῦμε ἀπ᾽ ἀλλήλων τίποτε πλέον. Ἐκεῖνοι πορεύθηκαν στά ἐπέκεινα τοῦ βίου, ὅλοι ἐμεῖς στρατευόμεθα τήν ἐκκλησιαστική στρατεία ἐπί γῆς. Ἔχουμε χρείαν οἱ πάντες τῆς συγχωρήσεως καί τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, εἴτε στό ἐπίγειο, πολύ δέ περισσότερο ἐνώπιον τοῦ ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου.
Εκκλησιοπρεπής ακρίβεια
Ὅλα αὐτά θά μποροῦσαν νά ἀναπεμφθοῦν σέ ἀναλογική σύγκριση μέ ἄλλες παράλληλες ἱστορικές ταλαιπωρίες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, δέν ἐπάγονται ἐξ ὁρισμοῦ ἀναλογία ἁγιωσύνης μέ ἐκεῖνα τά παραδείγματα Ἱεραρχῶν ἤ καί τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν (πρβλ. ἐντάσεις μεταξύ τῶν ἁγίων Ἰγνατίου τοῦ Ραγκαβέ καί Μεγ. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, μέ ἄκρως ἐντονότατες τίς αὐτοκρατορικές παρεμβάσεις καί τίς ἱστορικές μεταλλαγές μετα-εικονομαχικά, ἐντάσεις ὅμως πού κατέληξαν πρό τελευτῆς τοῦ πρώτου σέ εἰρήνευση, παρ᾽ ὅλη τή μονιμότητα τῆς ἀπαρέσκειας στούς ὀπαδούς καί στό βιογράφο του ἔναντι τοῦ ἱεροῦ Φωτίου). Οἱ τυπικές ἀναλογίες δέν τεκμηριώνουν ἐξ ὁρισμοῦ κανενός εἴδους ὁμολογιακή ταυτότητα.
Πρός τό ἀρρωστημένο ἦθος τοῦ ὀπαδισμοῦ καί τό φανατισμό τῆς ἐμμονῆς στήν ἰδιογνωμοσύνη καί στό πεῖσμα, ἐξ ἀντιθέτου ἀρκεῖ νά ὑπομνήσουμε πρός πάντες ἕνα ἅγιο καί ἱερότατο ἐκκλησιοπρεπές παράδειγμα, τόν ἅγιο Καλλίνικο Ἐδέσσης, ὁ ὁποῖος (κατά ρητή δήλωση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ) οὐδέποτε ἐνήργησε ἀντιπολιτευτικά, ἔστω κι ἄν εἶχε τόν εὔλογο πόνο γιά τόν ἀδίκως ἐκθρονισθέντα ἀδελφό του! Οὐδέποτε! Θά μποροῦσε ἐπίσης νά ἀναγνωρισθεῖ ἀνάλογο ἦθος εὐπρέπειας στόν ἀοίδιμο πρ. Χαλκίδος Νικόλαο, μέ τήν σύντομη τελείωσή του ἐν ἀσθενείᾳ μετά τήν ἐκθρόνιση καί σημεῖο θαυμαστό τούς ἄφθαρτους ὀφθαλμούς του κατά τήν ἐκταφή!
Καί ἄν θέλουμε ὁπωσδήποτε ἕνα πλαίσιο ἀναλογικῆς συγκρίσεως, τότε, ἡ εἰρηναία καί φιλϋπήκοος καί διαλλακτική στάση τήν ὁποία ἐπέδειξαν πρός τήν Ἱεραρχία οἱ μακαριστοί Ἀγιᾶς Παῦλος, Κιλκισίου Ἀπόστολος καί Σταγῶν Σεραφείμ συνιστᾶ διατόρως ἕνα παράδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί ἐκκλησιαστικῆς εὐπρέπειας καί ταπείνωσης, ὅπερ αὐτοί μέν ἐπέδειξαν, ἐνῶ οἱ τρεῖς ἕτεροι Ἱεράρχες ματαίως μέχρι τέλους ἀπέπτυαν. Σέ ποιούς θά ἀναγνωρίσουμε εἰρηναία καί εἰρηνοποιό ἐπισκοπική μαρτυρία; Σέ ποιούς θά ἐπιβραβεύσουμε ἐκκλησιολογική ἀκρίβεια καί συνέπεια πρός τό θέλημα καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας Του;
Ἡ παρέμβασή μου σέ ἕνα καί μόνο ἀποβλέπει: νά μήν προτρέχουμε τοῦ Θεοῦ, νά μήν τρέχουμε ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, μέ κίνητρα κυμαινόμενα μεταξύ συναισθηματικοῦ οἴκτου καί παρορμητικῆς εὐλάβειας. Διότι τότε προκαλοῦμε καί στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα (στόν κλῆρο καί στό λαό) ἐπικίνδυνη ἐναπομείωση κριτηρίων περί τόν ὁλοτελή συνεκκλησιασμό, περί τήν ἐγχριστωμένη σωτηρία καί τήν θεοφόρο τελείωση, περί τήν ἑνότητα πρός τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ δέ ἔκπτωση τῶν πατροπαράδοτων ἐμπειρικῶν κριτηρίων τῆς σωτηρίας σέ συναισθηματισμό καί τῆς ἁγιωσύνης σέ εὐλαβίζοντα φορμαλισμό συνιστᾶ κάθε ἄλλο παρά πλειοδοσία Ὀρθοδοξίας.
Ζητῶ τίς θεόδεκτες εὐχές Σας καί ὑποσημειοῦμαι μέ βαθύτατο σεβασμό.