Το 1963, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Λαρισαίος στιχουργός των μεγάλων λαϊκών επιτυχιών, ο τραγουδιστής και ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου Ρίο στη Λάρισα που άλλαξε το τρόπο της νυχτερινής διασκέδασης της πόλης και μεσουράνησε στη νύχτα για 32 χρόνια, ήταν 11 χρονών. Την ημέρα που κυκλοφόρησε η είδηση ότι σκοτώσανε τον Κένεντυ, ο δάσκαλος του Καραγιάννης τους μίλησε στο σχολείο με τόσο πάθος για τον άνθρωπο της ειρήνης, όπως τον αποκάλεσε. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου συγκινήθηκε πολύ και ένιωσε την ανάγκη να εκτονωθεί· κάθισε και έγραψε το πρώτο του κείμενο. Έκτοτε, συνειδητοποίησε ότι ένιωθε συχνά την ανάγκη να γράφει και να τραγουδάει. Αρχικά, το έκανε στις μαθητικές εκθέσεις που έγραφε για θάλασσες που ποτέ δεν είχε δει και μεγαλώνοντας σε στίχους για τραγούδια.
«Ήταν μια εποχή που δεν μπορείς να την καταλάβεις, μύριζε φτώχια από παντού» μου είπε προσπαθώντας να μου εξηγήσει το τραγικό της καθημερινότητας που τον οδηγούσε να γράψει και κυρίως τότε να τραγουδήσει, παρόλες τις αντιδράσεις του πατέρα του που έφτασε να τον διώξει ένα βράδυ από το σπίτι.
Αναφέρεται στη βραδιά που πήρε το πρώτο του βραβείο στα «μουσικά ταλέντα», στους διαγωνισμούς που γινόταν κάθε εβδομάδα στο Κέντρο Αλκαζάρ με εμψυχωτή τον Κώστα Μπάμπαρη, τον τοπικό wonna-be Γιώργο Οικονομίδη που αναζητούσε ταλέντα στην περιοχή όπως ο Οικονομίδης στην Αθήνα. «Τότε, όλοι τραγουδούσαν καθιστοί· ήμουν ο πρώτος που σηκώθηκε όρθιος. Και κέρδισα. Την επόμενη μέρα όμως, ο πατέρας μου πήγε στο Αλκαζάρ με τον αστυφύλακα Κωτούλα και τους έκανε μήνυση γιατί ήμουν ανήλικος και μετά με έδιωξε από το σπίτι».
Συνεχίζει να τραγουδά στο χειμερινό κέντρο «Χαγιάτι», εκεί που αργότερα έγινε η ντίσκο «Αναμπέλα» στην πλατεία του ΟΣΕ με μεγάλη υποστήριξη από τον χορευτή Τάκη Σαγιόρ, που ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στον πατέρα του να καταλάβει ότι πρέπει να σταματήσει να τον κυνηγάει για την ενασχόλησή του με τη μουσική. Μόλις κλείνει τα 18, πηγαίνει στην Αθήνα όπου συνεργάζεται με τον Πάνο Γαβαλά, τον Σπύρο Ζαγοραίο, την Καίτη Ντάλη, τη Ρίτα Σακελαρίου. Το 1969 βγάζει τον πρώτο του δίσκο σε 45 στροφές «Μια Λαρισαία μου πήρε τα μυαλά» με δύο δικά του τραγούδια.
Στη Λάρισα επιστρέφει τον Μάρτιο του 1975, μόλις απολύεται από φαντάρος. Κλείνει δουλειά στην Αθήνα με την Πόλυ Πάνου και τον Χρηστάκη και επειδή έχει ένα μήνα μέχρι να ξεκινήσει το πρόγραμμα είναι στη Λάρισα και πηγαίνει να τραγουδήσει στο κέντρο διασκέδασης «Ρίο», που ο Μάκης Χρόνης και ο Κώστας Κλάρας το είχαν ανοίξει δύο χρόνια περίπου νωρίτερα.
«Εγώ ήμουν μαθημένος από την Αθήνα με τους τραγουδιστές να τραγουδούν δύο-τρεις μαζί και την κυριλέ ατμόσφαιρα. Εδώ, εκείνη την εποχή η κατάσταση ήταν άγρια· δεν έμπαινε γυναίκα στο μαγαζί. “Μα τι κάνετε”, τους λέω. “Γιατί είστε τόσο πίσω”; Μετά από σχετικές συζητήσεις, έρχονται οι ιδιοκτήτες και μου λένε δώσε μας 120.000 δρχ. και πάρτο εσύ. Εγώ τότε μάζευα χρήματα να πάρω αυτοκίνητο, και αποφασίζω να το αγοράσω… περισσότερο από εγωισμό. Τι δουλειά είχα τώρα εγώ εκεί; Δεν ξέρω…».
Έτσι, στις 2 Ιανουαρίου του 1976 το Ρίο περνά στον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Με 25.000 δρχ. τα μοναδικά του χρήματα και χωρίς καλλιτέχνες αναρωτιέται πως θα καταφέρει να το λειτουργήσει. «Ο πατέρας μου αναθεμάτιζε, η μάνα μου φοβόταν μην φύγω από τη Λάρισα και γω δεν ήθελα να το βάλω στα πόδια». Επικοινωνεί με καλλιτέχνες που τους γνώρισε στην Αθήνα, με νοικιασμένο αυτοκίνητο πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη και παίρνει μικροφωνική echo με ταινία Dankort προς 4.000 δρχ. το μήνα, φτιάχνει μεταλλικές βάσεις για ηχεία και στήνει το πρόγραμμα στο Ρίο που τότε χωρούσε 117 άτομα με κόστος 7.600 δρχ. τη βραδιά την εποχή που το μεροκάματο ήταν 200-400 δρχ.
Το πρώτο βράδυ στο Ρίο του Παπαϊωάννου πλέον, ο Αγραφιώτης που πουλούσε ποτά και πιάτα ήταν σε αναμονή έξω από το μαγαζί, το οποίο γεμίζει με κόσμο και ο Αγραφιώτης τρέχει όλο το βράδυ να φέρνει σαμπάνιες και πιάτα για σπάσιμο. Ανάμεσά τους ο Τάκης Δημητρακόπουλος της «Ελευθερίας» και ο παλιός Λαρισαίος βιοτέχνης υποδημάτων Ιωαννίδης, η χρεωκοπία της εταιρίας του οποίου στη δεκαετία του ΄80 είχε γίνει αντικείμενο ευρείας συζήτησης στην πόλη. «Εκείνο το πρώτο βράδυ, ο Ιωαννίδης κάνει 160.000 δρχ. λογαριασμό, όσο έκανε ένα διαμέρισμα τότε, και μου δίνει επιταγή της Εθνικής Τράπεζας για να την εξαργυρώσω το επόμενο πρωί. Εγώ έχω ήδη συνεννοηθεί με ταξιτζή να βάλει σχάρα στο ταξί και πηγαίνουμε κατευθείαν στην Αθήνα, Ακαδημίας 96, στον Τσιτσιμίδη να αγοράσω κονσόλες Lem και 10 μικρόφωνα με κανάλια. Στις 5 το απόγευμα είμαι πίσω στη Λάρισα και κάνουμε πρόβα στο μαγαζί με τον νέο εξοπλισμό. Και έτσι είδε ο Λαρισαίος για πρώτη φορά 8 άτομα στην πίστα και 4 τραγουδιστές να κάνουν ποτ πουρί».
Ο Παπαϊωάννου απαγορεύει τις παραγγελιές, σταματάει το σπάσιμο των πιάτων, κάνει επέκταση στο χώρο που φτάνει τις 575 καρέκλες, φτιάχνει μπαρ και βάζει φαγητό· η κουζίνα του ήταν επί σειρά ετών από τις καλύτερες στην πόλη. Και έτσι το Ρίο μετατρέπεται στο γνωστό κοσμικό νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στην Λάρισα, που οι εφημερίδες τότε έγραφαν «… ενώ τα φώτα του θυμίζουν το διάστημα».
Στο Ρίο διασκεδάζουν όλοι οι πολιτικοί όταν επισκέπτονται τη Λάρισα από τον Ανδρέα Παπανδρέου με το θρυλικό ζεμπέκικο μέχρι τον Μιλτιάδη Έβερτ και τον κόσμο να φωνάζει «σήκω μπουλντόζα στην πίστα». Αλλά και πολλοί καλλιτέχνες. Χατζηδάκις, Σπανός, Πάριος, ο οποίος και τραγούδησε.
Πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες, τα μεγάλα ονόματα της εποχής, που τραγούδησαν στο Ρίο. Γιάννης Πουλόπουλος, Ρίτα Σακελαρίου, Κατερίνα Στανίση, Δημήτρης Μητροπάνος, Αντώνης Καλογιάννης, Ελένη Δήμου, Πασχάλης…
«Όταν έφερα την Ελένη Δήμου, μόλις είχε βγάλει το Δεν πιστεύω σε αγάπες και έρωτες που το τραγουδούσε με το αρμόνιο και με ρωτούσαν οι περισσότεροι «Τώρα, εσύ την πληρώνεις αυτή;». Αλλά εγώ επέμενα, μόνο και μόνο από αντίδραση και γιατί ήθελα να φέρω κάτι διαφορετικό, πιο ποιοτικό. Το ίδιο γινόταν και με τον Πασχάλη, ο οποίος όταν ανέβαινε στην πίστα ξεχνούσε να κατέβει, τόση ενέργεια είχε. Με ρωτούσαν πάλι γιατί φέρνω αυτά τα «γεγέδικα». Έτσι όμως ήρθε και πολύς νέος κόσμος στο μαγαζί».
Μετά το Ρίο απογειώθηκε! Ξέφυγε από τα «βαριά» μπουζούκια. Λειτουργούσε μόνο έξι μήνες το χρόνο, έκλεινε πάντα στις πέντε το πρωί, για όσους ήθελαν συνέχεια υπήρχε πάντα το «Φάληρο» και οι χρονιές 1987-1993 ήταν το pic του.
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Γιάννης Παπαϊωάννου συνέχιζε να γράφει στίχους για τον Λευτέρη Πανταζή, τον Αντύπα, τη Τζένη Βάνου, τη Ρίτα Σακελαρίου, τον Δημήτρη Κοντολάζο, τον Βασίλη Καρρά και ολόκληρο τον δίσκο του Αυτοπεποίθηση, την Άντζελα Δημητρίου με το Κυρία ήμουν και κυρία θα μείνω, το τραγούδι που την χαρακτήρισε, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο με το Φτάνει να γυρίσεις, τον Σταμάτη Γονίδη, τον Δημήτρη Χρυσοχοΐδη και πολλούς άλλους. Τα περισσότερα τραγούδια του έγιναν μεγάλα σουξέ…
«Ο Αντύπας ξεκίνησε από το Ρίο το 1984 με δικό μου τραγούδι το Είσαι γυναίκα φίλου μου. Μετά συνεργαστήκαμε σε πολλά, όπως Δεν σ΄ αλλάζω, το Για να μην τρελαθώ, το Σε γουστάρω πολύ».
«Μόλις χθες» συμπληρώνει και μας εκπλήσσει, «γύρισα από Αθήνα που τελειώσαμε την ηχογράφηση του καινούργιου του δίσκου που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα, 26 χρόνια μετά την πρώτη μας συνεργασία».
Ακούστε πρώτοι το νέο τραγούδι του Αντύπα:
Μεγάλες επιτυχίες έγιναν και τραγούδια του Λευτέρη Πανταζή με πιο χαρακτηριστικά το Αριστερά είναι η καρδιά , το Ευαίσθητο σημείο μου και το Το ΄πε το ΄πε ο παπαγάλος… «Μπαίνω μια μέρα στα καμαρίνια και βλέπω τους τραγουδιστές Ηλία Μακρή και Μπάμπη Αντωνίου να κάθονται και να λύνουν σταυρόλεξο. Εκεί που τους μαλώνω γιατί δεν βγαίνουν να χαιρετήσουν και να συναναστραφούν με τον κόσμο, με ρωτάνε για τη λέξη που ψάχνουν «Πουλί που μιλάει»· εμένα το μυαλό μου πάει στο ψιττακός γιατί μου φαίνεται απίστευτα προφανές να είναι το παπαγάλος. Τελικά, ήταν παπαγάλος. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε η ιδέα για το τραγούδι, κάθισα στο τραπέζι και έγραψα τους στίχους. Την πρώτη φορά που ο Πανταζής το είπε σε ένα αναψυκτήριο της εποχής στην Παιανία έγινε κόλαση. Έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία που μετά εκτοξεύτηκε η κατάσταση και με ζητούσαν από όλες τις δισκογραφικές, παρόλο που ήμουν μικρός και από την επαρχία».
Όντως, ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν επί χρόνια ο πιο μικρός επιχειρηματίας στην Ελλάδα, αν σκεφτεί κανείς ότι το 1976 που πήρε το Ρίο ήταν μόλις 23μίση ετών. «Το νεαρό της ηλικίας μου ήταν πάντα ένα θέμα. Θυμάμαι μια βραδιά που στο μαγαζί είναι ο Γιώργος Βαρδινογιάννης καλεσμένος του Κώστα Καντώνια. Ήθελε να πληρώσει το λογαριασμό «κρυφά» και ζήτησε να δει το αφεντικό ιδιαιτέρως. Μπαίνω στο γραφείο και του λέω «Ορίστε, κύριε Βαρδινογιάννη, τί θα θέλατε;», «Το αφεντικό», μου απαντάει· όταν του είπα πως είμαι εγώ με κοίταξε για ώρα σιωπηλός με μια αμφιβολία στο βλέμμα…».
Την ώρα που μου διηγούνταν την ιστορία με τον Βαρδινογιάννη, θυμήθηκε και μία άλλη, κάπως διαφορετική… Θα σου πω και αυτό πριν φύγουμε μου λέει. «Κάποτε έγινε ένα απίστευτο σκηνικό με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Ήταν αρκετά μεγάλος τότε, αλλά παρέμενε γυναικάς. Ερωτευμένος εκείνη την περίοδο με την Γιάννα Χρυσικού που τραγουδούσε σε μας. Μόλις είχε μάθει ότι η Χρυσικού τα είχε φτιάξει με τον αδερφό του Κωνσταντίνου Καραμανλή και όλο το βράδυ έπινε Black and White. Κάποια στιγμή, τρελάθηκε, μου ζητούσε να τη διώξω από το μαγαζί και απειλούσε πως θα την σκοτώσει. Αναγκαστήκαμε να την φυγαδέψουμε… η Γιάννα δεν ξαναήρθε ποτέ στο Ρίο».
Στα 32 χρόνια του το Ρίο, υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Παπαϊωάννου μέχρι το 2008, διέγραψε μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη πορεία. Οι Λαρισαίοι το αγάπησαν το Ρίο, που ήταν γνωστό και στην Αθήνα. Είναι αλήθεια ότι το Ρίο διαμόρφωσε τη διασκέδαση στη Λάρισα, εισάγοντας πολλές καινοτομίες και επενδύοντας στην ποιότητα και την πολυτέλεια.
Για 32 χρόνια τίποτα δεν μπορεί να είναι τυχαίο, άλλωστε. Όπως είπε χαρακτηριστικά και ο Γιάννης Παπαϊωάννου «δεν μπορείς για τόσα χρόνια να κοροϊδέψεις κάποιον. Αυτό που συνέβη στο Ρίο ήταν αληθινό, γινόταν με μεράκι»… Προφανώς και για αυτό πέτυχε τόσο…
Στο βίντεο που ακολουθεί βλέπουμε τους Στέλιο Χατζή, Άρια Στεργίου και Αιμιλία Αλεξανδροπούλου να τραγουδούν στο Ριο:
Εύη Μποτσαροπούλου