Η Κεντρική Πλατεία – Θέμιδος, όπως λεγόταν προπολεμικά – ήταν αυτή που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία του μπιλιάρδου στη Λάρισα. Εν αρχή ην το Καφενείο του Μαλάκη, στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα». Προπολεμικά. «Το καφενείο διανυκτέρευε και εξυπηρετούσε όλους τους νυκτόβιους. Στο βάθος της αίθουσας ήταν εγκατεστημένα και δύο μπιλιάρδα, τα οποία συγκέντρωναν συνήθως τους νέους της εποχής» μας πληροφορεί ο Νίκος Παπαθεοδώρου στο αφιέρωμα του για τα παλιά καφενεία της Λάρισας. Ήταν ένα λαϊκό καφενείο, σε αντίθεση με το κοσμικό «Πανελλήνιον» που τις μεγάλες του δόξες τις γνώρισε μεταπολεμικά.

Πίσω από την προτομή του Κούμα απεικονίζεται το ξενοδοχείο «Στέμμα». Στις πόρτες του ισόγειου δεξιά στεγαζόταν το καφενείο του Μαλάκη. 1935 περίπου. // Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Έπρεπε να περάσουν όμως αρκετές δεκαετίες μέχρι αυτή του ΄80 για να ξανασυστήσει το Πανελλήνιον στους Λαρισαίους το μπιλιάρδο. Το Πανελλήνιον το αναβάθμισε, του έδωσε κάτι από την αίγλη του χώρου, όταν στο υπόγειο δημιούργησε μια ωραία σάλα στην οποία τοποθετήθηκαν 4 τραπέζια μπιλιάρδου, δύο γαλλικού και δύο αμερικάνικου. Είχε και κερκίδες γύρω γύρω για να παρακολουθεί ο κόσμος τους αγώνες!

«Μέχρι τότε, υπήρχαν γύρω στα δέκα μαγαζιά στη Λάρισα που μπορούσες να παίξεις μπιλιάρδο. Το ένα χειρότερο από το άλλο· καταγώγια», μου αφηγείται ο Νίκος Γράβαλος, ο πιο καλός και γνωστός παίχτης στη Λάρισα από το 1980 που κέρδισε το πρωτάθλημα που έγινε στο Πανελλήνιον μέχρι και σήμερα· πριν από ένα μήνα στο Πικέ στη Γιάννουλη του Νίκου Ζαχαρόπουλου και του Γιώργου Γκουτζιούμη – ένα από τα τελευταία μπιλιαρδάδικα της περιοχής όπου βρεθήκαμε και συζητήσαμε όλοι μαζί – στο τουρνουά που διοργανώθηκε και παραβρέθηκαν παίκτες από Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Βέροια, Κοζάνη και Αγρίνιο, ο Νίκος Γράβαλος κέρδισε και πάλι.

Ο Νίκος Ζαχαρόπουλος, συνιδιοκτήτης του “Πικέ” στη Γιάννουλη

«Μόλις τελειώσουμε εμείς οι παλιοί, θα εξαφανιστεί το άθλημα από τη Λάρισα. Οι μικροί, τα παιδιά δεν παίζουν καθόλου πλέον»

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Το μπιλιάρδο μπορεί να έφτασε στην Ελλάδα «με τις αποσκευές του βασιλιά Όθωνα», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, αλλά γρήγορα, από τη δεκαετία του ’20, βγήκε από τα ανάκτορα και έφτασε στα καφενεία και στις γειτονιές. Μεταπολεμικά δε, από τη δεκαετία του ’50 το μπιλιάρδο, μαζί με το ξύλινο ποδοσφαιράκι και το φλίπερ, το βρίσκεις στα μπιλιαρδάδικα, γνωστά και ως σφαιριστήρια, τα οποία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70 γίνονται το απόλυτο σύμβολο της αλητείας και του εντυπωσιασμού. Η Αριστερά τα εχθρεύεται γιατί τα θεωρεί ως φιλοσοφία και τρόπο διασκέδασης – στη νέα τους εκδοχή – απόλυτα ταυτισμένα με την αμερικανική κουλτούρα, η Δεξιά γιατί θεωρεί ότι οι χώροι αυτοί απομακρύνουν τους νέους από το ελληνορθόδοξο σύστημα αξιών· οι γονείς και καθηγητές βιώνουν ένα είδος «ηθικού πανικού» για τους τεντιμπόιδες και για το μπιλιάρδο.

Τι κι αν η ιστορία του χάνεται στα βάθη χιλιετιών (θεωρείται ότι ξεκίνησε από την αρχαία Αθήνα γύρω στο 600  π.Χ. αλλά στη σημερινή μορφή του καθιερώθηκε στους βασιλικούς κύκλους από το Λουδοβίκο XI);

Τι κι αν προσωπικότητες όπως ο Λουδοβίκος XIV, η Μαρία Αντουανέτα, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Μότσαρτ, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Μαρκ Τουέην και ο Εμμανουήλ Καντ βιώσαν ανά εποχές το κοινό τους πάθος για το μπιλιάρδο;

Τι κι αν ο Γάλλος συγγραφέας Stendhal, 1783-1842, έλεγε ότι «Πρέπει να δίνει κανείς στην κατάκτηση μιας γυναίκας την προσοχή που δίνει σε μια παρτίδα μπιλιάρδου»;

Οι Λαρισαίοι, όπως και παντού, το θεωρούσαν κακόφημο και το έβρισκαν σε καταγώγια, ανήλιαγες αίθουσες και υπόγεια· λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι τα μπιλιαρδάδικα χρειάζονται μεγάλο χώρο και στα υπόγεια ήταν πιο εύκολο να υποστηριχτούν τα ενοίκια.

Οι χρυσές δεκαετίες και τα μπιλιαρδάδικα της Λάρισας

Οι χρυσές δεκαετίες του μπιλιάρδου στη Λάρισα ήταν αυτές του ΄70, του ΄80 και μέχρι τα μέσα του ΄90.

Αρχικά με Πανελλήνιον στην Κεντρική Πλατεία, και με Κάρτο. Το πρώτο μαγαζί του Κάρτου ήταν πίσω από την Εθνική Τράπεζα, το δεύτερο σε όροφο στην Κούμα, στην πολυκατοικία πριν ακριβώς τη στοά, το τρίτο σε υπόγειο επί της Κούμα, εκεί που μετέπειτα άνοιξε η «Αμερικάνικη Αγορά». Το τρίτο ήταν που έζησε τις μεγάλες δόξες, τους εκκολαπτόμενους μεγάλους παίκτες της Λάρισας, τους αγώνες. Δεξιά όπως έμπαινες ήταν το μπαρ και τα 2-3 φλιπεράκια, αριστερά ποδοσφαιράκια και μετά τα τραπέζια του μπιλιάρδου. Ακολούθησαν ο Φούντας σε ένα υπόγειο λίγο πριν την οδό Ιουστινιανού, εκεί που ήταν ο κινηματογράφος Ακροπόλ. Το υπόγειο του Άγγελου στην οδό Παλαμά. Το Σαλόνι, το τεράστιο μπιριαρδάδικο επί της Παναγούλη, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο «Κωνσταντινίδης». Αυτό ήταν περίεργο μαγαζί· στην αρχή έμπαινες από ένα μικρό διαδρομάκι και μετά ο χώρος γινόταν τεράστιος, τα τραπέζια του μπιλιάρδου ήταν στον πρώτο όροφο.

Το Holiday, γνωστό και ως “Χήρα”

Η δεκαετία του ΄80 ωστόσο χαρακτηρίζεται από το Holiday, γνωστό τότε στους λαρισαϊκούς κύκλους ως «Χήρα») στην Ηπείρου στο ύψος περίπου της Τρίγωνης Πλατείας και κυρίως από το Video Set επί της Μανδηλαρά στο ύψος περίπου της Ιάσωνος. Το πρώτο άνοιξε το 1982 και έμεινε ανοιχτό για λιγότερο από μια πενταετία. Το δεύτερο άνοιξε το 1984 και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία του μπιλιάρδου της πόλης. Όταν έκλεισε, το 2000 περίπου, η Λάρισα έμεινε για μια δεκαετία χωρίς κανένα μπιλιαρδάδικο.

Video Set

Προσωπικά το θυμάμαι να λέγεται μόνο Set. Πηγαίναμε πολύ συχνά, όχι μόνο σε κοπάνες από το σχολείο, γιατί στα αγόρια της παρέας άρεσε πολύ το μπιλιάρδο. Είχα παίξει και εγώ· είχα μάθει και ορολογία… η στέκα χωρίζεται σε τρία μέρη, τον κόπανο, το φλες και το φίμπερ με το πετσάκι. Βάζαμε φάλτσο στην μύτη της στέκας, τιμπισίρι δηλαδή… Ήταν αργότερα βέβαια, την επόμενη δεκαετία που το μπιλιάρδο είχε νομιμοποιηθεί, αναγνωρίστηκε ως άθλημα, στα μπιλιαρδάδικα πήγαιναν και κορίτσια και επιτρεπόταν η είσοδος και σε ανήλικους. Αλλά και πάλι κρυφά από τους γονείς μου πήγαινα… ακόμα κι τότε το μπιλιάρδο βρισκόταν μέσα σε ένα νέφος «κακοφημίας» και «κινδύνου»· περίεργο για την οικογένεια μου, καθώς ο πατέρας μου ήταν από αυτούς τους Λαρισαίους, τη γενιά που μεγάλωσε στα μπιλιαρδάδικα.

Αργότερα, το 1992 με 1993 άνοιξε το Όσκαρ, στον πεζόδρομο της Ερμού, στον όροφο εκεί που αργότερα άνοιξε το μπουζουξίδικο Κοσμοδρόμιο, που τραγουδούσε ο Μίμης Γκιουλέκας. Ιδιοκτήτης του Όσκαρ ήταν Κυριάκος Στανίσης, ο οποίος ήταν και πολύ καλός και γνωστός παίχτης.

«Ήταν συνηθισμένο τότε οι ιδιοκτήτες να είναι και οι πιο καλοί παίχτες. Το μπιλιάρδο, ειδικά το γαλλικό, είναι πολύ δύσκολο· χρειάζονται πολλές ώρες καθημερινής προπόνησης, ποιος μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά και χρονικά;» μου σχολίασε ο Γράβαλος.

Η λίστα των καλύτερων παικτών της πόλης, που παραμένουν ενεργοί, περιλαμβάνει τους Νίκο Γράβαλο, Ιωάννη Μάλλη, Ιωάννη Σκούρα (του ομώνυμου χρυσοχοείου επί της Κύπρου), Σάκη Καραντζά (των ζαχαροπλαστείων Ρωξάνη), Νίκο Ζαχαρόπουλου (συνιδιοκτήτη του Πικέ). Στη λίστα βέβαια των καλύτερων παικτών από ΄80 και μετά πρέπει να αναφερθούν ο Κυριάκος Στανίσης και ο Φούντας.

Οι πιο γνωστοί τελικοί στη Λάρισα, άλλωστε, μεταξύ τους έγιναν· Γράβαλος, Φούντας και Στασίνης.

Ο Γράβαλος κερδίζει τον Φούντα στον τελικό στο πρωτάθλημα του 1980 στο Πανελλήνιον και τον Στανίση στο θρυλικό τελικό στο Video Set to 1984. Ο Στανίσης κέρδιζε τον Γράβαλο με διαφορά 104 καραμπόλες και ήθελε άλλες 25 για να βγει, αλλά ο Γράβαλος με τρεις μεγάλες στεκιές κατάφερε και τον κέρδισε· είχε πάνω από 30-40 καραμπόλες η κάθε στεκιά. Η ανατροπή ήταν τεράστια, ο αγώνας έμεινε στην ιστορία της πόλης.

Πανελλήνιον 1980, Από αριστερά προς τα δεξιά: Φούντας, ιδιοκτήτρια Πανελλήνιου, Γράβαλος
Ο Γράβαλος, το μπιλιάρδο και η Λάρισα

«Όλοι από τον κύριο Γράβαλο μάθαμε» μου λέει ο Νίκος Ζαχαρόπουλος του Πικέ, «Είναι ένας από τους 10 καλύτερους παίκτες στην Ελλάδα, στο πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1983 βγήκε έκτος. Η μεγαλύτερη στεκιά του ήταν 540 καραμπόλες».

Ο ίδιος είναι ένας πολύ ευγενικός και ήρεμος κύριος. Ήθελα πολύ να τον συναντήσω από κοντά. Ήταν το ίνδαλμα στο μπιλιάρδο και του πατέρα μου και του φίλου μου στο Λύκειο. Περίεργο πως μπλέκεται ο χρόνος.

Στην αρχή, μου διηγείται ο Νίκος Γράβαλος, δεν του άρεσε το μπιλιάρδο. Ίσως φταίγαν τα καταγώγια… Όμως το 1980 πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη στο τριώροφο του Δερμετζή (επίσης διάσημου παίκτη και ιδιοκτήτη της εποχής) και όλα άλλαξαν. Εκεί αγάπησε το μπιλιάρδο, με τον Δεμερτζή. Όταν γύρισε στη Λάρισα άρχισε να κάνει συστηματικά προπόνηση μία ώρα καθημερινά τα μεσημέρια στον Κάρτο, ο οποίος δεν του πήρε ποτέ χρήματα για αυτές τις προπονήσεις. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

Και κάπως έτσι το μπιλιάρδο στη Λάρισα, μπήκε σε μια νέα εποχή.

Μέχρι τότε, όποιος έπαιζε μπιλιάρδο έπαιζε μόνο για τα λεφτά. Μπαίνανε πολλά στοιχήματα και ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, όπως και οι καυγάδες επ΄ αυτού. Μετά το 1980 άρχισαν να βλέπουν οι Λαρισαίοι το μπιλιάρδο σαν άθλημα.

Ο Γράβαλος πιστεύει πολύ στο μπιλιάρδο και θέλει να δημιουργήσει κάτι σημαντικό στην Λάρισα. Το 1993 δημιουργεί τον πρώτο όμιλο στη πόλη, ο οποίος όμως παραμένει ενεργός μόνο για μια πενταετία. «Δεν ήταν η Λάρισα ακόμη έτοιμη, δικό μου το λάθος» κάνει τον απολογισμό του.

Μετά το κλείσιμο του ομίλου, έκλεισε και το Video Set. Χάθηκε η τεχνογνωσία· «χάθηκε μεγάλη παρακαταθήκη» η έκφραση ακριβώς που χρησιμοποιήθηκε.

Τότε σταματά και ο Γράβαλος να παίζει. Από το 1999 μέχρι το 2008 δεν έπιασε στα χέρια του στέκα. «Μου έλλειπε σαν να ήμουν ερωτευμένος»… Από τότε που άρχισε να ξαναπαίζει αναζωογονήθηκε.

Με κοιτάει σοβαρά σοβαρά και με μια κάποια θλίψη… «Μόλις τελειώσουμε εμείς οι παλιοί, θα εξαφανιστεί το άθλημα από τη Λάρισα. Οι μικροί, τα παιδιά δεν παίζουν καθόλου πλέον».

Τον ευχαριστώ.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω