Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν ευνοήσει την ταχεία διάδοση θεωριών συνωμοσίας, ψευδών ειδήσεων (fake news) και παραπληροφόρησης, με μαζικό και αποτελεσματικό τρόπο. Tα περιοριστικά μέτρα που έχουν παρθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας, έχουν αναγκάσει πολλούς ανθρώπους να περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο. Η πανδημία του κορονοϊού έχει αναδείξει περίτρανα, πόσο σημαντική είναι η πρόσβαση στο διαδίκτυο για την προστασία της υγείας του ατόμου, την ενημέρωση και την επαφή με την οικογένεια και τους φίλους του.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η δύναμη των εταιρειών τεχνολογίας ως μεσάζοντες που ελέγχουν και καταργούν περιεχόμενο, με την αιτιολογία της καταπολέμησης της παραπληροφόρησης, έχει αυξηθεί. Όπως έχει αυξηθεί και η ιατρική παραπληροφόρηση σχετικά με τον κορονοϊό και τα εμβόλια. Μάλιστα, οι ειδικοί μιλούν για μια «πανδημία παραπληροφόρησης» (“infodemic”) που αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία.

Τον περασμένο Ιανουάριο, ο γενικός διευθυντής του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) Tedros Adhanom Ghebreyesus, είχε δηλώσει ότι δεν μαχόμαστε μόνο την πανδημία, αλλά και την παραπληροφόρηση. «Ψευδείς ειδήσεις, παραπληροφόρηση, και θεωρίες συνωμοσίας είναι επικρατούσες την εποχή των κοινωνικών μέσων και έχουν εκτοξευθεί, η κατάσταση είναι σοβαρή επειδή επηρεάζει την εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας και στα προγράμματα αντιμετώπισης».

Η προσπάθεια αντιμετώπισής της έχει οδηγήσει τον τελευταίο χρόνο σε ένα κύμα λογοκρισίας και από κυβερνήσεις αλλά και από τις ίδιες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης οι οποίες έχουν βρεθεί στο μάτι του Κυκλώνα.

Σύμφωνα με το Freedom House, έναν μη κυβερνητικό οργανισμό που διεξάγει έρευνα και για τη δημοκρατία, την πολιτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυβερνήσεις σε τουλάχιστον 28 από τις 65 χώρες που αξιολόγησε, απέκλεισαν ιστότοπους ή ανάγκασαν χρήστες ή διαδικτυακά καταστήματα να διαγράψουν πληροφορίες σχετικά με δυσμενή στατιστικά στοιχεία για την υγεία και τον κορονοϊό γενικότερα.

Από την έναρξη της πανδημίας, η εθνική νομοθεσία που αποσκοπούσε στην αποθάρρυνση της δημιουργίας και της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης, έχει χρησιμεύσει και για τη δημιουργία συνθηκών που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν εμπιστεύεται έρευνες, εκθέσεις και μελέτες που προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα πηγών που εκείνοι θεωρούν πολιτικά ή ιδεολογικά εχθρικές. Ωστόσο, ο περιορισμός της πρόσβασης σε πληροφορίες, ή η ποινικοποίηση κρίσιμων και «μη πατριωτικών» αναφορών και η κατάργηση περιεχομένου σε περιόδους κρίσης, θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στις ψηφιακές μας αλληλεπιδράσεις.

Καμία χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει της λογοκρισίας

Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη συλλογή δεδομένων λογοκρισίας στο Διαδίκτυο που έχει συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα, η λογοκρισία υπάρχει παντού, ακόμη και στις πιο ελεύθερες χώρες του κόσμου.

Μια ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν χρησιμοποίησε στοιχεία του Censored Planet, ενός αυτοματοποιημένου συστήματος παρακολούθησης της λογοκρισίας που ξεκίνησε το 2018 η καθηγήτρια Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών Roya Ensafi, για να συλλέξει περισσότερες από 21 δισεκατομμύρια μετρήσεις σε διάστημα 20 μηνών, από 221 χώρες.

Η ομάδα της Ensafi διαπίστωσε ότι η λογοκρισία έχει αυξηθεί στις 103 από τις 221 χώρες που μελέτησε, συμπεριλαμβανομένων της Νορβηγίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Ινδίας, του Ισραήλ και της Πολωνίας. Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι κάποιες από αυτές τις χώρες χαρακτηρίζονται ως οι πιο ελεύθερες από το Freedom House. Συνολικά, το Censored Planet εντόπισε περιστατικά λογοκρισίας σε εννέα χώρες κατά την χρονική περίοδο μεταξύ του Αυγούστου 2018 και του Απριλίου 2020.

Η μελέτη διαπίστωσε αύξηση των αποκλεισμών χρηστών σε αυτές τις χώρες, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν από οργανισμούς ή παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου που φιλτράρουν το περιεχόμενο. Ωστόσο δεν παρατηρήθηκαν εθνικές πολιτικές λογοκρισίας, όπως στην Κίνα. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες σημείωσαν μικρότερη αύξηση στη δραστηριότητα αποκλεισμού, η Ensafi επισημαίνει ότι τα μέτρα για τέτοιου είδους αποκλεισμό έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάργησαν την ουδετερότητα του διαδικτύου, δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο θα ήταν εύκολο, από τεχνική άποψη, να παρεμβαίνουν ή να εμποδίζουν την κίνηση στο Διαδίκτυο οι πάροχοι υπηρεσιών», εξηγεί η Ensafi. «Η αρχιτεκτονική για μεγαλύτερη λογοκρισία έχει ήδη δημιουργηθεί και θα πρέπει όλοι να ανησυχούμε».

«Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι καμία χώρα δεν είναι εντελώς ελεύθερη», δήλωσε ο Ram Sundara Raman, υποψήφιος διδάκτορας στην επιστήμη των υπολογιστών και τη μηχανική στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και κύριος συγγραφέας του σχετικού άρθρου.

«Σήμερα, πολλές χώρες ψηφίζουν νομοθεσίες που υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου να αποκλείουν περιεχόμενο που είναι προφανώς επιβλαβές όπως η κακοποίηση των παιδιών. Αλλά μόλις τεθεί σε εφαρμογή η υποδομή αποκλεισμού, οι κυβερνήσεις μπορούν να αποκλείσουν τυχόν ιστότοπους που επιλέγουν και αυτή είναι συνήθως μια πολύ αδιαφανής διαδικασία. Γι’ αυτό η μέτρηση λογοκρισίας είναι ζωτικής σημασίας και ιδιαίτερα οι συνεχείς μετρήσεις που δείχνουν τις τάσεις με την πάροδο του χρόνου».

Από το 2018, η Νορβηγία, μια από τις πιο ελεύθερες χώρες στον κόσμο σύμφωνα με το Freedom House, έχει ψηφίσει μια σειρά νόμων που απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου να αποκλείουν περιεχόμενο σχετικό με τον τζόγο και την πορνογραφία. Ωστόσο, το Censored Planet εντόπισε ασυνέπειες σε ένα ευρύτερο φάσμα περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων ιστότοπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Human Rights Watch και διαδικτυακών ιστότοπων γνωριμιών όπως το match.com. Παρόμοιες τακτικές εντοπίστηκαν και σε άλλες χώρες, συχνά μετά από μεγάλα πολιτικά γεγονότα, κοινωνικές αναταραχές ή νέους νόμους.

Ψευδείς ειδήσεις και ελευθερία του λόγου

Στις ΗΠΑ, οι ψευδείς ειδήσεις προστατεύονται από την ελευθέρια του λόγου, σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος και τους διεθνείς κανόνες ελεύθερης έκφρασης, εκτός βέβαια αν παραβαίνουν συγκεκριμένες νομικές κόκκινες γραμμές – όπως η δυσφήμιση. Πάντως, οι ψευδείς ειδήσεις δεν είναι παράνομες και οι κυβερνήσεις δεν έχουν την εξουσία να τις απαγορεύσουν ή να τις λογοκρίνουν.

Τόσο η Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος όσο και το διεθνές δίκαιο ορίζουν την ελευθερία του λόγου ώστε να περιλαμβάνει το δικαίωμα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών. Η ταχεία εξάπλωση της ιατρικής παραπληροφόρησης υποβοηθούμενη από τον τρόπο λειτουργίας του αλγόριθμου πρότασης περιεχομένου, μπορεί να αυξήσει τόσο τη δυσπιστία των χρηστών στις επίσημες πηγές πληροφοριών που σύντομα δεν θα μπορούν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από το θόρυβο. Ορισμένοι από αυτούς που διαδίδουν παραπλανητικές πληροφορίες το γνωρίζουν καλά αυτό και το εκμεταλλεύονται με σκοπό να ενσταλάξουν μια αίσθηση της ματαιότητας του λόγου που κλονίζει τη βούληση, την ένσταση και την αντίσταση.

Ωστόσο, στα κοινωνικά μέσα, το πρόβλημα δεν είναι ο έλεγχος, αλλά το χάος. Ο ρυθμός με τον οποίο μπορούν να εξαπλωθούν οι ψευδείς πληροφορίες κάνει την υπεράσπιση της αλήθειας ή τη διόρθωση του γεγονότος να φαίνεται αδύνατη να επιτευχθεί.

Η συζήτηση για τις πιθανές λύσεις σε αυτό το πρόβλημα έχει επικεντρωθεί σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις, τα πρακτορεία ειδήσεων, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Ο καθένας έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει, αλλά όλοι θα πρέπει να σέβονται τα όρια των παρεμβάσεών τους. Η Google και το Facebook, ως ιδιωτικές πλατφόρμες, θα πρέπει να παρακολουθούν τους ιστότοπούς τους για να βεβαιωθούν ότι οι επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας δεν γίνονται viral.

Η δημοκρατία προϋποθέτει την αξιόπιστη και ακριβή πληροφόρηση των πολιτών μέσα σε ένα ουσιαστικό πλαίσιο. Η δημοσιογραφία δεν προσεγγίζει την αλήθεια μέσα από μια απόλυτη και φιλοσοφική σκοπιά. Αυτό που οφείλει να κάνει είναι να επιχειρεί την πρακτική προσέγγιση της αλήθειας. Με την αύξηση των υπερβολικά κομματικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, την εύκολη είσοδο στο δημόσιο διάλογο και το «τσουνάμι» πληροφοριών που κατακλύζει το ίντερνετ, οι καταναλωτές χρειάζονται νέα εργαλεία για να κάνουν τις επιλογές τους και να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με το ποιους θα εμπιστευτούν.

Μέτρα και νομοθεσία για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης εν καιρώ πανδημίας

Οι πρώτοι μήνες της πανδημίας έδειξαν ότι η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο είναι εξίσου σημαντική με τη διασφάλιση του απαραίτητου ιατρικού εξοπλισμού και των προμηθειών για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν εφαρμόσει έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης που περιλαμβάνουν την παροχή καθοδήγησης σε εταιρείες κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης για την κατάργηση αμφιλεγόμενων πανδημικών περιεχομένων (π.χ. Ινδία), τη δημιουργία ειδικών μονάδων για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης (π.χ. ΕΕ, ΗΒ) και την ποινικοποίηση κακόβουλου περιεχομένου σχετικά με τον κορονοϊό και τα εμβόλια.

Στο άρθρο της με τίτλο «Καταπολέμηση της πανδημίας της παραπληροφόρησης: Νομικές απαντήσεις στην παραπληροφόρηση σχετικά με την COVID-19» («Fighting the ‘Infodemic’: Legal Responses to COVID-19 Disinformation»), η ερευνήτρια Roxana Radu από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, διερευνά τα βραχυπρόθεσμα και πιθανά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της πρόσφατα εγκριθείσας νομοθεσίας σε διάφορες χώρες που στοχεύουν άμεσα την παραπληροφόρηση σχετικά με την COVID-19 στα μέσα ενημέρωσης, είτε παραδοσιακά είτε ψηφιακά.

«Οι πρώτες ενέργειες που θεσπίστηκαν υπό την κατάσταση έκτακτης ανάγκης χαράζουν νέες κατευθύνσεις στη διαπραγμάτευση της ευαίσθητης ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της διαδικτυακής λογοκρισίας, κυρίως επιβάλλοντας περιορισμούς στην πρόσβαση σε πληροφορίες και προκαλώντας αυτοσυγκράτηση στις αναφορές», αναφέρει η ερευνήτρια, προσθέτοντας ότι «οι νομικές αυτές απαντήσεις στην πανδημία της παραπληροφόρησης θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα βασικό σύνολο διασφαλίσεων για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στις διαδικτυακές πληροφορίες».

Ασαφείς ορισμοί όπως «δημόσιο συμφέρον», «δημόσια ασφάλεια», «ψευδές» οι οποίοι αναφερόμενοι σε αναρτήσεις στο διαδίκτυο, έχουν χρησιμοποιηθεί μερικές φορές ως πολιτικό εργαλείο για την καταστολή της κριτικής. Σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Προστασίας Δημοσιογράφων, ο αριθμός των δημοσιογράφων που συνελήφθησαν βάσει νομοθεσίας σχετικά με τις ψευδείς ειδήσεις έχει τριπλασιαστεί από το 2016.

Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν επιβληθεί διάφοροι βαθμοί περιορισμών στα μέσα ενημέρωσης, από την ποινικοποίηση των επιβεβαιωμένων ψευδών αναφορών έως τους περιορισμούς που τίθενται στην ελευθερία έκφρασης σε σχέση με τα μέτρα πρόληψης που εφαρμόζει η εκάστοτε κυβέρνηση.

Αυτές οι πρώτες ενέργειες που τέθηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χαράζουν νέες κατευθύνσεις στη διαπραγμάτευση της λεπτής ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της λογοκρισίας στο Δδαδίκτυο, ιδίως με τη συμμετοχή διαμεσολαβητών. Για την αστυνόμευση της δημόσιας σφαίρας σύμφωνα με τις αυστηρότερες οδηγίες που έχουν εξουσιοδοτήσει διάφορες κυβερνήσεις, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (AI).

Το Facebook ανέφερε ότι το 88,8% όλων των καταργήσεων που σχετίζονται με ρητορική μίσους και παραπληροφόρηση κατά το τελευταίο τρίμηνο εντοπίστηκε από την τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, η αύξηση της αυτοματοποίησης στη ρύθμιση περιεχομένου μας προϊδεάζει για το μέλλον, καθώς πολλά από αυτά τα προσωρινά μέτρα ενδέχεται να μετατραπούν σε μόνιμα.

Πολλοί από τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην ελευθερία της έκφρασης στις δημοκρατικές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συχνά οδηγεί σε υπερβολικές κυρώσεις και σκόπιμους περιορισμούς που επηρεάζουν άμεσα τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Στο άρθρο της, η ερευνήτρια υποστηρίζει ότι ο καθορισμός κανόνων και η καθιέρωση καλών πρακτικών θα πρέπει να γίνεται πριν και όχι κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, είναι απαραίτητη η δέσμευση για ένα παγκόσμιο σύνολο αρχών και κανόνων τόσο από τις δημόσιες αρχές όσο και από τους ιδιωτικούς μεσάζοντες. Για να φτάσουμε εκεί, λέει η Radu, θα πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουμε την άποψη ότι θα πρέπει να ληφθούν επείγοντα μέτρα εις βάρος των δημοκρατικών ελευθεριών. «Η αναζήτηση μιας προσέγγισης για μια παγκόσμια διακυβέρνηση του ψηφιακού οικοσυστήματος δεν ήταν ποτέ πιο επείγουσα», καταλήγει στο άρθρο της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Περισσότερα Εδω