Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου ([email protected])

Έχουμε γράψει και παλαιότερα για τη Στοά Κουτσίνα [1]. Οι νεότεροι Λαρισαίοι μπορεί να την έχουν ακουστά, αλλά δεν την έχουν γνωρίσει. Στο σημερινό μας κείμενο θα αναφερθούμε και πάλι στη Στοά των αδελφών Κουτσίνα, μια ιδιότυπη αγορά στο κέντρο της Λάρισας, με μεγάλη εμπορική κίνηση στην ακμή της, συμπληρώνοντας ορισμένα ιστορικά στοιχεία.

Βρισκόταν μεταξύ των οδών κεντρικών οδών Πανός και Ερμού, τις οποίες συνέδεε. Ήταν ένας στενός πεζόδρομος, ο οποίος ήταν αδιάβατος σε οχήματα. Πολύ πριν κατασκευασθεί η «Στοά Κουτσίνα» στον χώρο αυτόν υπήρχε ένα μεγάλο πανδοχείο, το οποίο ήταν γνωστό σαν «Το χάνι του Χρυσοχόου». Ο ιδιοκτήτης του καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας. Η κυρία είσοδος του πανδοχείου είχε πρόσοψη στην οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου). Διέθετε μια τεράστια αυλή, στην οποία ήταν κτισμένα διάφορα ανομοιογενή κτίσματα, για την εξυπηρέτηση πελατών και τη στάθμευση αγροτικών αμαξών και ζώων.

Από την πλευρά της οδού Πανός υπήρχε μια μεγάλη βοηθητική διέξοδος, καλυμμένη με σιδερένια πόρτα, από την οποία περνούσαν τα κάρα, όταν το χάνι άδειαζε τα απορρίμματα και τους στάβλους από τα περιττώματα των ζώων που φιλοξενούσε. Η ύπαρξη των στάβλων στην κεντρική αυτή περιοχή αποτελούσε πηγή δυσοσμίας, η οποία ενοχλούσε όχι μόνο τους καταστηματάρχες της αγοράς, αλλά και τους περαστικούς και τους επισκέπτες-αγοραστές. Αν αναλογισθεί κανείς ότι επί της οδού Πανός υπήρχαν και πολλά άλλα ρυπογόνα καταστήματα, όπως ψαράδικα, μανάβικα, χασάπικα, ταβέρνες, η δυσοσμία πολλαπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η αγοραστική κίνηση στην περιοχή αυτή να μειωθεί αισθητά, η παρουσία γυναικών να καταστεί σχεδόν αδύνατη και να δημιουργηθεί ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο απασχολούσε όχι μόνο τις υγειονομικές αρχές, αλλά και τον λαρισαϊκό Τύπο. Ιδιαίτερα ο Θρασύβουλος Μακρής στη «Μικρά» του φιλοξενούσε πολλές φορές διαμαρτυρίες καταστηματαρχών και πολιτών της Λάρισας, οι οποίοι ζητούσαν να απαλλαγεί η περιοχή αυτή από την κακοσμία. Το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει το 1914, όταν τα αδέλφια Φίλιππος και Κωνσταντίνος Κουτσίνας, παιδιά του Νικολάου Κουτσίνα, αγόρασαν τον χώρο του πανδοχείου. Διέκοψαν άμεσα τη λειτουργία του και η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε, χωρίς όμως να εξαφανισθεί, καθώς τα άλλα ρυπογόνα καταστήματα που αναφέραμε εξακολουθούσαν να λειτουργούν [2].

Η Στοά δημιουργήθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και συγκεκριμένα κατά το 1923, από τους αδελφούς Νικόλαο και Ανδρέα Κουτσίνα, γιους του Φιλίππου, όταν ο πρώτος είχε, εν τω μεταξύ, μετακομίσει στον Βόλο (1920), όπου είχε δημιουργήσει δική του εμπορική επιχείρηση, η οποία με τα χρόνια κυριάρχησε καταλυτικά στην εμπορική ζωή της γειτονικής πόλης [3]. Εκτός από το χάνι του Χρυσοχόου, αγοράστηκαν από τους δύο αδελφούς και κάποια παλαιά κτίρια που υπήρχαν εκεί κοντά και τα οποία, επίσης, κατεδαφίσθηκαν το 1923 για να δημιουργηθούν τα καταστήματα που αποτέλεσαν τη Στοά Κουτσίνα.

Για τα παλαιά κτίσματα που γκρεμίστηκαν για να δημιουργηθεί η Στοά, θα συμβουλευτούμε τα γραπτά του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού (1907-1983), ο οποίος ήταν γνώστης πολλών ιστορικών στοιχείων της Λάρισας αυτής της περιόδου. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τα παλαιότερα χρόνια από την οδό Ερμού υπήρχε πόρτα η οποία οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή. Στο βάθος της αυλής αυτής βρισκόταν ένα παλαιό ισόγειο σπίτι, το οποίο ανήκε σε κάποιον, του οποίου, δυστυχώς, το όνομά του δεν διασώθηκε. Η καταγωγή του ήταν από την Καστοριά, το επάγγελμά του ήταν γουναράς και το σπίτι αυτό το χρησιμοποιούσε εκτός από κατοικία και για εργαστήριο για την δουλειά του. Έξω από το σπίτι υπήρχε ένα πηγάδι, το νερό του οποίου εμφάνιζε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Από τη μια ήταν πολύ ελαφρό και η πόση του συντελούσε στην καλή πέψη και από την άλλη το καλοκαίρι ήταν πολύ κρύο. Αυτές οι δύο ιδιότητες του νερού του πηγαδιού, το έκαναν πολύ δημοφιλές στα γύρω καταστήματα της αγοράς. Υπήρχε συνεχής άντληση για τη χρήση του σαν πόσιμο, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το χρησιμοποιούσαν σαν ψυγείο. Έδεναν διάφορα κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, τα γέμιζαν με νερό και τα άφηναν κάποιες ώρες ώστε να δροσισθεί. Επίσης, αγόραζαν καρπούζια τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια, τα κατέβαζαν βαθειά στο πηγάδι και το μεσημέρι μόλις έκλειναν τα καταστήματα τα ανέβαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι δροσερά. Το περίεργο είναι, συμπληρώνει ο Περραιβός, ότι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος εργαζόταν στην αυλή κάτω από τον ίσκιο, παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα γύρω από το πηγάδι του και δεν επενέβαινε ποτέ σε τυχόν διαμάχες μεταξύ εκείνων που το χρησιμοποιούσαν [4].

Πολλά άτομα τη «Στοά Κουτσίνα» δεν την έχουν δει, ίσως όμως την έχουν ακούσει από συζητήσεις παλαιοτέρων. Προσωπικά δεν θυμάμαι να την είχα επισκεφθεί, απλώς γνώριζα πού περίπου βρισκόταν. Κατά την αναζήτηση, όμως, στοιχείων από παλιούς Λαρισαίους, όλοι τους κάτι είχαν να πουν γι’ αυτήν. Περισσότερες πληροφορίες μου έδωσε ο Βαγγέλης Βοζαλής, αφού οι επαγγελματικές του δραστηριότητες περιστρέφονταν μεταπολεμικά γύρω απ’ αυτόν τον χώρο. Ο Βαγγέλης ήταν μια γνωστή και ευχάριστη φυσιογνωμία της πόλης μας, με χιούμορ, γνώσεις, μνήμη τεράστια και μακροχρόνια συνδικαλιστική δράση. Έφυγε για πάντα πριν μερικούς μήνες και πραγματικά χάσαμε έναν στενό φίλο και έναν πολύτιμο πληροφοριοδότη της μεταπολεμικής Λάρισας και όχι μόνον.
Στην κάτοψή της η Στοά Κουτσίνα δεν ήταν ευθεία. Ξεκινούσε από την οδό Ερμού και στα 2/3 περίπου του μήκους της, κοντά στην οδό Πανός, εμφάνιζε αμβλεία γωνία. Στο σημείο αυτό ο χώρος του ήταν ευρύτερος από τα άλλα σημεία της και η Στοά εμφάνιζε μια προέκταση που είχε κατεύθυνση προς Νότο.

Η κατασκευή της ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση έγινε το 1923. Ξεκινούσε από την οδό Ερμού και έφθανε μέχρι το ευρύτερο σημείο της, ενώ η δεύτερη έγινε κατά το 1927-28, όταν η Στοά ανοίχτηκε μέχρι την οδό Πανός και κατασκευάσθηκε η νότια προέκτασή της. Το πλάτος της ήταν περίπου 3 μέτρα και επομένως μπορούσε να χωρέσει μια άμαξα ή ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά ο Ιπποκράτης Κουτσίνας, ο μικρότερος αδελφός του Νίκου και του Ανδρέα και συνιδιοκτήτης πολλών καταστημάτων, απαγόρευε την είσοδο στη Στοά όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά και ποδηλάτων. Ήταν ανοιχτή από πάνω και μόνο προς την πλευρά της οδού Πανός ήταν σκεπαστή, διώροφη και στον επάνω όροφο στεγάζονταν τα Ραφεία του Ψυχούλη και του Τσιτώτα. Ένα ακόμα μικρό σκέπασμα υπήρχε ανάμεσα στο Κουρείο του Κυριάκου Βοζαλή και το Ραφείο του Βασίλη Λευκαδίτη, τα οποία βρίσκονταν αντικριστά, δίπλα στο άνοιγμα της Στοάς. Στους χώρους της αναπτύσσονταν 25-27 καταστήματα και γραφεία, τα περισσότερα μικρών διαστάσεων.

Η εικόνα της Στοάς Κουτσίνα όπως την περιγράψαμε κράτησε μέχρι το 1990 περίπου. Πιο πριν, κατά το 1969-70, οι κληρονόμοι πήραν την άδεια και έκλεισαν την είσοδο της Στοάς από την οδό Πανός. Η πρόσβαση γινόταν μόνον από την οδό Ερμού και οδηγούσε φυσικά σε αδιέξοδο. Η μετατροπή αυτή οδήγησε σε μείωση της επισκεψιμότητας των καταστημάτων, τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να διακόπτουν τη λειτουργία τους και να εγκαταλείπονται. Κατά το 1990 έκλεισε και η είσοδος από την Ερμού και έτσι η ζωή της Στοάς Κουτσίνα έφθασε στο τέλος της.

——————————————————————————-
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η Στοά Κουτσίνα, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 2018.
[2]. Η κατάσταση αυτή στην οδό Πανός εξαφανίσθηκε πολύ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας έκτισε τη Δημοτική Αγορά και υποχρέωσε, έστω και με δυσκολία, τους καταστηματάρχες της οδού Πανός να μετακομίσουν στη Νέα Αγορά, η οποία διέθετε σύγχρονους για την εποχή μηχανισμούς καθαριότητας και αποχέτευσης.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Κουτσίνα. Προσθήκες και διορθώσεις, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 19ης Ιουνίου 2019.
[4] Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 13ης Αυγούστου 1974.

Εφημερίδα Ελευθερία

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω