«Μίνα, Μίνα, ξέρεις πόσο έχει σήμερα ο μήνας;» μια κακεντρεχής φωνή επαναλαμβάνει ειρωνικά μέσα στο κεφάλι της. Και εκείνη, σκασμένη από τον κρυφό της καημό, δυναμώνει την ένταση της μουσικής για να την φιμώσει. Αυτή είναι η συντροφιά της όλη μέρα. Φτάνει στα αυτιά της από τους New York Gypsy All Stars και ξορκίζει τα απωθημένα της.
Άκου λέει, πόσο έχει ο μήνας. Λες να μην ξέρει; Μια χαρά ξέρει. 15 Αυγούστου. Το ζενίθ του καλοκαιριού. Το απόγειο του ελληνικού θέρους. Το αποκορύφωμα της γιορτής -ή της σιωπής, ανάλογα σε ποια πλευρά της χώρας βρίσκεσαι. Και εκείνη; Πού βρίσκεται σήμερα, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο; Εκείνη έχει βρεθεί στη λάθος πλευρά. Μια Μίνα που έχει ξεμείνει στην πόλη. Τι άδοξη κατάληξη. Τέτοια μέρα, στην πόλη.
Αλλά σε ποια πόλη; Σε μια παραδομένη στο λιοπύρι πόλη της Ελλάδας; Μια πόλη με δρόμους αδειανούς και κτίρια με τους περισσότερους ενοίκους φευγάτους, όπου τη σιωπή σπάνε μόνο ξεκουρδισμένα μοτέρ από κλιματιστικά και τηλεοπτικές σειρές σε επανάληψη; Ω όχι, τίποτα τέτοιο. Η Μίνα, άλλωστε, δεν έχει ξεμείνει στην Αθήνα. Ούτε καν στη Θεσσαλονίκη. Στο Λονδίνο ξέμεινε. Και η αλήθεια είναι ότι η βρετανική μητρόπολη δεν χαμπαριάζει και πολλά από καλοκαιρινές αργίες.
Οι φίλοι Λονδρέζοι λένε το τυπικό “business as usual”, ακόμη και αν φαντάζει μια χαλαρή Κυριακή Δεκαπενταύγουστου, και ξεχύνονται βιαστικοί στους δρόμους και στα ανοιχτά malls, να αδράξουν τη μέρα, το tube, το φιλικό τους meeting, τη λίστα του shopping, το τσάι στις 4, το πικ νικ στα πάρκα, τη δική τους καλοκαιρινή ρουτίνα τελοσπάντων, ό,τι και αν συνεπάγεται αυτή. Όλα τρέχουν. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Και πιο πολύ μέσα σε αυτό το πάντα καλοκουρδισμένο αστικό σύμπαν, που συνήθως δεν χάνει το φρενήρες τέμπο του, σταματάει ο λογισμός της.
«Αχ και να ήμουν τώρα εκεί…»
Το μυαλό της ταξιδεύει, ενώ περιμένει στον σταθμό. Στο αγαπημένο της χωριό στην Ήπειρο. Εκεί που η μέρα αυτή έχει την τιμητική της και την υποδέχονται όπως ακριβώς της πρέπει. Με φλογισμένα κλαρίνα, λαούτα και βιολιά, με πυρωμένα κάρβουνα, αναψοκοκκινισμένα από τον χορό πρόσωπα, ανυπόμονες καρδιές.
«Πότε θα έρθει και αυτό το τρένο;»
Στο δικό της χωριό ο Δεκαπενταύγουστος έχει ψυχή και ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά του για να χωρέσει τον κόσμο όλο.
«Μα τι κόσμος είναι αυτός κυριακάτικα…»
Εκεί η ευχή «Καλή Παναγιά» αντηχεί στις βουνοκορφές, τα πετρόχτιστα γεφύρια, τα κελαρυστά νερά των ποταμών.
«Mind the gap»
Οι γέροι και οι γριές ανάβουν κεριά με κατάνυξη και τα παιδιά χαλούν τον κόσμο έξω από την εκκλησία με παιχνίδια, γέλια και σκανταλιές.
«Πόσες στάσεις ακόμη;»
Κερνάνε οι γυναίκες του χωριού κατσικάκι με πατάτες στη γάστρα, ζυμωτό ψωμί και πίτες, χύμα μπρούσκο κρασί.
«Να τσιμπήσω ένα σάντουιτς στον δρόμο».
Καλοδέχονται κάθε επισκέπτη που θέλει να πάρει μέρος στη μεγάλη γιορτινή παρέα. Και ύστερα πιάνουν οι οργανοπαίχτες ρυθμό, σμίγουν οι φωνές σε πολυφωνικούς θριάμβους, καθώς σμίγουν και οι άνθρωποι.
«Και αυτή η μάσκα με πνίγει…»
Κρατιούνται σφιχτά χέρι με χέρι και δημιουργούν κύκλους μεγάλους, χορεύοντας όλη νύχτα μέχρι να χαράξει το πρώτο φως της μέρας.
«Έφτασα επιτέλους!»
Βγαίνει από τον υπόγειο στο συννεφιασμένο Λονδίνο που μοιάζει πάλι να το πάει για βροχή, ανίκανο να σπάσει τον κλοιό των κλισέ ακόμη και σε μια μέρα άρρηκτα δεμένη στο μυαλό της με τη λιακάδα, όταν της έρχεται μήνυμα. «Χρόνια πολλά αδελφούλα. Μας λείπεις φέτος! Μα λείπουν μαζί σου και όλα τα ωραία… Ούτε το πανηγύρι στο χωριό δεν θα γίνει. Του χρόνου πάλι. Μαζί.»
Μαζί. Μα ζει! Γελάει με το λεκτικό παιχνίδι η Μίνα και πατάει το play για μια ακόμη φορά. Χαριτωμένη συντροφιά για τους απανταχού ξενιτεμένους, μια αξιέπαινη πρωτοβουλία της Lidl Ελλάς, που ήρθε και …έδεσε σε τούτο τον αλλόκοτο, διαφορετικό Αύγουστο. Τι και αν ζούμε μακριά; Φέτος, γιορτάζουμε μαζί τον Δεκαπενταύγουστο παρέα με τις μουσικές συλλογές στην πλατφόρμα 200 χρόνια δημοτικό τραγούδι!