Ενεργοποιείται στις 15 Μαρτίου, ημερομηνία μετάβασης του ΕΣΥ στην κανονικότητα, η νομοθετική διάταξη για τον νέο τρόπο συνταγογράφησης φαρμάκων, θεραπευτικών πράξεων και διαγνωστικών εξετάσεων στους ανασφάλιστους πολίτες.
Σύμφωνα με αυτή, οι ανασφαλιστοι πολίτες θα έχουν πρόσβαση μόνο σε ιατρούς δημόσιων νοσοκομείων και δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, και όχι και σε ιδιώτες γιατρούς όπως γινόταν μέχρι τώρα..
Η σχετική ρύθμιση ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο αλλά η εξέλιξη της πανδημιας και η τεράστια επιβάρυνση των δομών του συστήματος υγείας με τους COVID ασθενείς δεν επέτρεψαν την εφαρμογή της. Το υπουργείο Υγείας έδωσε παράταση στον μέχρι τότε ισχύοντα τρόπο συνταγογράφησης ώστε να μην αποκλειστούν από τη θεραπεία και τη νοσηλεία τους οι ανασφαλιστοι.
Πλέον όμως και με δεδομένο ότι από το δεύτερο 15νθημερο Μαρτίου όλες οι υγειονομικές μονάδες θα λειτουργούν, όπως πριν από την κλιμάκωση της πανδημίας, θα εφαρμοστεί και η σχετική ρύθμιση. Μέσω αυτής επιχειρείται ουσιαστικά μια μεγάλη αλλαγή στο πεδίο της κάλυψης των ανασφαλιστων αλλά και της σχετικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ.
Υπενθυμίζεται πως με νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης το 2016 είχε δοθεί η δυνατότητα στους ανασφαλιστους πολίτες να επισκέπτονται όλους τους γιατρούς ιδιώτες και του ΕΣΥ για τις ανάγκες θεραπείας και διάγνωσης.
Πλέον, μέσω της ελεγχόμενης πρόσβασης των ανασφαλιστων στο σύστημα δημόσιας υγείας εκτιμάται πως θα τεθεί υπό νέο και καλύτερα ελεγχόμενο πλαίσιο η φαρμακευτική δαπάνη των ανασφαλιστων πολιτών, που έφτασε τα 300 εκατομμύρια ευρώ το 2021.
Το 2016 που είχε ψηφιστεί ο νόμος για την υγειονομική κάλυψη ανασφάλιστων και ευάλωτων κοινωνικά πολιτών εκτιμήθηκαν οι ωφελούμενοι από αυτή τη ρύθμιση, σε περιπου 2,5 εκατομμύρια πολίτες.
Στα τέλη του 2019 οι δικαιούχοι των επιδομάτων κοινωνικής αλληλεγγύης που απευθύνεται σε νοικοκυριά που διαβούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας –και κατά βάση η ασφαλιστική κάλυψη σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρείται αδύνατη ή πολύ δύσκολη- ανήλθαν σε 1,4 εκατομμύρια και ο αριθμός των ωφελούμενων με την προσθήκη των μελών των οικογενειών των δικαιούχων υπερέβαινε τα 2 εκατομμύρια πολίτες.