«Προτίθεσθε να διορθώσετε την αδικία για τις συντάξεις χηρείας που αφορούν θανόντες ή θανούσες πριν από τη θέσπιση του νόμου 4389/2016 (ν. Κατρούγκαλου) και οι σύζυγοι δικαιούχοι της σύνταξης εργάζονται στο δημόσιο, ώστε και αυτοί ή αυτές να λαμβάνουν το κατώτατο προβλεπόμενο ποσό των 400 ευρώ, όπως προβλέπεται για τις συντάξεις χηρείας που αφορούν θανόντες ή θανούσες μετά τη θέσπιση του νόμου;». Το ερώτημα αυτό θέτει ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος στην υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Νίκη Κεραμέως.
Ο Θεσσαλός πολιτικός στην κοινοβουλευτική του παρέμβαση επισημαίνει ότι «με την σταδιακή υπέρβαση της υπερδεκαετούς κρίσης κατέστη δυνατή η σταδιακή επάνοδος στην κανονικότητα των ετήσιων αυξήσεων μισθών και συντάξεων, που αναμένουμε να είναι πιο γενναίες όσο βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει μια κραυγαλέα αδικία μεταξύ των δικαιούχων συντάξεων χηρείας. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να υφίσταται άνιση μεταχείριση μεταξύ όσων δικαιούνται σύνταξη χηρείας, πριν και μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου (ν. 4389/2016), ειδικά για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα.
Όπως επισημαίνουν, μετά τη θέσπιση του νόμου τον Μάιο του 2016, το επιζών μέλος ενός ζευγαριού με εργασία στο δημόσιο δικαιούται το 70% της σύνταξης ή του ποσού που θα δικαιούτο το θανών μέλος, για 3 χρόνια, ενώ για τα υπόλοιπα χρόνια μετά την 3ετία δικαιούται το 35% (δηλαδή το 50% του 70%) της σύνταξης ή του ποσού που θα δικαιούτο το θανών μέλος. Επίσης, προβλέπεται ότι το κατώτατο ποσό της συντάξεως χηρείας δεν θα είναι κάτω από τα 400 ευρώ. Δηλαδή, αν το 35% αντιστοιχεί στο ποσό των 300 ευρώ, ο ή η δικαιούχος λαμβάνει 400 ευρώ ως ελάχιστη σύνταξη χηρείας.
Αντιθέτως, για τα επιζώντα μέλη ζευγαριών που εργάζονταν στο δημόσιο και χήρεψαν πριν τον νόμο Κατρούγκαλου, η νομοθεσία προβλέπει να λαμβάνουν το 25% της σύνταξης ή του ποσού που θα δικαιούτο ο θανών ή η θανούσα, χωρίς την πρόβλεψη ενός κατώτατου ποσού. Το αποτέλεσμα είναι να υφίστανται περιπτώσεις –όπως για παράδειγμα όταν ο θάνατος επήλθε σε νεαρότερη παραγωγική ηλικία- που η σύνταξη χηρείας είναι πολύ χαμηλή, κάτω ακόμη και από τα 200 ευρώ.
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, οι ασφαλιστικές εισφορές του χήρου ή της χήρας από την εργασία του/της δεν μετρούν για τη σύνταξή του/της από την ημερομηνία λήψης της σύνταξης χηρείας και μετά, παρότι οι ασφαλιστικές κρατήσεις γίνονται κανονικά».
Καταλήγοντας ο Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογραμμίζει ότι «τα παραπάνω κάνουν αντιληπτή την ανάγκη διόρθωσης των διατάξεων που επιφέρουν σημαντικές διαφορές στις απολαβές χηρείας των εναπομεινάντων συζύγων που προηγούνται χρονικά του εν λόγω νόμου, δημιουργώντας συντάξεις χηρείας δυο ταχυτήτων».
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις